You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Μπούλη Ανδρεάδου, « Η αγελάδα του γείτονα», εκδόσεις ΑΩ, 2023.

Αριστούλα Δάλλη: Μπούλη Ανδρεάδου, « Η αγελάδα του γείτονα», εκδόσεις ΑΩ, 2023.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου, το πεζογράφημα αφορά στην «Ανάμιξη των αφηγηματικών τρόπων, των χρόνων, των ειδών. Και κυρίως, στη δραστική παρουσία ενός υποκειμένου, δηλαδή ενός συγγραφέα-αφηγητή-πρωταγωνιστή, ο οποίος, ενώ μας μιλάει για τα προσωπικά του προβλήματα, υπερβαίνει κατά πολύ τον εαυτό του κατορθώνοντας να ενσωματώσει στον προβληματισμό του και τον αναγνώστη» 1.

Η συλλογή διηγημάτων της συγγραφέως Μπούλης Ανδρεάδου με τον ευφάνταστο  τίτλο «Η αγελάδα του γείτονα», παρόλο που είναι το πρώτο βιβλίο της, κατορθώνει να γοητεύσει τον αναγνώστη και να τον ενσωματώσει στους προβληματισμούς και την θέση των ηρώων της.

Πατάει γερά στο λογοτεχνικό προσωπικό της μονοπάτι  με λόγο συμπυκνωμένο, με λιτότητα των εκφραστικών μέσων και ακρίβεια στην επιλογή των λέξεων. Η διήγησή της αγγίζει την μεθοδολογία των μικρό-διηγημάτων με την οικονομία των λέξεων, τον ρυθμό και την ένταση.

Από την αρχή, με τον πρωτότυπο τίτλο και το εικαστικό έργο του εξωφύλλου, η συγγραφέας δίνει την πρόγευση της αίσθησης της γραφής και του περιεχομένου. Η εικόνα αφορά το κεφάλι μιας αγελάδας όπου, με σουρεαλιστική απεικόνιση αποτυπώνεται στο σκοτεινό βλέμμα και την αιμορραγία ο πόνος της, δοσμένος εικαστικά με μαύρο και κόκκινο χρώμα, κινητοποιώντας την περιέργεια του αναγνώστη γι΄ αυτά που υποδηλώνονται και δεν δηλώνονται ευθέως.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες υποστηρίζει ότι «Η γλώσσα είναι μία αισθητική δημιουργία». Η συγγραφέας της παρούσας συλλογής, τραβάει την προσοχή απ΄ την πρώτη ανάγνωση, καθώς  κατέχει την γλώσσα και η αφηγηματικότητα, όσο μικρό και αν είναι το διήγημα, έχει αρχή, μέση και τέλος. Πλοκή χωρίς περιττές περιγραφές, με σαφήνεια της ιστορίας και απροσδόκητο τέλος.

Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο της παρούσας συλλογής, τα διηγήματα «είναι παράδοξα, πρωτότυπα, ιδιαίτερα, ρεαλιστικά και συγχρόνως σουρεαλιστικά».

Με την αμεσότητα και την σπιρτάδα της γραφής της, η Μπούλη Ανδρεάδου καλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει ενεργά και να αποκωδικοποιήσει αυτά που λέει στις ιστορίες της. Γοητεύει με τις όμορφες απρόβλεπτες φαντασιακές εικόνες που ξαφνιάζουν ή σοκάρουν τον ανυποψίαστο συνοδοιπόρο της ανάγνωσης.

Ο τρόπος της γραφής, σε όλη τη διαδρομή του κειμένου, είναι  ακομπλεξάριστος όσον αφορά το πνεύμα που τον διέπει. Τολμάει να πει πράγματα, που άλλοι από φόβο ή σεβασμό, μπορεί να μην τολμούσαν να τα σκεφτούν και πόσο μάλλον να τα κάνουν λόγο.

