Η Ειρήνη Ιωαννίδου μετά την πρώτη ποιητική της συλλογή «Σώμα Δρομολόγιο», (2016), συνεχίζει με κρυπτική γραφή να προσεγγίζει τις αισθήσεις του σώματος (αισθητό και ψυχικό κάλλος), τις αποθεώνει με ελεγειακό και δοξαστικό στίχο, δρομολογεί διαχρονικά τις ποικίλες καταγραφές του στη νέα συλλογή ποιημάτων της «τα ρόδα κόβονται στα 2/3»,εκδ. Σαιξπηρικόν, 2023.
Αφαιρετική και λιγόλογη η εικόνα του εξωφύλλου, υπαινικτικός και συμβολικός ο τίτλος της συλλογής αναφερόμενος στο τρόπο κλαδέματος των ρόδων.
Η ποιητική της γραφή, με την μορφή πεζό-ποιήματος, επιτρέπει την απόκρυψη του πρωταρχικού νοήματος και σκοπού. Οι λεκτικές εικόνες κυριαρχούν και με συνθετική τεχνική κωδικοποιούν και καθιστούν αδιαχώρητα το σημαίνον από το σημαινόμενο, τον πραγματικό από τον συμβολικό φαντασιακό χώρο.
Σε χρόνο κυκλικό κινείται από την ηδονή έως τον θάνατο, από την πραγμάτωση της επιθυμίας έως την ματαίωση, από την ανύψωση έως την πτώση, από την στασιμότητα έως την περιπλάνηση.
Η Ειρήνη Ιωαννίδου αξιοποιεί όλες τις στιγμές του χρόνου. Δεν τον αφήνει να περάσει χωρίς να εισχωρήσει στο σώμα του, με νοσταλγία, πόνο, πάθος, αγάπη, έρωτα, επιθυμίες και προσδοκίες. Με λιτό και πυκνό ποιητικό λόγο, με μεταφορές και αλληγορίες ξεδιπλώνει τις μνήμες, σαν μπουγάδα τις απλώνει σε ταράτσες και λουλούδια σε θερμοκήπια μπαλκόνια. Με ψαλίδι κόβει σύννεφα, ζωγραφίζει στην ανάρια λευκότητα τους αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ παρά μόνο χαράχτηκαν λαβωματιές στους τοίχους, όμοιες με ζωγραφική των βράχων στο σπήλαιο της Αλταμίρας.
Σε όλη τη συλλογή η ποιήτρια ανασκαλεύει τα στάδια της πορείας του βιωμένου χρόνου, (ατομικού και συλλογικού), τις αντιθέσεις και τις ομοιότητες, τις συνηχήσεις και αντηχήσεις με συνδετικό κρίκο τις ενορμήσεις της ζωής και του θανάτου.
Ο άνθρωπος είναι μία μικρογραφία της φύσης του Κόσμου που τον περιβάλλει. Ευφάνταστος ο τρόπος χρήσης της γλώσσας και η ανιμιστική χροιά με τον οποίο η ποιήτρια συνδιαλέγεται και προσομοιάζει τις ψυχοβιολογικές ανθρώπινες ανάγκες και πάθη με την κοσμική φύση, έτσι όπως εμφανίζεται στο μυθολογικό κόσμο θεών και ανθρώπων.
Η Ειρήνη Ιωαννίδου από την προμετωπίδα ορίζει τα χνάρια του δρόμου που θα ακολουθήσει ο ποιητικός λόγος με τον συμβολισμό, την μεταφορά, την αλληγορία, τον μαγικό ρεαλισμό χωρίς να χαρίζεται στις επώδυνες αλήθειες ή να τις ωραιοποιεί.
Μας γνωρίζει την Αγγελική, σύμβολο της διαχρονικής αγγελικής φύσης του ανθρώπου στην εξελικτική πορεία της, είτε είναι η αγγελικούλα της γλάστρας, είτε είναι η δική της/μας ελεύθερη αγγελική που απελευθερώνεται και πετάει μεταμορφωμένη σαν ελεύθερη πεταλούδα. Σπόρος τρελός ο λόγος του ποιητή, εύγλωττο το σώμα ρωτάει: « Πως να στεριώσει ο ουρανός μόνο με υποσχέσεις, μ΄ένα καϊκι σάπιο απέναντι πως να βγώ;».
