Αρχοντούλα Διαβάτη: Το Μηδέν και το Άπειρο
Αγαπητό μου σπίτι αναρωτιέμαι αν μπορώ ακόμα να σ’ αγαπώ, κι αν σ’ έχω ποτέ αγαπήσει. Δεν σε νιώθω να με κατασκοπεύεις μες στη σιωπή που πέφτει αγαπητικά όταν κλεισμένη μέσα διαβάζω ή γράφω. Κι ούτε σε νιώθω να χαμογελάς μες στη βαβούρα των πιατικών που βροντοχτυπάνε όταν πλένω στο νεροχύτη και μετά πύργο κάνω τα πιάτα στο τραπέζι- αύριο θα τα σηκώσω, έχει ο θεός. Και το πρωί, όταν αγωνίζομαι να περάσω από τον ύπνο στον ξύπνο κι όλο νιώθω ενοχή ,να δικαιολογηθώ στη μάνα μου που τάχα πρόλαβε και ήρθε και κάτι μαστορεύει στην κουζίνα ή σε κείνον, που κάθεται και κάνει σχέδια επί χάρτου για τα ψώνια ή τους λογαριασμούς, πως άργησα, δεν δίνεις ένα χέρι, να καταλάβω ότι είμαστε στο σήμερα, είμαστε μόνοι, κι ας σηκωθώ όποτε θέλω. Τίποτα, ουδετερότητα εσύ. Όταν ανοίγω πόρτες και παράθυρα να αεριστεί ο χώρος ή βάζω μπρός σπανιότερα τα μαγειρέματα, σαν ένα σπίτι που σέβεται τον εαυτό του δεν λες έναν καλό λόγο, ένα σχόλιο βρε αδερφέ, πόσο μ ’αρέσει που θυμήθηκες να κάνεις τα ρεβίθια σήμερα, ή τι ωραία που μυρίζει. Μαζί με τα ντουλάπια και τις βιβλιοθήκες τίγκα στα μικροπράγματα εκείνου που ούτε στιγμή δε σκέφτηκα να τα τακτοποιήσω, να πετάξω μολύβια και παλιούς χάρτες, κάρτες και βιβλιάρια, μαζί κρατάτε συνωμοτική σιωπή, κατάφωρα αποδοκιμάζοντας τς, τς, τς, με σηκωμένο φρύδι. Δεν είσαι φίλος, σπίτι μου, κι όταν με τις φωτογραφίες αραδιασμένες στο τραπέζι και στους καθρέφτες φτιάχνω μια γέφυρα με μας κι εκείνον, εσύ, μπα μόνο περιμένεις κάποια εκκαθάριση ριζική να φτιάξω, να στρωθώ στη δουλειά και ν’ αλλάξω τα πάντα να μετατοπίσω βιβλία και σημειώσεις, εξετάσεις, αναλύσεις κι αναμνηστικά. Διπλοκλειδώνω δυο και τρεις φορές όταν και βγαίνω κι εσένα καρφάκι δεν σου καίγεται, και τί φοβάσαι, τί θα σου κλέψουν, με κάρτες να κινείσαι, άλλαξαν τώρα τα πράγματα, κάρτα και κινητό , μόνον αυτά χρειάζεσαι, μου σκέφτεσαι. Κι όταν εκείνες τις φορές μέσα στο μήνα φώναξα τον κλειδαρά που κλείστηκα σε έξαλλη κατάσταση απέξω, εσύ μόνον νοήματα του στιλ, στα ‘λεγα εγώ, και τίποτε άλλο. Χειμώνας και δε λέμε να ζεσταθούμε, στο φουλ το αέριο αλλά ο ήλιος χαϊδεύει την όψη σου τις πρωινές ώρες και βρίσκουμε κουράγιο να ξεκινήσουμε τη μέρα.
‘Ήθελα να ’ξερα αν πρώτα μ’ αγαπούσες, μου αντιλέγεις. Πρώτα, δεν ξέρω. Πρώτα η μέρα άρχιζε και τέλειωνε με κείνον. Σε έβλεπα απέξω, δυο τρία λουλούδια στις γλάστρες, κι αναρριχώμενα και στο μπαλκόνι το φουρφουράκι μας. Μέσα φωνές μαλώματα και γέλια, το ραδιόφωνο στη διαπασών. Δεν σε σκεφτόμουν. Ήσουν το κέλυφος, μας περιείχες, όλα εντάξει. Δεν θέλω τίποτα να σου στερήσω, όπως και τότε, φροντίζω νοιάζομαι τώρα διπλά το Μηδέν και το Άπειρο, όπως τους λέμε, τη γάτα και το σκύλο μας, αυτοί είναι η ψυχή σου. Η ψυχή του σπιτιού μας, όπως λένε, αυτοί. Ένοικοι, φύλακες και φρουροί, μόνον αυτοί κατάλαβαν πως κάποιος λείπει και πως ανάγκη μετά να προχωρήσουμε.
17 Ιανουαρίου 2024
Αρχοντούλα Διαβάτη