Η συνάντηση Αφροδίτης και ΄Ερωτα 2
Τον βρήκε μακριά, μέσα στο θαλερό τού Δία περιβόλι
να είναι όχι μοναχός, αλλά παρέα με τον Γανυμήδη,
αυτόν που κάποτε ο Δίας τον εγκατέστησε στον ουρανό
με τους αθάνατους συγκάτοικος να είναι,
μιας και το κάλλος του ποθούσε.
Με κότσια3 παίζανε οι δυο τους χρυσαφιά,
ωσάν παλικαρόπουλα που με τον ίδιο τρόπο ζούνε.
Κι αυτός, ο λάβρος ΄Ερωτας, τ’ αριστερού χεριού του την παλάμη
ολόγεμη [με κότσια] στο στήθος του αποκάτω την κρατούσε,
ενώ στεκόταν όρθιος, κι ένα κοκκίνισμα γλυκό
πάνω στα μάγουλά του ανθοβολούσε.
Ο άλλος δίπλα του καθότανε γονατιστός,
αμίλητος, κατσουφιασμένος, κρατώντας δύο μοναχά,
αφού το ’να μετά το άλλο, [όλα τα κότσια] τα ’ριξε,
κι ήταν μ’ εκείνον χολωμένος, γιατί σε βάρος του γελούσε∙
όμως κι αυτά τα δυο κοντά στα προηγούμενα τα έχασε αμέσως
κι έμεινε μ’ άδεια χέρια ν’ απορεί
και μήτε ένιωσε την Κύπριδα να έρχεται κοντά τους.
Αυτή μπροστά στο γιο της στάθηκε και μονομιάς,
αδράχνοντάς του το πιγούνι, του ’πε:
«Γιατί γελάς, ανεκδιήγητο κακό;
Μην τον ξεγέλασες μ’ αυτά που ξέρεις
και άδικα τον νίκησες, έτσι που είναι άπραγος αυτός;
Μα έλα τώρα, με προθυμία κάνε μου ό,τι δουλειά σού πω εγώ,
και τότε θα μπορούσα του Δία το πανέμορφο παιχνίδι να σου δώσω,
εκείνο που η αγαπημένη του τροφός Αδράστεια στο άντρο το Ιδαίο4
το ’φτιαξε, όταν βρέφος ακόμη φώναζε και αερολογούσε,
το τόπι τ’ ολοστρόγγυλο, που απ’ αυτό
τίποτε άλλο πιο λαμπρό και πιο ονειρεμένο
από του ΄Ηφαιστου τα χέρια εσύ δεν πρόκειται να έχεις.
Από χρυσά στεφάνια έχει φτιαχτεί,
και γύρω απ’ το καθένα τόξα διπλά, καμπυλωτά τυλίγονται,
κι είναι κρυμμένες οι ραφές, καθώς επάνω σ’ όλες τους
μια ελικόμορφη τρέχει ταινία γερανιά.
Κι αν με τα χέρια σου το ρίξεις, ε, τότε σαν αστέρι
μία φλογάτη αυλακιά μες στον αέρα αφήνει.
Αυτό θα σου το δώσω εγώ, κι εσύ την κόρη τού Αιήτη
χτυπώντας με τα βέλη σου για χάρη τού Ιάσονα
κοίτα να την πλανέψεις∙ και μην αργοπορείς ούτε στιγμή,
γιατί η ευγνωμοσύνη μου μπορεί μικρότερη να είναι».
΄Ετσι του μίλησε, κι αυτός τα λόγια τούτα
με χαρά τα άκουσε μεγάλη. Όλα του τα παιχνίδια πέταξε
και με τα δυο του χέρια απ’ τον χιτώνα της έπιασε τη θεά,
και συνεχώς κρατώντας την κι από τη μια
κι από την άλλη τη μεριά, την παρακάλαγε
να του το δώσει γρήγορα, να του το δώσει αμέσως.
Κι αυτή, που με γλυκόλογα σε τούτα απαντούσε,
κοντά της τονε τράβηξε, τα μάγουλά του φίλησε
πάνω της σφίγγοντάς τον, και χαμογελαστά αποκρίθηκε:
«Και τώρα μάρτυς μου σ’ αυτό εδώ που θα σου πω
τ’ αγαπημένο το κεφάλι σου και το δικό μου ας είναι∙
το δώρο, αλήθεια, θα σ’ το δώσω κι ούτε να σε γελάσω πρόκειται,
αν μες στην κόρη τού Αιήτη το βέλος σου καρφώσεις».
Σύμπλεγμα Αφροδίτης, Πάνα και ΄Ερωτα. Από τη Δήλο. Χρονολογείται γύρω στα 100 π. Χ. ( Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας)
1)Για τον Απολλώνιο τον Ρόδιο έχουμε μιλήσει, παραθέτοντας και άλλα αποσπάσματα από το έπος του Αργοναυτικά, σε παλαιότερα κείμενά μας: 21/6/2018 με τίτλο «Οι γητειές της Μήδειας» (Δ 145-164) και 25/1/2020 (Γ 275-298, 956-972).
2)Θυμίζουμε ότι στους στίχους Γ 275-298 περιγράφεται ο έρωτας που ενέπνευσε στη Μήδεια, την κόρη τού Αιήτη, για τον Ιάσονα ο σκανταλιάρης φτερωτός θεός λαβώνοντάς την με το βέλος του. Πώς όμως έδρασε ο θεός ΄Ερωτας; Τι έχει προηγηθεί; Οι δύο θεές, η ΄Ηρα και η Αθηνά, θέλοντας να βοηθήσουν τον Ιάσονα να πάρει το «χρυσόμαλλο δέρας», επισκέπτονται την Αφροδίτη και την παρακινούν να ζητήσει από τον γιο της, τον ΄Ερωτα, να μαγέψει τη Μήδεια με πόθο για τον Ιάσονα, έτσι ώστε στο πρόσωπο της ερωτευμένης κοπέλας να βρει ο ήρωας σύμμαχο στην αποστολή που του έχει ανατεθεί. Η Αφροδίτη ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και σπεύδει να συναντήσει τον γιο της.
Ακολουθεί η ωραιότατη σκηνή της συνάντησης μητέρας και γιου, σκηνή εξαιρετικά χαριτωμένη, παιχνιδιάρικη και τρυφερή, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής τέχνης. (Αυτή την εποχή ένα από τα αγαπημένα θέματα της τέχνης, ποίησης και γλυπτικής, είναι και το παιδί).
3)Για τα κότσια, τους ἀστραγάλους στα αρχαία ελληνικά, βλ. κείμενό μας με επιγράμματα του ποιητή Μελέαγρου (8/5/2021).
4)Κατά τη μυθολογία, ο Δίας είναι γιος του Κρόνου και της Ρέας. Όταν η Ρέα κυοφορούσε τον Δία, για να τον γλιτώσει από τον πατέρα του που καταβρόχθιζε τα νεογέννητα παιδιά του, ήρθε στην Κρήτη, όπου τον γέννησε σε μια σπηλιά (Ἰδαῖον ἄντρον) του όρους ΄Ιδη και τον παρέδωσε σε δύο νύμφες, την Αδράστεια και την ΄Ιδη, για να τον αναθρέψουν.