Στο πρόσφατο βιβλίο ποίησης, για μία φορά ακόμη, η Χλόη Κουτσουμπέλη με τον τίτλο «Αρχαίος πίθηκος» κεντρίζει την περιέργεια του αναγνώστη, για το πόσο προγενέστερα χρονικά θα ταξιδέψει και τι θα προσκομίσει στο παρόν η ποιήτρια. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αναφορά στον αρχαιοπινή χρόνο και τα ίχνη που αφήνει στο πέρασμα του στη σκέψη και στη γραφή της.
Στα έργα της «Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει νωρίς», «Ορφέας στο μπαρ», «Το ιερό δοχείο» και άλλα, ο αρχαίος μύθος κατακλύζει με την χροιά του τις εικόνες, τις ιδέες, τις αλληγορίες και τις μεταφορές στον μυθοπλαστικό ποιητικό και πεζό λόγο της.
Στην παρούσα ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Αρχαίος πίθηκος» και το έργο του Σεζάν «Η Λήδα και ο κύκνος» στο εξώφυλλο, μας παραπέμπει στην αρχέγονη ύπαρξη μας, αποκύημα του έρωτα και της σποράς. Με μια μονοκοντυλιά ζωγραφίζει τον αέναο κύκλο του χρόνου και την εξελικτική πορεία της ζωής και του θανάτου. Από την χοάνη του σκότους, ο σπόρος- ο μονοκύτταρος οργανισμό σπόγγος- οι ανθρωπίδες, ο άνθρωπος, το νερό και οι παγετώνες, η φωτιά, το φως και η σκιά του, το βράδυ και η αυγή. «Κάθε μικρή νεροκολοκύθα μάς περιέχει», λέει η ποιήτρια ενώ την ίδια στιγμή ρωτάει εναγωνίως «Από τι υλικό είμαστε πλασμένοι; Τόσο εύκολα θρυμματιζόμαστε, σκόνη στο πουθενά».
Αυτή τη σκόνη θαρρείς μαζεύει η ποιήτρια και με τον ποιητικό λόγο, την φαντασία, την δημιουργική δύναμη και θέληση για αλλαγή, συνθέτει εκ νέου τις μορφές στο κενό των απωλειών, σ΄ ένα φιλοσοφικό πλαίσιο όπου οι επαναλήψεις στην μοίρα των ανθρώπων δεν πνίγουν τις δημιουργικές δυνάμεις αλλά τις αφήνουν να κινηθούν ελεύθερα σ΄ ένα νεόπλαστο μετουσιωμένο κόσμο.
Από την προμετωπίδα με τον διάλογο του λαγού και της χελώνας από τα «Μαύρα παραμύθια», μια τελείως διαφορετική τοποθέτηση της αντίληψης του βιώσιμου χρόνου, στέλνει το μήνυμα ότι η σοφία δεν βρίσκεται πάντοτε στην Δαρβινική εξελικτική κίνηση προς τα εμπρός αλλά στην επιστροφή της αρχαίας ακινησίας , εκεί όπου κλίνει και ανοίγει ο κύκλος της αιωνιότητας.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη ξέρει πολύ καλά το κυκλικό ταξίδι του χρόνου, όπου έχει εντρυφήσει, σαν καλός δέκτης και πομπός ερεθισμάτων, με όλες τις αισθήσεις της αναζητώντας απαντήσεις στις υπαρξιακές αναζητήσεις. Στη θεογονία του Ησιόδου παραπέμπει με το πρώτο της ποίημα «Αρχαίο φεγγάρι» (σελ.11) αναφερόμενη αλληγορικά στις πρώτες σχέσεις γονιμότητας, του πατέρα Ουρανού, της αρχαίας Γαίας, της σελήνης, της νύχτας, της ερωτικής σμίξης όλων των θεοτήτων.