Χωρίς αναστολές ανοίγει την αυλαία της συγγραφικής σκηνής με το πρώτο διήγημα-ψυχογράφημα της ηρωίδας και το υπαρξιακό αγωνιώδες ερώτημα «Ποια είναι» ορίζοντας την κατάσταση του εγώ.

Γράφει στη σελ. 9.

«Κάθε πρωί έπρεπε να μαζέψει τα σκόρπια κομμάτια της προηγούμενης νύχτας, για να γίνει ξανά Αυτή…».

 

Ποια ήταν «Αυτή» που δεν την αναγνώριζε το πρωί λόγω των απωλειών και του κατακερματισμένου εγώ της; Πόση αγωνία μπορεί να έχει η ηρωίδα, η κάθε ηρωίδα, που δεν αναγνωρίζει στον καθρέφτη το σωματικό της σχήμα και μία σταθερή εικόνα του εαυτού; Πόσο ξαφνιάζεται όταν το είδωλο της είναι μια ανοίκεια ξένη μορφή;

Αναζητά αυτό το άγνωστο πρόσωπο στο διήγημα με τον τίτλο  «Καθρέφτης», σελ.11.

Γράφει μεταφορικά την ανιμιστική συνομιλία με το είδωλό της στον κρεμασμένο καθρέφτη, την ανάγκη να κρατηθεί γερά από  την σχέση τους, αντέχοντας τις παραμορφώσεις των εμπειριών της. Βλέπει τα πολλά της πρόσωπα, επιλέγει τον εύθραυστο ερωτευμένο εαυτό, αυτόν που γλιστράει μέσα από τα χέρια της και χάνεται μαζί του, όταν το κορδόνι απ΄το οποίο κρέμεται ο καθρέφτης κόβεται απότομα. Όλα γίνονται τότε μια σκιά θανάτου, μία επώδυνη απώλεια με γυάλινο απαθές πρόσωπο.

 

Η Μπούλη Ανδρεάδου πιάνει τον ταύρο του θανάτου απ΄ τα κέρατα και τον κοιτάει στα μάτια, για να ξεπεράσει τους φόβους της. Για να μην παγώσει με το θανατηφόρο βλέμμα της Μέδουσας, χρησιμοποιεί την τεχνική της αντανάκλασης μέσα από την ασπίδα του μυθικού ήρωα. Οι ιστορίες της ντύνονται με συμβολισμούς, αλληγορίες, παραμορφώσεις και οι επώδυνες στατικές εικόνες παρελαύνουν ως ταινία animation.

Η δημιουργός γίνεται παρατηρητής, προσπαθεί να επηρεάσει το παρατηρούμενο αντικείμενο. Γνωρίζει τον τρόπο του χειρισμού, το μεταποιεί, το ωραιοποιεί με χρώματα, το μεταμορφώνει, το καταστρέφει και το ξαναπλάθει. Κάθε φορά μπορεί να είναι άλλο πρόσωπο.

Ζωγραφίζει λεκτικά, μορφοποιεί  με σουρεαλιστική τέχνη τα άσχημα πρόσωπα της σκληρής πραγματικότητας, καθώς η σκέψη της εκφράζεται χωρίς περιορισμούς ελεύθερα, χωρίς κανόνες λογικής και ηθικής, προσομοιάζοντας την γραφή της με την  αυτόματη γραφή του σουρεαλιστή Αντρέ Μπρετόν.

 

Τα επιμέρους διηγήματα, μερικά σχεδόν μπονσάι, μπορούν να ενταχθούν σε τρεις ενότητες χωρίς σαφή όρια.

Η πρώτη ενότητα αφορά στην αναζήτηση της ταυτότητας των ηρώων, την βύθιση στον άγνωστο εσωτερικό κόσμο τους, την υπαρξιακή αγωνία και την πάλη ανάμεσα στην ορμή ζωής και θανάτου.

Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στις σχέσεις οικειότητας, στα οικογενειακά συστήματα, στις σχέσεις με τους σημαντικούς
άλλους-γονείς, στα δια-γενεαλογικά τραύματα, με όλες τις επώδυνες ματαιώσεις των προσδοκιών και των ονειρικών φαντασιώσεων.

