Η Χρύσα Αλεξοπούλου θρυμμάτισε πάλι “της σιωπής το κρύσταλλο”, εμπνευσμένα και στιβαρά! Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι ” ποίηση “αλλά η υπαρξιακή, ένδον αναζήτηση , με τον τρόπο της Αλεξοπούλου, λειτουργεί ωστικά για ταξίδι ιδαίτερης πνευματικότητας, με αυτό το “γέννημα σε λευκά της μνήμης σεντόνια “ενάντια στη λήθη.. το θέλω της φθοράς της φθονερής.” Δεν ξέρω αν οι αναμνήσεις είναι “του νου ξυράφια ασφαλείας” που σε καλούν να περπατήσεις, αλλά με τρόπο μοναδικό διαμορφώνει ένα τοπίο φιλολογικο-ως ουσία όχι ως τίτλο εργασιακό -“με αναπνοές οξύτονες ….και τη συνειδηση σε διαστολή ” για να αντιληφθείς ότι “ένα το χρέος ,να νηστευεις την εύκολη χαρά που μόνο να προδίδει ξέρει”. Δυναμικά ,αλλά και με την ευαισθησία εκείνη που δε θολώνει τις έσω καταστάσεις ,διαπιστώνει ότι όντως ” αίνιγμα η γραφή”-εγείροντας διαχρονικά ζητήματα – γιατι γράφει κανείς; Ποια η αφετηρία της; Ποιο το νόημα της;-πέρα από την πολυτιμοτητα “κυκλοφορούν αυτόνομα ωραίες “. Ποιήματα “γραφής”, πόνημα προσέγγισης των “εργαλείων “της ποιητικής δημιουργίας. Η Αλεξοπούλου σκύβει με τρυφερή αφοσίωση μάστορα ,προσεκτικά πάνω από τα υλικά της, τα φωτίζει διαφωτιζοντας και τον δέκτη με τρόπο μοναδικό.
Η Αλεξοπούλου παίρνει τα υλικά της με σοβαρότητα υπεύθυνου τεχνίτη, αφουγκραζεσαι ενίοτε Καβάφη και Δημουλά, χαράσσοντας τα δικά της μυστικά περάσματα κι ατραπούς, “συναρμολογώντας με επιμονή την μοναξιά για να την αποικησουν τα γραπτά ” επιβεβαιώνοντας τη θέση του δημιουργού: “ο ποιητής….όσο γράφει κι ιστορεί ποτέ δεν είναι μόνος “. Ταξιδεύει κανείς στον ποιητικό της κόσμο, προσμέτρά αποστάσεις πνευματικής αναζήτησης με χαρούμενη αγωνία και νοιωθει τα ποιήματα -παιδια της, δικά σου και σα “μελίσσια ελεύθερα σαν σε θυμάρια να βουίζουν”, μυροβολο άρωμα Ζωής σε κάμπο ανθισμένο, σε καυτή του Αιγαίου παραλία στρωμένη “κρινακια της άμμου πείσμονα” .
Υφαίνει ,αφού αναπόφευκτα ανυψωθεί “ψηλότερα από της ανάγκης την ευθεία” παρότι η υλική μας υπόσταση, πεισματικά μας τραβά με τη νομιμότητα της βαρύτητας, της φυσικής αναγκαιότητας, στα κάτω διαμερίσματα όπου ελλοχεύει η φθορά και το τέλος. Δηλώνει ότι “στα ποιήματα βρίσκουν κατάλυμα οι απόντες “,όπως και σε κάθε δημιουργία υψηλή: στου Ομήρου τα έπη ,στου Παρθενώνα το κάλλος ,στο έπος του Γκιλγκαμές, στη μαγεία του Μπαχ….αφού “στα ποιήματα όλοι μπορούν ν’ αναπαυτούν” (και όχι μόνον αφού αυτά εγείρουν, σε οδηγούν σε άλλες του κόσμου και του νοήματος συλλήψεις, σε συν-κινουν οδηγωντας συχνά σε οδυνηρά σταυροδρόμια….) αφού “της γραφής είναι ότι μπορεί και απειλεί τη στασιμότητα..”
Η ποιήτρια συνεχίζει με την αύρα της ώριμης γραφής της προηγουμενης συλλογής της να προσεγγίζει με τον τρόπο της, τον μαγικό κόσμο της “στίξης”,αυτά τα σημάδια του χρώματος και του επιτονισμού,που μικρά, διακριτικά και δυναμικά ταυτόχρονα κεντούν το πολύτροπο της έκφρασης αφού “όρια κεντούν…το πάθος το ανέκφραστο ορίζουν” ή, χωρίς περιστροφές, χωρίς να μπαίνει σε καμία ζυγαριά δικαίου ή λογικής “η πλήρης τελεία” σου, δίνει απερίφραστα παρόν ωραίας ποιητικής σύλληψης …η προβολή δε της “διακοπής ” (2,σελ. 31) νοηματοδοτεί, ανανεώνοντας, την έννοια του θάρρους!