Γράφει: «Κυκλώπειο μάτι αδιάκριτο /κολλημένο στη κλειδαρότρυπα του αιώνιου /Ένας χοντρός Βούδας / φελλός στη τρύπα του ουρανού. /Έμοιαζε άλλωστε τόσο του πατέρα.»
Για ποιον πατέρα μας μιλάει η ποιήτρια; Για τον διαχρονικό Θεό, το θρησκευτικό του πρόσωπο, την αρσενική δύναμη ή τον γήινο μυθολογικό πατέρα γεννήτορα του γενεαλογικού ανθρώπινου δένδρου; Για τον χαμένο τάφο του πατέρα, για εκείνον που δεν τον συνάντησε ποτέ αφού είχε κάνει λάθος στον τόπο και στον χρόνο αιώνες τώρα ή για εκείνον που την πρόδωσε και δεν τον συγχώρεσε ποτέ;
Θέτει ερωτήματα στοχασμού και αναστοχασμού η ποιήτρια, τί έχει αλλάξει στο δίπολο ζωής και θανάτου στον ανελέητο χρόνο, από την εποχή των σπηλαίων έως σήμερα; Μήπως ο Αρχαίος πίθηκος- άνθρωπος φοράει ως ένδυμα την αλαζονεία της παντοδυναμίας του αγνοώντας τη δύναμη του «μαύρου ρόδου», μήπως ξεχνάει ότι η ύπαρξη του θανάτου αρχίζει την ίδια στιγμή με την θεϊκή εντολή «γενηθήτω φως;». Αθάνατες οι τρεις γερόντισσες –μοίρες με το ψαλίδι τους την τάξη του κόσμου φροντίζουν, με γέννα και θάνατο, σε φως και σκοτάδι.
Περιδιαβαίνει η Χλόη Κουτσουμπέλη στα αρχέγονα σπήλαια και στα πρώτα αποτυπώματα στους βράχους θεών και ανθρώπων, κρατώντας την ανάσα της με τόλμη στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου, στην πρωτογενή αίσθηση του κόσμου με τους ήρωες και τους θεούς τους. Από τον θεό Θορ και τα πρώτα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, την ηθική και το δίκαιο έως την θεοποίηση μέσω της τεχνιτής νοημοσύνης του Νου, γράφονται οι κανόνες του παιχνιδιού της ζωής και του θανάτου. Τόσο όμοια και τόσο ξένη η αποτύπωσή της μνήμης, της οικειότητας και της απόστασης από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Γράφει στη σελ.14
[… Όμως τη μέρα που θα σε βρω ξανά / απ΄ τα νερά της αρχαίας μνήμης / τούτη η στιγμή θ΄ αναδυθεί/ που εγώ, ο Θορ με την προβιά στους ώμους, ζωγραφίζω το δικό μου χέρι στη σπηλιά./ Και θα το αναγνωρίσεις./ Όταν μετά από αιώνες / έξω απ΄ την βιβλιοθήκη / ένας ξένος / που θα μοιάζει απίστευτα οικείος/ αναπάντεχα σου ανακατέψει / τα μαλλιά.]
Κεντρικός άξονας στις ιδέες, στις σκέψεις, στα προσωπικά βιώματα της Χλόης Κουτσουμπέλη, ως ποιητικό υποκείμενο ή ως αντικείμενο στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι η απώλεια και ο αποχωρισμός, έτσι όπως εμφανίζεται από τις πρώτες στιγμές ως τραύμα της γέννησης, ο ερχομός στον ανοίκειο κόσμο σε σχέση με την παραδείσια κατάσταση της μήτρας. Τα πάντα καταπίνει η παχύσαρκη κοιλιά του Σύμπαντος, το μόνο σταθερό είναι η απώλεια. Την προσωποποιεί με αχόρταγο τέρας που τρέφεται και υπάρχει από την καταναγκαστική επανάληψη των πραγμάτων και του χρόνου γιατί αυτό εξασφαλίζει μία τάξη, την τάξη του νόμου.