Η Τρίτη ενότητα αφορά στα κοινωνικά συστήματα, τον ρατσισμό, τον αστικό καθωσπρεπισμό, τον συμβατικό τρόπο σχέσεων με την υποκριτική και αναληθή συμπεριφορά της μάσκας- persona, που είναι το σύνολο των αξιών και κανόνων των ενταγμένων στις πολιτισμικές ομάδες.

 

Στην πρώτη ενότητα και στα πεζά «Νεκροπομπός», «Μαύρο άσπρο», «Το εκκρεμές», «Ο πιανίστας», το περιεχόμενο τους αφορά  τον πόνο της απώλειας στο πέρασμα του χρόνου για την φθορά του σώματος, την ματαιότητα, την υπαρξιακή αναζήτηση, την σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό, τις απώλειες και τον φόβο του θανάτου.

Η συγγραφέας για να αντέξει την αλήθεια της παραμορφωμένης-γκροτέσκο πραγματικότητας  που τρομάζει, εκφράζει με εικόνες και αλληγορικό λόγο τον αυτοσαρκασμό, την ειρωνεία, το παράλογο.

Η ηρωίδα ντυμένη στα λευκά ως νεκροπομπός, κινείται στο όριο ανάμεσα στον επάνω και κάτω κόσμο, στην ενδιάμεση ζώνη όπου μόνο το μοιρολόι-κομμός της ζωντανής-νεκρής ακούγεται και στους δύο κόσμους.

Ο απροσδόκητος  θάνατος μπορεί να παίξει πρέφα ή σκάκι με οποιονδήποτε, ακόμη και από τυχαιότητα, αδιαφορώντας για τις άκαιρες ανθρώπινες στιγμές. Η ζωή είναι μια θεατρική παράσταση σ΄ ένα γεμάτο θέατρο. Ο κόσμος του καθένα είναι ένα αληθινό ή ψεύτικο σενάριο που υποδύονται πολύ καλά οι ηθοποιοί.

Γράφει στη σελ.17.

   « Σε ένα άδειο θέατρο, όταν κλείσουν τα φώτα και η ταξιθέτρια φύγει κουρασμένη για το σπίτι της οι σκιές των ηθοποιών γίνονται νυχτερίδες. Οι φωνές τους είναι άηχες….Σε ένα άδειο θέατρο ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι από ένα περίστροφο χωρίς σφαίρες. Ο μόνος που ξενυχτάει είναι ο συγγραφέας.

 

Στη δεύτερη ενότητα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα πιο πολλά διηγήματα κατέχει η θέση και η σχέση του ήρωα μέσα στα οικογενειακά συστήματα. Η συγγραφέας, με σκληρή γλώσσα και απόλυτη θέση, καυτηριάζει τα δια-γενεαλογικά τραύματα, την οικογενειακή περσόνα και τους άκαμπτους κανόνες της. Το κενό και τη διαστροφή του εγώ που εδραιώνεται στα παιδιά με την μορφή μαύρης σκιάς, λόγω έλλειψης αληθινής παρουσίας του πατέρα και της μητέρας. Την στείρα σχέση γονιού-παιδιού, την μη αποδοχή ισότιμα αγοριού και κοριτσιού, του όμορφου ή άσχημου σώματος, της αποστεωμένης μητρικής αγκαλιάς, την άρνηση, την ματαίωση και την μη αποδοχή της παρουσίας του παιδιού στο οικογενειακό σύστημα. Όταν η οικογένεια λειτουργεί σαν σωφρονιστική ομάδα-κοινότητα, τότε τα μέλη της χάνονται στην υποταγή και την ανυπαρξία ή επαναστατούν με ακραίο αντίστοιχα τρόπο με βία, κακοποίηση, θάνατο.

Γράφει σαν συμπερασματική απόφαση στο διήγημα « Η μαύρη σκιά» , σελ. 29.

