Ο λογαριασμός
Μπήκε στην Τράπεζα, δροσια κλιμαστιστικού , με την επιστολή ανά χείρας που του είχαν στείλει, ένας βαρύς λογαριασμός, κι ήθελε να ξεκαθαρίσει, προμήθεια, χρεωστικοί τόκοι, επιτόκιο υπερανάληψης, μα περί τίνος πρόκειται. Ανήσυχος, σε σύγχυση και λίγο τρομοκρατημένος. Αδειανά τα περισσότερα γραφεία, η ραστώνη του Αυτούστου, οι άδειες τα μπάνια του λαού, τί έτρεχε. Στάθηκε πίσω από ένα ταμείο, κάποιος περίμεν εκεί, , του εξηγούσαν, διαπραγματεύονταν, αλλά τον είχαν στην αναμονή, ήταν περίπλοκο. Δεξιά κι αριστερά δυο τρεις ηλικιωμένοι καθισμένοι βαριά σε πολυθρόνες που βρήκαν αδειανές, πού να στέκονται όρθιοι. Μια κυρία, ηλικιωμένη σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τον πλησίασε, προηγούνταν και ήθελε να το κάνει αισθητό. Τί να κάνουμε παιδί μου, κι εγώ μια πληροφορία θέλω, δεν υπάρχει κανείς να ρωτήσουμε, του είπε μαλακά. Ναι, συμφώνησε εκείνος και προχώρησε προς τα άλλα γραφεία, να εξερευνήσει το χώρο. «Πάρτε ένα χαρτάκι προτεραιότητας – πατήστε το κουμπί, εκεί, μπροστά -και περιμένετε”, τον πρόλαβε μια νεαρή υπάλληλος, φως φανάρι κάποιον υψηλόβαθμο αντικαθιστούσε κι ήδη είχε μπροστά της κι αυτή ένα μικρό κοινό κι έδινε απαντήσεις.
ΓΎΡΙΣΕ προς το πρώτο ταμείο, ακόμα τίποτε, ο ίδιος υπάλληλος σε αναμονή, του εξηγούσαν και διευκρίνιζαν κι ένα τηλεφώνημα εμβόλιμο τους αργοπορούσε και δεν ήταν καν για το θέμα τους – είχε πέσει το σύστημα, και η υπάλληλος ζητούσε έναν νεαρό ειδικό ,να ερχόταν να δει τι συμβαίνει.
Πλησίασε πάλι η κυρία με το ήρεμο πρόσωπο και τα άσπρα μαλιά, κουρασμένη να του κουβεντιάσει. «Έχουν βάλει και μια επιγραφή, εδώ» και του επανέλαβε μια ανορθογραφία. « Α, ναι, χαμογέλασε εκείνος, δασκάλα είστε; «NAI, δεν έχει σημασία», είπε εκείνη ντροπαλά. Ένιωσε μια τρυφερότητα μέσα του, για την αξιοπρέπεια της ηλικιωμένης κυρίας. Αλλά βιαζόταν, ήταν νέος αυτός δεν είχε καιρό να χαζεύει στις πολυθρόνες με τους γέρους. Πλησίασε στο ταμείο και , δες περίπτωση, το μάτι του πήρε ένα μισοτσαλακωμένο χαρτάκι στο μάρμαρο, έξω από το γυάλινο γκισέ. Μονοψήφιο νούμερο. Το πήρε με τρόπο και κοίταξε , αναμετρήθηκε με την κυρία. Στάθηκε ύστερα με θάρρος πίσω από το ταμείο και περίμενε δικαιωματικά να εξυπηρετηθεί. Ε, ε, κύριε, φώναξαν δυο ηλικιωμένοι από τη θέση τους, εμείς έχουμε ώρα εδώ. Γύρισε προς το μέρος τους και έδειξε το χαρτάκι, ορίστε, είχε το τέσσερα. Αυτοί πόσο είχαν. Ντροπή, ντροπή, πού πας, πήγε να μπει ανάμεσα ο εαυτός του.
Ο πελάτης στο ταμείο τέλειωσε και γύρισε να φύγει. Προχώρησε κι αυτός σταθερά να διατυπώσει το πρόβλημά του στον ταμία.