Σαπίζει το πεπερασμένο στο φως του πρωινού, το σκοτάδι συρρικνέται, το κουλουριασμένο λάστιχο (φίδι) αφυπνίζεται, διαρρηγνύεται η πρώτη σχέση, ο απογαλακτισμός βροχή που ποτίζει με θλίψη το άδειο κουκούλι.
Η μετάθεση και ο συμβολισμός βοηθούν την ποιήτρια να αγγίξει τα συναισθήματα της απώλειας που την κατακλύζουν στην πορεία του χρόνου. Της επιτρέπουν να τα επικοινωνήσει διακριτικά με στίχους στον αναγνώστη, σαν αυτά να συμβαίνουν σε άλλο οντολογικό χώρο, όπου όλα συμβαίνουν ( γέννηση και θάνατος) και έχουν θέση στη θεατρική σκηνή του γίγνεσθαι. Όλα τα στοιχεία της φύσης γίνονται μέσον συναισθηματικής έκφρασης με τον συμβολισμό τους. Η βροχή, οι εποχές του χρόνου, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φύλλα το νερό, ο αέρας, όλα έχουν ζωή στο φαντασιακό χώρο και αλληλεπιδρούν με τον υπαρκτό κόσμο της ποιήτριας.
Το ποιητικό υποκείμενο πασχίζει να είναι παρόν σε όλους τους αλλεπάλληλους υπαινιγμούς και αναταράξεις του ανατρεπτικού βιωμένου λόγου.
Αναγνωρίζεται στη συλλογή της ποιήτριας το κοινό θέμα που αφορά στο μυστήριο της φύσης, το συσχετισμό του σώματος και της ψυχής, της φαντασίας και του Νου, τις δυνάμεις του Εγώ που επιτρέπουν τη μυστική ένωση με το μυστήριο της φύσης του Κόσμου.
Τα θέματα που την απασχολούν είναι τα εξελικτικά στάδια του χρόνου, οι παράλληλες αλλαγές που επέρχονται στις διυποκειμενικές σχέσεις, οι αναβαθμοί του έρωτα και οι μεταμορφώσεις του, έτσι όπως εμφανίζονται στη συλλογή με ηρωίδα τη γυναίκα, την ομορφιά και την απώλεια στη φθορά του χρόνου, το ρόλο της ως μητέρα, ερωμένη, σύντροφος, ποιήτρια ενός μετουσιωμένου κόσμου.
Γράφει στο ποίημα « Τα όμορφα κορίτσια »,σελ 9.
«Τα κορίτσια δεν λένε ποτέ την αλήθεια, κυρίως τα όμορφα.[…] Μετά από χρόνια με κομμένα τα μαλλιά, για να λυθούν τα μάγια, πηδάνε κάτι φωτιές μεσοκαλόκαιρο […] Κάποιοι τις λένε μέδουσες/ κάποιοι τις λένε γοργόνες/ όμως εκείνες π΄αγαπούν/ δεν ξέρουν πως τις λένε/.
Τα όμορφα κορίτσια δεν έχουν στόμα, όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνήεντα και κάτι χέρια, κάτι χέρια».
Με ή χωρίς ιστορία όνομα και ταυτότητα, χωρίς αρθρωμένο λόγο, μόνο με αυτά τα εναπομείναντα χέρια η τραυματισμένη γυναίκα πασχίζει να σώσει την γυναικεία φύση της, αναγνωρίζει την δημιουργική της δύναμη όταν λογχίζει το πλευρό του ποιητή, θλίβεται για την απώλεια και την έλλειψη χώρου και χρόνου, απαραίτητοι παράγοντες για να αναπτυχθεί από την εφηβεία ως την μεσότητα της ωριμότητας και το κλείσιμο του κύκλου της ύπαρξης της.
Γράφει στο ποίημα «τα σπαράγγια», σελ.10.
« Ήταν ένα μπαλκόνι στο στενό της Αριστομένους-σκέτο θερμοκήπιο, σ΄έπνιγε. […] Το μπαλκόνι μαραινόταν ιπτάμενο, το καημένο».
Κραυγάζει το σώμα της στερημένης γυναίκας, καθηλωμένο σαν κούκλα στην πρώιμη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα, αβίωτο από ανθρώπινη σχέση, άρωμα αγάπης και έρωτα. Σπαραχτική η κραυγή της σαν έπιαναν τα κρύα και μύριζαν υγρασία τα προικιά της.