« Τελικά μετάνιωσα που δεν είχα καταφέρει να σκοτώσω τη μαμά μου, όταν έπρεπε», ευχόμενη το θάνατο της μητέρας κατά την γέννα της, αφού αυτή η μάνα την απέρριψε σαν ύπαρξη.

 

Στα διηγήματα που αναφέρονται στις οικογενειακές σχέσεις, στο γενεαλογικό δένδρο που κρατάει τα μυστικά και τις αμαρτίες των μελών της, στην παντελή απουσία του πατέρα, στην αλαζονεία και την άψυχη συμπεριφορά της μητέρας, στην ωραιοποίηση και τα πρωτόκολλα συμπεριφοράς, την παντελή απουσία αγάπης και ενσυναίσθησης.

Σκληραίνει η αφηγηματική γλώσσα της ηρωίδας και  μεταμορφώνεται σε κοφτερή λεπίδα. Θανάσιμες ρωγμές  χαράζει στην ματαιοδοξία, στον άκαμπτο καθωσπρεπισμό. Τσαλακώνει την κατασκευασμένη οικογενειακή εικόνα όπου όλα είναι τέλεια και λαμπερά. Τα οικογενειακά πορτραίτα  θυμίζουν τα διαστρεβλωμένα πορτραίτα του Λούσιαν Φρόυντ, τα οποία αποκαλύπτει χωρίς ενοχή ως συναισθηματική δικαίωση.

Γράφει στο διήγημα «Τα λουκούμια»  που είναι η συνισταμένη της τοξικότητας των μολυσματικών οικογενειακών σχέσεων, σελ. 54-57

« Όταν ήμουν μικρή, ήθελα την αγάπη και την αποδοχή τους. Την ασφάλεια αυτής της οικογένειας. Ίσως να ήθελα περισσότερα από αυτά που μπορούσαν να μου δώσουν. Όχι γιατί δεν με αγαπούσαν, αλλά γιατί δεν ήξεραν πώς να χαρίσουν σε ένα παιδί ολόκληρο τον εαυτό τους, όταν πάντα το λουκούμι που έτρωγαν ήταν μισό. Νομίζω ότι αυτό το λουκούμι τους καταδίκασε σε μία ισόβια ψυχική αναπηρία. Έχω την αίσθηση ότι όλοι οι θείοι, οι θείες, τα ξαδέλφια, ήταν μισοί. Το λουκούμι που έτρωγαν από το χέρι της γιαγιάς μπόρεσε να γλυκάνει τη μισή ψυχή τους. Το άλλο μισό κομμάτι έμεινε για πάντα ανάπηρο».

 

Η συλλογή  διαπνέεται από πικρό χιούμορ και οξύ σαρκασμό.

Τραυματίζεται θανάσιμα το εγώ των παιδιών χωρίς εσωτερικό στήριγμα, καθώς το κενό που αφήνει η απουσία της μητρικής και πατρικής αγάπης λειτουργεί ως vacuum, δίνη που τα ρουφάει στον απύθμενο βυθό.

Συγκλονίζει η τόλμη της ηρωίδας να μην χρωματίσει τις σκιώδεις βιωμένες εικόνες  για να τις σώσει, εξαπατώντας τους άλλους και τον εαυτό της. Αναζητάει την ταυτότητα της και την ταυτοποίηση με το περιβάλλον που έως αυτή τη στιγμή ήταν ξένη.

 

Στην τρίτη ενότητα η Μπούλη Ανδρεάδου καυτηριάζει το τοπίο της κοινωνικής εικόνας και τις διαχρονικές ανισότητες. Τα διηγήματα της αφορούν την σχέση του άνδρα και της γυναίκας που διέπονται από την εξουσία και τον αυταρχισμό της πατριαρχίας έναντι της υποτακτικής μητριαρχίας. Το αντισυμβατικό πνεύμα της που αντιτίθεται σε κάθε ρατσιστική συμπεριφορά, δεν αφήνει τίποτε ασχολίαστο με το black χιούμορ, την ειρωνεία, την σάτιρα.

