-Μαμά, δεν πέρασε ακόμα;
-Ποιος, παιδί μου;
-Ο κυρ-Νίκος, καλέ, ο σκουπιδιάρης.
-Όχι. Όπου να ‘ναι όμως θα περάσει.
Άκουγα αυτά τα λόγια κι έτρεχα έξω, λες και πήγαινα να υποδεχθώ τον παππού μου παραμονές πρωτοχρονιάς.
Ο κυρ-Νίκος, χρόνια σκουπιδιάρης της γειτονιάς μας, ήταν χρυσός άνθρωπος. Πρόωρα γερασμένος, ξερακιανός, με βαθιές ζάρες στο πρόσωπο – δείγμα αμέτρητων κόπων, που σίγουρα θα ‘χε περάσει στην πολυκύμαντη ζωή του. Η μύτη του φαινόταν πρησμένη και τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα. Το γαλάζιο τους χρώμα όμως διακρινόταν εύκολα, πίσω από ένα ζωηρό νεανικό βλέμμα. Ήταν ψηλός κι αδύνατος.
Κάθε πρωί, πάντα ταχτικός στην ώρα του, περνούσε με το μικρό του κάρο, που το ‘σερνε ο Ψαρής, ένα πελώριο άλογο, συνομήλικο, θα ‘λεγες, με τ’ αφεντικό του. «Χωρίς τον Ψαρή, η ζωή μου θα ‘ταν ολότελα άδεια», μας έλεγε και χάιδευε στο λαιμό το πιστό ζώο. Αυτό το ‘λεγε, γιατί δεν είχε κανένα δικό του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει προπολεμικά φθισική κι η κόρη του, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, σκοτώθηκε σ’ ένα βομβαρδισμό στα χρόνια της κατοχής. Σωστό ερείπιο, λοιπόν, ο κυρ-Νίκος, λάτρευε τον Ψαρή, σα μέρος του κορμιού του.
Όλα τα σκουπίδια μαζεύονταν στην πλατεία της γειτονιάς κι όταν ερχόταν ο κυρ-Νίκος οι γυναίκες τ’ αδειάζανε στο κάρο. Στο μεταξύ αυτός έβρισκε κάτι να πει σε μας τα παιδιά, πάντα με το καλαμπούρι στο στόμα.
-Ε, Τρεχαλάκο (Έτσι του άρεσε να με φωνάζει). Σαν πας σχολειό, ξέρεις ποιο μάθημα έχει το περισσότερο γράψιμο;
Εγώ τον κοίταζα έκπληκτος.
-Η Γυμναστική, απαντούσε ο ίδιος μέσα στα χάχανα των μεγαλύτερων παιδιών της παλιοπαρέας.
-Εσύ, Δαιμονούλη, τι προτιμάς; Ρωτούσε έναν άλλο μελαχρινό μπόμπιρα, που είχε πάντα ένα σπιρτόζο βλεμματάκι μούρλια. Δυο πεντάρες ή μια δεκάρα;
-Μια καραμέλα, απαντούσε σοβαρά ο μπόμπιρας, όντας πρώιμα κατατοπισμένος σ’ όλα τα μυστικά του μικρεμπορίου της γειτονιάς.
Τέτοια μας έλεγε ο κυρ-Νίκος κι εμείς τον λατρεύαμε.
Ο χρόνος όμως περνά τόσο γρήγορα. Ήρθε καιρός, που το κάρο κι ο Ψαρής του κυρ-Νίκου έγιναν ανάμνηση. Τώρα πια τα πρωινά περνά ένα αυτοκίνητο αρκετά ιδιότροπο και μας ξεκουφαίνει με το θόρυβό του. Πάνω του κάθονται τρεις σκουπιδιάρηδες. Ανάμεσά τους είναι κι ο Κυρ-Νίκος. Οι νεωτερισμοί αυτοί του πρόσθεσαν μιαν ακόμα ανεξίτηλη θλίψη, γιατί του στέρησαν τον Ψαρή του και το κάρο του και γιατί τώρα, που τ’ αυτοκίνητο βιάζεται, δε μπορεί πια να κουβεντιάσει μαζί μας. Μια καλημέρα κι ένα χλωμό χαμόγελο ξεπροβάλλουν από το θλιμμένο πρόσωπό του και σβήνουν αργά, καθώς τ’ αυτοκίνητο στρίβει στην πρώτη γωνιά του δρόμου…