Γράφει στο ποίημα « άνθρωπο να μυρίσει» σελ.11.
« Το στήθος δεν έλεγε να μεγαλώσει, χλωρό σαν στάχυ νήστευε το κορμί.[…] άγλυκος ο καρπός της –τον είχε πνίξει η αρμύρα.[…] Το χώμα με μανία έσκαβε, άνθρωπο να μυρίσει».
Η σημασία του χρόνου διατρέχει με γλαφυρές προσομοιώσεις όλες τις εμπνευσμένες ιδέες, σκέψεις και στοχασμούς της ποιήτριας. Ονοματίζει και υπογραμμίζει την ξεχωριστή σημαντικότητα των ωρών, με ιδιαίτερη προσοχή και νόημα για το ρόλο που παίζουν στο συναισθηματικό κόσμο του ερωτευμένου με τη ζωή, μούσες που η ύπαρξη του ποιητή είναι ο αυτοσκοπός τους.
Λέξεις όπως, κάθε πρωί, τα μεσημέρια, το φως του πρωινού, τα χαράματα χωρίς ανάσα, αποβραδίς, την ώρα που νυχτώνει, το σούρουπο, βάζεις τον σύρτη τις νύχτες που φυσάει, ζυγώνει το απόβραδο, λάμπει η σελήνη στο μαχαίρι και πληθώρα συναισθηματικών στιγμών που ξεδιπλώνουν το χρόνο σε γραμμική διάταξη και συνέχειες χωρίς αναπαμό.
« Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πως τόσο φως μαζεύτηκε σε μία σφαίρα γυάλινη και γύρω όλο χιονίζει»(σελ..41) Και «είναι κάτι έρωτες αγέρωχοι μέσα στην παρακμή των ποιητών, μόλις φτάσει η καύτρα τους στα χείλη, τους ξορκίζεις»,(σελ,25)
Η ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ιωαννίδου είναι μυστικιστικός ύμνος στη ζωή, στον έρωτα και στους αναβαθμούς, την αγάπη, το πνεύμα, την θεότητα.
Πρώτα το σώμα, η ομορφιά του, η ερωτική-σεξουαλική έλξη ορμώμενη από τον ενστικτώδη εγκέφαλο της επιβίωσης. Την επιθυμία να αφεθεί κανείς στην ηδονή του σώματος με όλα τα ρίσκα που συνεπάγεται η απώλεια των ορίων και του ελέγχου.
Γράφει στο ποίημα « Ερωτευμένοι», σελ,18.
« Συχνά σ΄ένα σχοινί ακροβατούν, με γόνατα δεμένα. Τα μάτια τους κρατάνε σφαλιστά, μην τύχει και πειρατικό ακροβολίσει μέσα τους. Κάποτε πέφτουν στο κενό. Σαν τους δρυοκολάπτες σκαλίζουν με το ράμφος τις πληγές, βαθιά ως το σκουλήκι. Το πάθος τους μετά χαρτογραφούν, πάνω στο ξύλο, με μαχαίρι. Ορθώνουν το ανάστημα λευκή σημαία».
Μία ανακωχή στους μονομάχους του έρωτα, πριν χαθούν. Να σωθούν περιμένοντας να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο καθρέφτισμα με τον « σημαντικό άλλον» και την έμφυτη διυποκειμενικότητα. «Εγκρατή και στο φως και στο θαύμα», μας λέει η ποιήτρια και συμπληρώνει με την αναγνώριση της αλήθειας λέγοντας, «Αδύναμοι» σου απαντώ. « Άνθρωπο όμορφοι» επιμένεις.
Κερδίζει η επιμονή και αναβαθμίζει τον έρωτα σε αγάπη.
Γράφει στο ποίημα «Προκρούστεια κλίνη» σελ.19.
«Κοίτα τα χρόνια πως πληθαίνουν» σου λέω παρηγορητικά, «τα μονοπάτια που δεν περπάτησες και συσσωρεύτηκαν εκεί». Συχνά είναι τα βλέμματα που παίζουνε κρυφτό, συχνά, χρειάζεσαι τα δάχτυλα μόνο και μόνο για να ψηλαφήσεις τη συνήθεια. Με σύμφωνα συριστικά η σιωπή επικαλείται την αγάπη.