Αναδρομικός θυμός, απωθημένος από την παιδική ηλικία στο υποσυνείδητό, αναδύεται με ορμή στηλιτεύοντας τις ανομίες, τις αδικίες, την κατάχρηση εξουσίας, τις ταξικές διαφορές, τις ανήθικες διασυνδέσεις των ομαδικών πλαισίων. Η φυγή δεν είναι αντίσταση.

Δεν έχουμε την επιλογή να μην μετέχουμε στην ομάδα, όπως δεν έχουμε την επιλογή να έχουμε ή να μην έχουμε ένα σώμα.  Στον κόσμο ερχόμαστε μ΄ ένα σώμα και εντασσόμαστε σε μία ομάδα-ομαδικό σώμα. Και πράγματι, ο κόσμος είναι σώμα και ομάδα. Ανήκουμε στο κοινωνικό σύστημα με προσωπική και κοινωνική ταυτότητα, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει την αντίσταση στην μη εύρυθμη λειτουργία της κοινωνικής ομάδας.

Για αυτή την ταυτότητα η συγγραφέας μιλάει στα διηγήματα «Ζολί», «Το κλεμμένο φλάουτο», «Το τραίνο των εννέα και δεκατρία», « Ο Πήτερ και ο Πάτερ», « Ο άγγελος της ιστορίας», «Διπλός πίνακας».

 

Συνοψίζοντας την αίσθηση που αφήνει η ανάγνωση της συλλογής της Μπούλης Ανδρεάδου θα λέγαμε ότι εντυπωσιάζει η τολμηρή γραφή της που δεν διστάζει να σατιρίσει, να ανατρέψει ότι θεωρεί μη αποδεκτό. Αγγίζει με παράδοξο τρόπο και ειρωνεία τα δύο φύλα, τον άνδρα και τη γυναίκα, χωρίς να χαρίζεται με ιδιοτέλεια σε κανένα οικογενειακό ή κοινωνικό σύστημα, σε γονείς ή παιδιά, σε γέρους με άσπρα μαλλιά ή μικρούς νεοσσούς που τώρα ατενίζουν την ζωή.

 

Σαν επίλογο, με δάνειο το χιούμορ της συγγραφέως, ίσως δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ό,τι, ο καθένας δικαιούται να ζει αρμονικά με όποια γυναίκα ή αγελάδα ποθεί. Ακόμη δικαιούται να γίνεται άγγελος, ή ένα υπέροχο κρεμμύδι, ή ακόμη ένα κόκκινο φουστάνι μιας παράδοξης συλλογής κρυμμένη στην ντουλάπα του σπιτιού.

Αλλά είναι ίσως είναι χρέος να μην φυτεύει τα παιδιά του και να τα εγκαταλείπει περιμένοντας να μεγαλώσουν μόνα τους χωρίς αγάπη και προστασία γονέων. Ούτε, σαν συγγραφέας, πρέπει να αφήνει  τα χειρόγραφα του στη τσάντα, σαν τυχαία παλιόχαρτα, κατάλληλα να ανάψουν το τζάκι.

Όσο για την ηρωίδα του πρώτου διηγήματος που δεν ήξερε ποια είναι, ίσως ταξιδεύοντας με την συγγραφέα αυτής της αποκαλυπτικής συλλογής έχει αποκτήσει τη γνώση του «Ποια είναι».

Γιατί:

«Για να σε αγγίξει ο πόνος του άλλου, πρέπει ν΄ αγγίξει o πόνος πρώτα εσένα», λέει ο Πασκάλ Μπρύκνερ , φιλόσοφος συγγραφέας.

 

*1. Παν.Μουλλάς, «Γύρω στο πεζογράφημα του Γ.Ιωάννου», Περ.Γράμματα και Τέχνες, τχ.78 (Σεπτ-Νοεμ.1996) 5-6

 

Ιανουάριος 28/2024.

 

 

 

  

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.