«Η απώλεια πλεξούδα είναι στα κύτταρα./Αυτό όμως που λείπει περισσότερο / δεν είναι ο χαμένος κρίκος, / αλλά αυτός που ποτέ μας δεν θα βρούμε», γράφει στη σελ,15.
Ποιός είναι αυτός ο κρίκος που ποτέ μας δεν θα βρούμε, μήπως πλανάται ελεύθερα αυτός ο άγνωστος και είναι μέρος της ύπαρξης μας; Αυτός ο χρόνος που το πρόσωπο του είναι ίσως το δικό μας πρόσωπο, όπως σερβίρεται στο τσάι της ιστορίας ως Ιγκόρ, Ρομανώφ, Αχμέτ, Άλισον; Ως επαναλαμβανόμενος αρχαίος πίθηκος που συντηρεί την αρμονία του κόσμου με την συνεχή ομοιόμορφη ρουτίνα που μοιάζει με θάνατο; Ή ως ποιητής, όταν την νύχτα ξεπροβάλλουν όλοι οι εφιάλτες του ανήκουστου και άφατου λόγου, όταν δεν γονιμοποιείται το ωάριο γιατί ο σπόρος έχει χαθεί μαζί με την έμπνευση και τον έρωτα; Το ευσυνείδητο ποίημα γραμμένο σε πλήρη αρμονία με τα πολλά επίπεδα ανάλυσης είναι το πετυχημένο ή ακριβώς τότε είναι οι φορές που νυχτώνει στα ποιήματα αφού δεν μπορούν ελεύθερα να μιλήσουν; Γράφει η χλόη στο «Το αποτυχημένο ποίημα», σελ.41.
[…«Κι όμως ,αυτό το ποίημα έχει ήδη αποτύχει./ Ποτέ δεν θα μπορέσει να μιλήσει/ Ποτέ να σε ονομάσει / Ποτέ να σε καλέσει/ Καταδικασμένο στην αιώνια σιωπή,/δεν θα γίνει ποτέ αυτό που προοριζότανε. /Ποίημα ερωτικό.»
Συμπύκνωση, αφαίρεση, συμβολισμός, αλληγορία, υπερρεαλιστική διεισδυτική διαμαντένια χάραξη στους καθρέφτες αλλά και διακριτική λεπτή ματιά μέσα από την τρύπα του ουρανού στα δρώμενα του «Αρχαίου πιθήκου», χαρακτηρίζουν την μεστή ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη.
Η ποιήτρια παρατηρεί και καταγράφει από ψηλά στο φως της ημέρας, σαν διαχρονικό Drone, με αγωνία την εξέλιξη της συμπεριφοράς του ανθρώπου σαν άτομο και σαν κοινωνικό σύνολο, ενώ τη νύχτα ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα του Ιακώβ παλεύοντας με τον άγγελο της ποίησης καθώς ακούει την εσωτερική φωνή της να λέει: « Βρες κάποιο στίχο, μία συλλαβή. /Κουλουριάσου ανάμεσα στα όμικρον./ Κάνε υπομονή./ Ποίηση είναι./ Θα περάσει.»
Τα στοιχεία της θεματικής-πραγματικά ή μυθολογικά-στη συλλογή είναι διαρθρωμένα σε διακριτές βασικές ενότητες που αφορούν τις ανθρώπινες συνθήκες, τις οποίες η ποιήτρια προσεγγίζει με φιλοσοφική διάσταση για την κατανόηση του Είναι στον Χρόνο. Την συνθήκη που υπαγορεύει το Είναι να υπάρχει σε σχέση με ένα άλλο Είναι, την συν-ύπαρξη στις ανθρώπινες σχέσεις που ακυρώνει τον φόβο της μοναξιάς και της ανυπαρξίας.
