Μια πολίχνη στη σκιά ενός τριγωνικού βουνού. Μια νεαρή γυναίκα που φυτοζωεί στο μεγάλο της σπίτι.
Όταν εμφανίζεται ένας ξένος, η νεαρή γυναίκα τον παίρνει στο σπίτι της δίχως δεύτερη σκέψη, καθώς της κεντρίζει έντονα το ενδιαφέρον ως κάτι νέο και απολύτως ξένο γι’ αυτήν, η οποία μισεί “…τούτη την πολίχνη τόσο πολύ, ώστε θα την εκδικηθώ μην φεύγοντας ποτέ από δω, κι ας καμώνομαι συνέχεια ότι φεύγω”.
Σύντομα ο επισκέπτης γίνεται το επίκεντρο της ύπαρξής της, μα και θύμα των άκρως κτητικών φαντασιώσεων και της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς της. Η οικοδέσποινα τη μια θέλει να μάθει τα πάντα γι’ αυτόν και την άλλη τον αποδιώχνει. Τη μια θέλει να τον πετάξει έξω, την άλλη χρειάζεται τη βοήθειά του για να της αλλάξει μια κλειδαριά.
Με λακωνικό τρόπο η συγγραφέας περιγράφει όλο το φάσμα του ασταθούς συναισθηματικού κόσμου της οικοδέσποινας, η οποία ταλανίζεται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, φιλόξενης υποδοχής και αφιλόξενου μίσους.
Ένα μυθιστόρημα που με το ιδιαίτερο αφηγηματικό του ύφος θέτει ερωτήματα περί γνώριμου και άγνωστου, περί καταγωγής και πατρίδας, περί ενσωμάτωσης, ιδιωτικής σφαίρας και φιλοξενίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)