Ασπασούλα, καρφίτσα, την προλάβαινε στην πόρτα ο πατέρας. Μ’ αυτήν θα έγραφε στον τοίχο πότε την έπιασαν, θα το χάραζε στον τοίχο του κελιού. Γιατί τα κελιά δεν βλέπουν φως, στο διάδρομο βλέπουν. Δε ξέρεις αν είναι μέρα ή νύχτα, μου εξηγείς. Αντίστοιχα φώναζε «φανέλα», στον αδερφό μου, να μην ξεχάσει να φορέσει τη μάλλινη πλεχτή φανέλα για το κακό ενδεχόμενο να πέσει βούρδουλας. Είμαστε στον καιρό της χούντας. Και για την περίπτωση που θα μας χτυπούσαν ,θα φωνάζετε εκεί που δεν πονάτε, εκεί που πονάτε, σιωπή, μας συμβούλευε.
Αυτός ο μπαμπάς σαν άλλος Αινείας, που την έπαιρνε αγκαλιά μικρή και δρόμο στ’ αμπέλια. Γι’ αυτό αγαπάει την Αινειάδα , είναι επικούρεια αυτή και η ευχή που προτιμάει να της δίνουμε, να την ξεχάσει ο χάρος.
Η αδερφή μου ήταν μοδίστρα και έραβε στα σπίτια, κι εγώ μαζί της, μοδιστράκι. Είχα πάρει το πτυχίο μου της Φιλολογίας, αλλά πού να διοριστώ, ήταν αδύνατον με τα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων που απαιτούνταν. Στην Ανθέων και στο Πανόραμα πηγαίναμε σε μεγαλοαστικά σπίτια. Εμείς από τις σκόνες και τις λάσπες της Ανάληψης όπου μέναμε, είχαμε πρόβλημα. Μια και δυο ο πατέρας μας είχε κάνει τσάντες, από τα αντίσκηνα που άφησαν φεύγοντας μετά την Αντίσταση οι Γερμανοί. Στη μια θήκη βάζαμε τα λασπωμένα παπούτσια και στην άλλη τα καλά και τα αλλάζαμε, όταν φτάναμε ,έξω απ’ την πόρτα. Ενόσω δουλεύαμε βοηθούσα στα μαθήματα καμιά φορά τα παιδιά της οικογένειας και σιγά σιγά με αναγνώριζαν και στις «καλές» γειτονιές και στις Δημοτικές Εκλογές πήρα δυο χιλιάδες ψήφους και βγήκα. Με υποψιάζονταν άπαντες. « Μα είσαι δεξιά;»
Αρχοντούλα Διαβάτη
18 Αυγούστου 2023