Βασικός άξονας στην πρώτη ενότητα είναι η υπαρξιακή και κοινωνική αγωνία της επανάληψης, της θανάσιμης ακινησίας, τα είδωλα στην ακύμαντη αιώνια λίμνη, ο βαλσαμωμένος κούκος με τους ακίνητους δείχτες του ρολογιού, η αναμονή του Γκοντό ή Γκοντ, η καταβρόχθιση από το τεράστιο στόμα του «μαύρου καβαλάρη». Απώλεια και πένθος.
Στην δεύτερη ενότητα, με στοιχεία μυθοπλασίας και διακειμενικότητας, προσεγγίζει τις σχέσεις οικειότητας που αφορούν τα διαχρονικά ζεύγη Γονιός –παιδί, Άνδρας –γυναίκα, σχέσεις στο σύστημα οικογένεια με όλα τα συνακόλουθα τραύματα.
Στο ζευγάρι Αγαύη και Πενθέας, μητέρα και παιδί, καταγράφει την άρνηση του αποχωρισμού από αυτό που αγαπάει και με το κτητικό εγώ το κάνει δικό της καταβροχθίζοντάς το, ενώ το παιδί απολαμβάνει την πλήρη ταύτιση θυσιάζοντας την ταυτότητα του. «Λεπτή και κρυφή είναι η κτητικότητα με το πρόσχημα της πνευματικής ενσωμάτωσης και της έγνοιας της αγάπης που μετά βίας επιτρέπει στον άλλον να είναι ο εαυτός του», λέει η ψυχαναλύτρια Μάριον Μίλνερ, 1.
Το ίδιο αδηφάγος μπορεί να είναι και ο έρωτας όπως εμφανίζεται στο ζευγάρι Ιουλιέτα και Ρωμαίος εξιδανικευμένος μέσα από το πάθος της ενσωμάτωσης και το διαμελισμό του άλλου για μια μοναδική αιώνια συνύπαρξη. «Γίναμε σύμβολο αιώνιων εραστών», (σελ.24-25.)
Και στο κουκλόσπιτο καταγράφει την ωραιοποιημένη οικογενειακή κατάσταση, με τον άνδρα να φυλακίζει σε μία καταναγκαστική επανάληψη την αγαπημένη γυναίκα του, όπως έλεγε, σ΄ έναν ανώριμο και βολεμένο ρόλο χάνοντας την ταυτότητα και την συνειδησιακή ωριμότητα της. Εύα, Άννα, Νόρα, θύματα της ανδρικής κυριαρχίας με μόνη την Αντιγόνη να ξεφεύγει θυσιάζοντας την ζωή της.
Πονάει η ποιήτρια, υποφέρει, στριφογυρίζει στα κρύα σεντόνια, ψάχνει στις κρύες ταφόπλακες αυτόν που δεν τον είχε ποτέ, πατέρα, άνδρα, αδελφό, γιο, γιατί δεν μπορεί να σχετιστεί κάποιος με μια απουσία, με κάποιον που δεν έχει πρόσωπο. Με υπερρεαλιστικές εικόνες μας κάνει κοινωνούς αυτού του δράματος για να το αντέξουμε, να ενώσουμε σιωπηρά και εμείς την δική μας κραυγή, ως αναγνώστες, καταγράφοντας την απόγνωση της ακύρωσης και της αποπραγμάτωσης του εαυτού μας.
Στην ενότητα που αναφέρεται στις οικογενειακές σχέσεις και τα τραύματα, τόσο οικεία σε όλους και καλυμμένα με το πέπλο της ψεύτικης αγίας οικογένειας, ξεκάθαρη η φωνή της ποιήτριας επαναλαμβάνεται με όλο τον καταγραμμένο πόνο της ματαίωσης του ονείρου και των προσδοκιών, της ψευδαίσθησης για ευτυχία και χαρά ζωής.
