Μεσάνυχτα. Κατέφθασαν γρήγορα στο δημόσιο νοσοκομείο με το ΕΚΑΒ. Απέξω από τα βαμμένα ως τη μέση τζάμια μόνο κάτι στίγματα τα φώτα, καθώς ανέβαιναν έλαμπαν στην Κυριακάτικη νύχτα, πρώτα στο τμήμα διαλογής και μετά στην αναπηρική πολυθρόνα η άρρωστη και όρθια κοντά της η συνοδός, στα επείγοντα, όπου ταξινομούνταν ήσυχα και τακτικά χωρίς βιασύνη τα εκατοντάδες περιστατικά που κατάφθαναν κάθε τόσο μέχρι να βρεθούν ανυπόμονοι και εξουθενωμένοι με το πλαστικό βραχιολάκι στο χέρι, και τον κωδικό, μια ταυτότητα να μην πελαγοδρομούν στο χάος της εφημερίας, στο μοναδικό απόψε για όλη την πόλη και τα περίχωρα νοσοκομείο. Πήγαιναν κι έρχονταν τα φορεία με ανθρώπους που κρύωναν ή βογκούσαν με κλειστά μάτια, χτυπημένο κεφάλι, τόσο κλισέ αυτή την ώρα ο ηλικιωμένος που σηκώνεται για τουαλέτα και πάρτον κάτω. Γύρω του στριφογυρίζουν ανήσυχοι οι γιοι του, φροντίζουν, ρωτάνε, κουβεντιάζουν, χαϊδεύουν ή διαπραγματεύονται, να του φέρουν μια κουβέρτα, μόλις πέρασε το τελετουργικό, από το φορείο του ΕΚΑΒ , ένα, δύο, τρία δυνατά που τον πέρασαν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και τώρα στην αναμονή. Μαζί γιαγιά και εγγονή ή σύζυγος ή χτεσινό αμόρε, όπως ο ανοικονόμητος άντρας μπροστά μας, οριζοντιωμένος στο φορείο, καθόλου δεν κουνήθηκε , ξαπλωμένος σε λήθαργο του καλού καιρού. Μέθη, εξήγησε η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του, ξανθιά με κάτι αλλοπαρμένα τρυφερό πάνω της , μέχρι που εκείνος άρχισε να συνέρχεται και να της φωνάζει συγνώμες και σ’ αγαπώ και να κλαίει δυνατά, κι αυτή να του λέει να ηρεμήσει, να ηρεμήσει, ας ηρεμήσει επιτέλους. Κι όταν πηγαίνει λίγο παράμερα να ξεκουραστεί σε μια καρέκλα, εκείνος κουνήθηκε ν’ αλλάξει θέση, μπρός, πίσω, ώσπου έπεσε βαρύς και έσκασε στο πάτωμα με το κεφάλι. Ααααα, φωνάξαμε όλοι μας δυνατά ένα γύρω συνοδοί, γιατροί, διασώστες, και νοσοκόμες . Τρεις και τέσσερις χρειάστηκαν να τον κάνουν ζάφτι και να τον ανεβάσουν πάλι στο κρεβάτι, να τον πάνε για εξέταση. Κι εκείνη, κουτσαίνοντας κάπως, κατά το φυσικό της, έπεσε σαν σακί στην πολυθρόνα, σαν άρρωστη κι αυτή και δεν ξανασηκώθηκε να τρέξει πίσω του. Δύσκολα, ε, της απευθύνθηκα. Άστα. Δεκαπέντε μέρες έχει που τα φτιάξαμε κι όταν του είπα χωρίσουμε, έγινε ντίρλα στο πιοτό. Μια βαθιά δυσοίωνη λύπη μας σκέπασε όλους ένα γύρω. Έτσι πέρναγε η ώρα μας. Περιεργαζόμασταν ο ένας τον άλλον και τα βάσανά του. Στραφήκαμε αλλού τώρα όλοι μας στη νεοφερμένη. Μια κοπέλα, σωστή νεράιδα που λιποθύμησε στην καφετέρια και σκεπαζόταν τώρα όπως μπορούσε με το σάλι της, βγαλμένη άδοξα από τη διασκέδαση, κι ανήσυχη μια θεόρατη μικρούλα η φίλη της από κοντά, μέχρι που έφτασε ο πατέρας, ποιος ξέρει τι τηλεφώνημα έλαβε μέσα στη νύχτα, τρακαρισμένος, τη φίλησε στα μαλλιά και όλο της μιλούσε σιγανά, έτοιμος να σωριαστεί κι αυτός από την ένταση, ας έφευγε τώρα η φίλη θα καθόταν αυτός δίπλα της, θα ξημερώνονταν εδώ.
Αρχοντούλα Διαβάτη: Στα επείγοντα
- Post author:Αρχοντούλα Διαβάτη
- Post published:9 Μαρτίου 2024
- Post category:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Πεζογραφία