(Από την περιοχή της φιλοσοφίας και τον Πλάτωνα, στον χώρο της κωμωδίας και τον Αριστοφάνη: με αφορμή την προεκλογική περίοδο που διανύουμε ΙΙ)
(Σχ. 1)
ΔΗΜ. Να τον γυρέψουμε. Μα νά που έρχεται ελόγου του στην αγορά,
σαν να ’ν’ από θεό σταλμένος!
Ευλογημένε αλλαντοπώλη, κόπιασε,
κόπιασε κατά δω, προχώρα, φίλτατε,
εσύ που φάνηκες σωτήρας και για την πόλη και για μας!
(΄Ερχεται ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος κουβαλώντας τον πάγκο του)
ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
Τι ’ναι; Τι με φωνάζετε;
ΔΗΜ. ΄Ελα εδώ να μάθεις, πόσο είσαι καλότυχος
κι η ευτυχία σου πόσο μεγάλη είναι.
ΝΙΚ. (Στον Δημοσθένη) ΄Αντε! Ξεφόρτωσέ τον απ’ τον πάγκο του
κι εξήγα του πώς έχει ο θεϊκός χρησμός.
Εγώ θα πάω να φυλάω τον Παφλαγόνα.
ΔΗΜ. (Στον αλλαντοπώλη) ΄Ελα, λοιπόν, πρώτα ακούμπησε
τα σύνεργά σου κάτω, και ύστερα προσκύνησε
τη γη και τους θεούς.
ΑΛΛ. Εντάξει∙ μα τι τρέχει;
ΔΗΜ. Ω συ καλότυχε, ω πλούσιε!
Ω συ που ένα τίποτα είσαι τώρα,
μα αύριο τρισμέγιστος θε να γενείς,
ω της ευδαίμονος Αθήνας κυβερνήτη!
ΑΛΛ. Γιατί, καλέ μου άνθρωπε, δε με αφήνεις
να πλύνω τις πατσές και τα λουκάνικά μου να πουλήσω,
αλλά με κοροϊδεύεις;
ΔΗΜ. Βρε βλάκα, ποιες πατσές; Για κοίτα προς τα δω.
(Δείχνοντας τους θεατές) Βλέπεις ετούτες τις σειρές
με όλο αυτό το πλήθος;
ΑΛΛ. Τις βλέπω.
ΔΗΜ. Σ’ όλους αυτούς, βρε, θα είσαι αρχηγός,
στην αγορά και στα λιμάνια και στην Πνύκα.2
Θε να ποδοπατήσεις τη Βουλή,3
και στρατηγούς θε να τσακίσεις, θα δέσεις χειροπόδαρα,
δερβέναγας θε να γενείς,
στο Πρυτανείο…θα τον παίρνεις.4
ΑΛΛ. Εγώ;;
ΔΗΜ. Και βέβαια εσύ! Και πού ’σαι ακόμη!
Δεν τα ’χεις όλα δει. Μα για ανέβα στον πάγκο τούτον δω
και κοίτα γύρω, τριγύρω όλα τα νησιά.
ΑΛΛ. Νά, τα κοιτώ.
ΔΗΜ. Χμ, και τι άλλο βλέπεις; Μήπως και τα λιμάνια τα εμπορικά,
μα και τα φορτηγά τα πλοία;
ΑΛΛ. Ναι, πράγματι.
ΔΗΜ. Ε, και δεν πλέεις σε πελάγη ευτυχίας;
Τώρα, για γύρισε το μάτι το δεξί προς την Καρία
και τ’ άλλο προς την Καρχηδόνα.
ΑΛΛ. Και τι, θα πλέω σε πελάγη ευτυχίας εάν αλληθωρίσω;
ΔΗΜ. Όχι, μωρέ, αλλά με σένα όλ’ αυτά για πούλημα θα πάνε.
Γίνεσαι, βλέπεις, καταπώς λέει ετούτος ο χρησμός,
πολύ μεγάλος και τρανός.
ΑΛΛ. Κάτσε, για πες μου τώρα δα∙ και πώς εγώ,
αλλαντοπώλης άνθρωπος, θα γίνω μέγας άνδρας;
ΔΗΜ. Αμή γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς και γίνεσαι σπουδαίος,
γιατί ’σαι τιποτένιος, της πιάτσας μούτρο και ξετσίπωτος.
ΑΛΛ. Μα δεν τον θεωρώ τον εαυτό μου άξιο να έχει δύναμη τρανή.
ΔΗΜ. Αμάν! Τι άραγε υπάρχει και για τον εαυτό σου λες
πως άξιος δεν είναι; Σαν να μου φαίνεται
πως μέσα σου βαθιά ξέρεις πως έχεις κάτι το καλό.
Μπας και κρατάς από αρχοντικούς και ευγενείς ανθρώπους;
ΑΛΛ. Όχι, μά τους θεούς! Μονάχα από λέρες.
ΔΗΜ. Πόσο σε μακαρίζω για την τύχη σου!
Με πόσα προτερήματα προικίστηκες για την κυβέρνηση της πόλης!
ΑΛΛ. Μα, βρε ευλογημένε, δεν έχω καμιά μόρφωση,
πλην απ’ τα γράμματα της αλφαβήτας,
κι αυτά μαθές κουτσά-στραβά.
ΔΗΜ. Νά το! Αυτό είναι σε σένανε το μόνο το κακό,
τα γράμματα που ξέρεις, έστω κουτσά-στραβά.