Τρεις οικογενειακές ιστορίες τρόμου περιγράφονται, έτσι όπως βιώνονται στο πεινασμένο σπίτι. Η μητέρα, ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά, Εγώ η γυναίκα, όλοι στην ίδια κοίτη με στόματα ανοιχτά, με άδειες καρέκλες, καθρέφτες χωρίς είδωλα, πρόσωπα χαμένα στην ανυπαρξία, την μοναξιά, το φόβο του θανάτου.
Στην τελευταία ενότητα καλεσμένοι στο ανατομικό τραπέζι οι άνθρωποι και τα διάφορα είδη τους, ανάλογα με την συμπεριφορά και το ζευγάρωμα τους, έτσι όπως υπάρχουν οι συνομοταξίες των άλλων έμβιων όντων. Άνθρωποι ερωτικοί, μοναχικοί, ευαίσθητοι, παράλογοι, αληθινοί, ψεύτικοι, περίτεχνα πάτσγουορκ που σαγηνεύουν, ποιητές. Τέλος αυτούς που με όποιο πόνο ή τραύμα τους χαρακτηρίζει η τάση για κίνηση, αλλαγή, η αποδοχή. Η φυγή από την στασιμότητα και την καθήλωση μιας καταναγκαστικής επανάληψης και η πορεία σε νέους δρόμους με την αποδοχή.
Γράφει στο ποίημα «Αποδοχή».
«Ίσως κάποτε αποδεχθείς / ότι έχεις καταπιεί τον πατέρα σου / που είχε καταπιεί τη μητέρα σου/ που είχε καταπιεί ένα βόα / και που η κοιλιά της φουσκώνει συνέχεια/,όμως ποτέ δεν θα γεννήσει ξανά / τον χαμένο αδελφό μου./…..Ίσως τέλος , κάποτε αποδεχτείς/ ότι κάθε πιρόγα έχει θέση για έναν μόνο επιβάτη/ και όταν πλεύσεις στο απέραντο ποτάμι/ το δικό κέρμα/ αυτό που πάντα θα σε καίει τη χούφτα/ θα είναι από μολύβι./
Η χαρισματική ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη σ΄ αυτή την συγκλονιστική συλλογή λέει τα πράγματα με το όνομα τους και δεν χαρίζεται σε τίποτε και σε κανέναν. Πλέκει με λέξεις ένα παγκόσμιο καμβά, μοτίβα οι αλήθειες, προσωπικές και συλλογικές. Δανείζεται από τον πανάρχαιο κόσμο την μυθοπλασία και την αλληγορική αφήγηση, ταυτίζεται με τον αρχαίο πίθηκο, την γέννηση και την φθορά, το πάθος για ζωή και τον φόβο του θανάτου. Κατακερματίζεται και τις νύχτες που ξαγρυπνάει ο ποιητής τον ξαναδημιουργεί σε νέα μορφή και πραγματικότητα.
Η ποιήτρια εφιστά την προσοχή στον τρόπο της αμφισβήτησης των πραγμάτων έχοντας υπ΄ όψιν τρία αμείλικτα πουλιά ικανά να κατασπαράξουν την ανθρώπινη ύπαρξη: Είναι η ηλικία και η φθορά της, η τυφλή απόσταση εμπόδιο της εγγύτητας και η ψευδαίσθηση που ακούει στο όνομα Ιζαμπέλα, που «αν λίγο έστω αφεθείς , αν λίγο ελπίσεις, η Ιζαμπέλα, όργανο φονικό, θα κατασπαράξει την έρημη καρδιά σου».
Ελπίδα το « Αρχαίο τραγούδι» που σκαλίζεται από μια γυναίκα στην Αίγυπτο, από μια ποιήτρια στη Λέσβο, από το διαβήτη του Γαλιλαίου, από το κορακίσιο φτερό του ποιητή, από τον ζωγράφο που κατακερματίζει το κόσμο και τον δημιουργεί απ΄αρχής, τον μουσικό, την Ελένη που πληκτρολογεί μήνυμα στο κινητό και σε αναζητάει « Που είσαι;».