Και στο ποίημα « υπάρχει ένας ήλιος», σελ 16.
« Πρέπει να ρίξω προσανάμματα» λες κι αποσύρεσαι. Έναν αθώο πάντα εξορίζεις- θα ξεδιψάσει, σκέφτεσαι με τη βροχή. Μόλις τον δεις απ΄τα νερά να ανατέλλει, στον τελευταίο στίχο αγάπη επικαλείσαι».
Κι ύστερα η συνάντηση της ατομικότητας με την ετερότητα σε μια συνύπαρξη του Εγώ και του Εσύ, σ΄ ένα υπαρξιακό επίπεδο του «συν-Είναι» πέρα από τις ενορμήσεις της απόλαυσης και της ηδονής, το φόβο της απώλειας και της μοναξιάς. Στο τέταρτο αυτό στάδιο του έρωτα, μέσα από την εξέλιξη και τις δοκιμασίες αναδύεται σχέση πνευματικότητας, μία συνάντηση του φυσικού και του υπερφυσικού κόσμου.
Διαβάζουμε στο ποίημα« Από τη μνήμη ολοφύρομαι», σελ.38.
« Από τη μνήμη ολοφύρομαι, που επί πίνακι ζητάει την οφειλή. Γι΄ αυτό το φως που θρυμματίζεται ανάμεσα στα δάχτυλα, γι΄ αυτή την εκδορά στο γόνατο που΄χει το σάλιο σου. Όσο περνούν τα χρόνια στρογγυλεύουν οι αιχμές, νηστεύει ο πόνος. Μεγαλύνεται η χάρις. Όπως ο σπόρος που φυτρώνει στο τσιμέντο και με χορταίνει , με χορταίνει».
« Η νύχτα δεν λέει πια παραμύθια . […] Ξυπνάς με ασήμι στα μαλλιά. Ζητάει χώμα η μοναξιά, με κουταλάκι του γλυκού σκάβεις τον τοίχο.[…] φλεγόμενο δάσος το δωμάτιο με τα ρεσό. Και που θα πας ελάφι; Σου χαμογελώ και τραβάω τη σκανδάλη».
Τα παραμύθια τελειώνουν. Ωστόσο η Ειρήνη Ιωαννίδου μας επιφυλάσσει ένα ποιητικό δημιουργικό τρόπο της αντιμετώπισης της φθοράς στο χρόνο και της φθίνουσας ευδαιμονίας στη ζωή. Προσομοιάζοντας τον έρωτα και την αγάπη με τα ρόδα, προτείνει τρόπους καλλιέργειας και διάσωσης τους.
Στο ποίημα «τα ρόδα κόβονται στα 2/3» ακούμε τη φωνή της , υποβολέας που μας θυμίζει αυτό που ξέρουμε και ξεχάσαμε, σαν ένας καθρέφτης που ξαφνικά απαντάει στην υπαρξιακή αναζήτηση της ταυτότητας μας.
« Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 για να ανθοφορήσουν, ούτε πιο χαμηλά ούτε πιο ψηλά. Τα αραιώνεις για να αναπνέουν τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας, να γλείφει τον βλαστό μετά την παγωνιά. Μήνα Φλεβάρη να το κάνεις , να΄ρθει η άνοιξη , να σε φιλέψει χρώμα κι άρωμα».
. Ώριμος ο αφηγηματικός ποιητικός της λόγος, σε ελεύθερο μέτρο και εσωτερικό ρυθμό συγκινεί τον αναγνώστη που πορεύεται μαζί της σε όλες τις διαδρομές της έμπνευσης και της αναζήτησης του εαυτού στο χρόνο.
Κλείνει την συλλογή της με το ποίημα «Γύρω όλη του κόσμου η σοδειά να καίγεται» όπου συνομιλεί με τον ποιητικό της πυρήνα, η ψυχή της κινεί τον τροχό της έμπνευσης,. Κρατιέται από το μεσοφόρι της, βλέπει τις πλεξούδες της, κρατάει ένα ρόδι και μαζί της ο αναγνώστης, της θυμίζει τους στίχους που αναφώνησε στον εαυτό του ο Ουώλντ Ουίτμαν:.
« Είμαι ο ποιητής του σώματος και ο ποιητής της ψυχής μου».
Αριστούλα Δάλλη 20/10/2023