Γιατί η ποδηγεσία του λαού δεν είναι πια
ούτε για μορφωμένο ούτε για τίμιο άνθρωπο,
παρά γι’ αγράμματο και σιχαμένο. Όμως εσύ μη μένεις αδιάφορος
σ’ όσα με τους χρησμούς σού δίνουν οι θεοί.
Τότε, 5ος αι. π. Χ.⸺ Σήμερα, 21ος αι. μ. Χ.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα
ή καταστάσεις είναι συμπτωματική.
Πνύκα
1)Με την κωμωδία αυτή του Αριστοφάνη έχουμε ασχοληθεί και σε προηγούμενα άρθρα μας. Στο τελευταίο με θέμα τις λέξεις «Γαργάρα ⸺Ρεύομαι⸺ Χασμουριέμαι ⸺ Ροχαλίζω» (11/3/2023) έχουμε αφήσει τον Δημοσθένη και τον Νικία, τους δύο δούλους του ξεμωραμένου γέρου αφέντη τους, του Δήμου (λαού), να έχουν καταφέρει αυτό που σκέφτηκαν στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τον καινούργιο αχρείο δούλο, τον Παφλαγόνα (Κλέωνα). Το όνομα παραπέμπει στη λέξη παφλάζω, ηχοποίητο ρήμα από τον θορυβώδη ⸺ πλαφ-πλαφ ⸺ ήχο των ταραγμένων κυμάτων της θάλασσας. Εδώ ο κωμωδιογράφος το χρησιμοποιεί μεταφορικά, για να σκιαγραφήσει τον δημαγωγό Κλέωνα ως αυτόν που μιλάει παφλάζοντας, θορυβώντας ασταμάτητα (κατά μία άποψη στο παφλάζω ανάγεται η λέξη της δημοτικής «φαφλατάς»). Ο Αριστοφάνης δεν έχανε ευκαιρία να επιτίθεται ανελέητα εναντίον τού ικανότατου δημαγωγού, χαρακτηρίζοντάς τον μηχανορράφο, φαύλο, άρπαγα, καθώς θεωρούσε ότι κολακεύοντας τους Αθηναίους τούς παρέσυρε στη συνέχιση του καταστροφικού Πελοποννησιακού πολέμου.
Τι πέτυχαν λοιπόν οι δύο δούλοι; ΄Αρπαξαν από τον Παφλαγόνα, ενώ αυτός κοιμόταν, έναν χρησμό, που για κάποιον λόγο τον κρατούσε κρυμμένο, και τον διάβασαν. Και ο χρησμός είχε ζωτικής σημασίας, βαρυσήμαντο περιεχόμενο, αφού έλεγε ότι τον Παφλαγόνα θα τον παραγκωνίσει, θα του πάρει την εξουσία που έχει πάνω στον Δήμο, ένας χυδαιότερος και πιο πονηρός από αυτόν, ένας αλλαντοπώλης (υπαινιγμός για τον Κλέωνα που ήταν ταπεινής καταγωγής και βυρσοδέψης). Και πού θα τον βρούμε, ρωτάει ο Νικίας.
Η συνέχεια στο απόσπασμα που παραθέτουμε με τον σπαρταριστό διάλογο Δημοσθένη – Αλλαντοπώλη, απόσπασμα στο οποίο ο Αριστοφάνης δείχνει πως για να πάρει κάποιος την εξουσία στα χέρια του δεν χρειάζονται εξαιρετικά προσόντα, μόνο… αγραμματοσύνη και ατιμία.
2)Στον λόφο της Πνυκός συνεδρίαζε ο λαός της Αθήνας, η ἐκκλησία τοῦ δήμου.
3)Ο λόγος για τη Βουλή τῶν Πεντακοσίων. Βλ. άρθρο μας με τίτλο «Η λογοδοσία των αρχόντων στην Αρχαία Αθήνα (2/6/2019).
4)Κωμικό φραστικό απρόοπτο: λαικάσεις στο πρωτότυπο (λαικάζω=πορνεύω) αντί για το αναμενόμενο ρήμα δειπνήσεις. Το Πρυτανεῖον ήταν δημόσιο κτίριο που υπήρχε σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Αφιερωμένο στη θεά Εστία, στέγαζε το άσβεστο πυρ κάθε πόλης, τη φλόγα του οποίου μετέφεραν οι άποικοι στη νέα τους πατρίδα. Στο Πρυτανείο της Αθήνας, ένα από τα αρχαιότερα δημόσια οικοδομήματα της πόλης (η ανέγερσή του στη δυτική πλευρά της αρχαίας Αγοράς ανάγεται στο α΄τρίτο του 6ου αι. π. Χ.), έμεναν και σιτίζονταν δημοσία δαπάνη οι εκάστοτε πρυτάνεις, οι 50 βουλευτές, οι οποίοι περίπου ανά μήνα συγκροτούσαν ένα είδος κυβέρνησης. Ακόμη, φιλοξενούνταν οι ξένοι πρέσβεις, οι Ολυμπιονίκες, αλλά και πολίτες που ευεργετούσαν την πόλη ανταμείβονταν με την τιμή τής δωρεάν σίτισης σε αυτό. Τη θέση του κατέλαβε το 470-460 π. Χ. ένα κυκλικό οικοδόμημα, η Θόλος, με παρόμοιο λειτουργικό προορισμό.
Σπαρταριστή και ολοζώντανη η μετάφραση αυτή από την κυρία Παπαδάκη!
ΛΟΛ!