Εις υγείαν, στην πέτρα να φυτρώνει, το ’λεγε ο πατέρας της σηκώνοντας το ποτήρι να ευχηθεί, μ’ ένα μικρό χαμόγελο, αναψοκοκκινισμένος, όταν το κρασάκι και το καλό φαγητό της Κυριακής τον έβγαζαν από τα όριά του και χαιρόταν, κι ερχόταν στο κέφι κι έσερναν κι ένα χορό με τη Μαρία, τη μεγάλη της αδερφή, καταμεσήμερο, με το ραδιόφωνο- η τηλεόραση δεν είχε κάνει την εμφάνισή της ακόμα.
Όμορφα που χόρευε εκείνος, ελαφροπάτητος, τον θυμόταν να μπαίνει στο χορό, με το ίδιο αυτό χαμόγελο, στο πανηγύρι ή σε κάποιες γιορταστικές περιστάσεις, σπάνια. Κι εκείνης, της αδερφής της, της άρεσε ο χορός, τον έμοιασε- ενώ η ίδια και η μητέρα της, σοβαρές, συγκρατημένες, τους ψιλοκαμάρωναν με μισό χαμόγελο, χωρίς συγκατάβαση, αλλά και χωρίς να σηκώνονται απ’ τη θέση τους.
Μετά η ζωή τους σκοτείνιασε κι ο καθένας άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του και να παλεύει μόνος του να τα βγάλει πέρα.