Τον σκεφτόταν μέρες τώρα, από τότε που τους είχαν συστήσει, κι είχαν κοιταχτεί. Τί είδε μέσα στα μάτια της, τι είδε στα δικά του, πάντως εκείνη τη μέρα του Σεπτεμβρίου, είχε ξοδέψει όλα της τα λεφτά για κείνα τα εξαίσια πέδιλα, την εκρού πλισέ φούστα μέσα στο κουτί της ρολό και το φούξια πουκάμισο. Είχε δουλέψει όλο εκείνο το καλοκαίρι στα ροδάκινα και τα χέρια της, άμαθα, είχαν εκείνο το ανατριχιαστικό τσούξιμο δυο, τρεις, οκτώ βδομάδες τώρα, αυτή που όλοι ήξεραν σπίτι πόσο απέφευγε και να αγγίζει τη χνουδωτή βελουδένια σάρκα των ροδάκινων. Απλούστατα κατέβηκε χωρίς ίχνος τύψης ή ενοχής στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης κι έκανε η κυρία τις αγορές της, πρώτη της φορά με τόσα λεφτά στα χέρια. Ο μπαμπάς είχε πει μόνο με ένα μελαγχολικό χαμόγελο, τώρα ξέρεις πώς βγαίνουν τα λεφτά. Κι αυτή γιατί δεν λυπήθηκε τις ώρες τις μέρες, το μεσημεριανό διάλειμμα για κολατσιό, χέρια που τσούζουν πληγώνονται και πονάνε για καιρό, το πηγαινέλα με δυο λεωφορεία στις δυτικές συνοικίες ώς το εργοστάσιο, τη γνωριμία με νεαρά κορίτσια πόσο αλλιώτικα από το γυμνασιοκόριτσο, σαν τη μύγα μες στο γάλα εκεί, και τον αυταρχικό επιστάτη που τις επέβλεπε. Πήγε για ‘κείνον, ήθελε να είναι ωραία για ‘κείνον, για την ώρα που θα βρίσκονταν στην αγκαλιά του, με ένα κενό στο στομάχι, με τα ιδρωμένα του δάχτυλα στην πλάτη της, και το σώμα του που έτρεμε, να χορεύουν στη μισοσκότεινη σάλα με τη βελούδινη φωνή του Ανταμό γύρω και μέσα τους, σε μια δίνη, μέχρι το τέλος του τραγουδιού, περιμένοντας το επόμενο μετά.
Αρχοντούλα Διαβάτη: ΠΑΡΤΙ
- Post author:Αρχοντούλα Διαβάτη
- Post published:27 Ιουλίου 2024
- Post category:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Πεζογραφία