Η φιλόλογος Χρύσα, που αγαπά και νοιάζεται την γλώσσα, τα χρώματα και τα πάθη της, παίρνει τη διπλή τελεία και ρίχνει τη ματιά της «σ’ αυτα που συνωστίζονται πίσω της”, μαλώνει την ατολμία της άνω τελείας (δεν έχω πείσει κανένα μαθητή για την αναγκαιότητα της, κι αυτό το παζάρι: λίγο πιο δυναμική από το κόμμα και πιο αδύναμη από την τελεία αδιάφορους τους αφήνει, σε έναν, ίσως κόσμο που η λεπτομέρεια σε λίγους μοιάζει ουσιώδης) αρπάζει το θαυμαστικό και το δένει με την χαρά, τον θυμό, τα “εύγε “και τα “φευ” με τρόπο επιμελώς ατημέλητο και ιδιαίτερα ελκυστικό! Επιστρατεύει τα αποσιωπητικά που “συντρέχουν” την αμηχανία, τη σοφία της αποφυγής αυτού που δήθεν είναι “βέβαιο” αλλά τίποτα και κανείς δεν εγγυάται και, το “ερωτηματικό” όταν επιλογές διαψεύδονται και μύθοι καταρρέουν με θόρυβο και γίνονται καημός…
Η Αλεξοπούλου με σοφία επισημαίνει της ζωής τη διδαχή πως, ενίοτε (ή συνήθως;) “τα σημαντικά ασφυκτιούν στη σιγουριά της μιας αλήθειας” γι αυτό, η “παρένθεση” διατίθεται να φιλοξενήσει “την άλλη εξήγηση”, αυτην που ο ανθρώπινος ,πολυδιάστατος νους ανακαλύπτει ξανά και ξανά ,σε νέο σχήμα, νέο περιεχόμενο, σταθερά ως διαδικασία ,στην ανθρώπινη ιστορία. Εμπνευσμένη η προσέγγιση των “εισαγωγικών”,ως φραγμός “για να μη δραπετεύσει η αλήθεια” της παροιμίας,των ρητών, και να μη βρεθούμε “ανυπεράσπιστοι …στην καταιγιδα των εκπλήξεων “. Αναπόφευκτη η υπαρξιακή αναζήτηση, η ανάγκη διεκδίκησης μιας ευταξίας διανοητικής και ψυχικής, στην κινούμενη άμμο των βιωμάτων, της ζωης, και η γραφή της Αλεξοπούλου με δωρική τρυφερότητα, την πραγματώνει.
Η παρουσία του ελάχιστου, που όμως τροφοδοτεί την ουσία ,ως “συνεκδοχή”,η αδυναμία χάραξης του μοναδικού, της έκπληξης, της χαράς, της ανακάλυψης του προσώπου, της φωτισμένης μεταφοράς, σμιλευεται με την προσέγγιση της “παρομοίωση” της επισήμανσης αυτού που “ως κάτι “που ήδη υπάρχει,δεν επιτρέπει στο διαφορετικό ως σημαδι μοναδικοτητας να υπάρξει. Για να καταλήξει: “αφουγκραζεσαι, ακούς, κοιτάζεις…..λιτά, βαθιά, εσύ, πρίγκιπας….”στον πλούτο του “ασυνδέτου”, αυτού του σχήματος του γενναιόδωρου, δείγμα γλωσσικού πλούτου, ισχυρής κατάκτησης των λεπτών αποχρώσεων λέξεων και νοημάτων, εντέλει “σύνδεσης ομοτροπων μα τόσο διαφορετικών” Κι έτσι η ποιητρια, με αυτήν την ποιητική της, πνευματική διαδρομή ,που απολαμβάνει κανείς, κατανοει ότι μπορεί η υπαρξιακή αγωνία, η θλίψη, η αναζήτηση ….να είναι κοινες ανθρώπινες καταστάσεις αλλά Ποίηση είναι η καταγραφή τους με εκείνο τον “άλλο τρόπο” που βαθαίνει τα πράγματα, συμβαλλοντας σε ένα άλλο σχήμα του κοσμού ,σε μια κάποια ανακούφιση διανοητικής ευταξίας αφού διαμορφώνει τοπία πνευματικότητας και προσφέρει “αντικλείδια” προσδοκίας…μακάρι, πάντα, με “γλώσσα γενναία…να ενσαρκώνει το άυλο” κι εμείς να απολαμβάνουμε την γραφή της.