You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Κούλα Αδαλόγλου, « Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος», εκδόσεις Μελάνι, 2022.

Αριστούλα Δάλλη: Κούλα Αδαλόγλου, « Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος», εκδόσεις Μελάνι, 2022.

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, αναγνωρίσιμη αξία η γραφή της , διεγείρει θετικά τις αισθήσεις με το καλαίσθητο εξώφυλλο και τον εικαστικό συμβολισμό, που θυμίζει  τη σχέση των δύο γραμμών που σχηματίζουν το άπειρο. Ένας δρόμος όπου  αρχή και το τέλος είναι το σημείο συνάντησης  τους.

« Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος» μας λέει η ποιήτρια και μας προετοιμάζει για μία αναρρίχηση στο χρόνο με μνήμες που έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο σώμα του αλπινιστή, στη προσπάθεια του να κρατηθεί από τα κοφτερά βράχια της «Αμφίθυμης πολυσημίας της Ιθάκης» .

Η ποιήτρια δεν χαρίζεται, δεν ωραιοποιεί νοητικά με λέξεις την πραγματικότητα, δεν αποφεύγει τις παραμορφώσεις και τη σήψη από τα χρόνια τραύματα, δεν κρύβει τις αλήθειες. Όμως, με τη γραφή ξυπνάει την εν-συναίσθηση του αναγνώστη που γίνεται συνοδοιπόρος στη πορεία της αναζήτησης της.

 

«Σε κάθε κύκλο κάθε σημείο είναι αρχή και τέλος», λέει ο Ηράκλειτος και η Κούλα Αδαλόγλου κινείται σένα κύκλο  ζωής  που όλα τα σημεία του πυροδοτούν αυτό το φιλοσοφικό μήνυμα. Ανοίγει την ποιητική συλλογή της- προμετωπίδα- με τον στίχο από την Οδύσσεια :

«Γι΄ αυτό πονώ το πιο πολύ, παρά για τον Δυσσέα, και τρέμω κι όλο νοιάζομαι μήπως κακό μου πάθει, στα πέλαγα που βρίσκεται, στις ξενιτιές που τρέχει»  (Οδύσσεια δ,στ. 830-832).

Η Συμπόνια, το νοιάξιμο, ο αδέσποτος φόβος του απρόσμενου κακού και άλλα ακαθόριστα συναισθήματα πόνου που φωλιάζουν στον παρόντα και παρελθόντα χρόνο της ποιήτριας, αναδύονται  με αλληγορική και συμβολική ένδυση, ως εικονικές μνήμες, και με οικειότητα πλέον τις ακολουθούμε σε όλη την πορεία του προσωπικού της αλλά και συλλογικού δρόμου.

 

Από το πρώτο ποίημα «Μία καθημερινότητα», ως το τελευταίο «Διαφυγή- μια απόπειρα», επιβεβαιώνει με τον ποιητικό της λόγο τις ρήσεις του Ηράκλειτου ό,τι,  το τέλος μιας διαδικασίας- πραγματικής και ψυχικής- είναι και η αρχή μιας νέας βαθύτερης Ωριμότητας.

Αν το τέλος είναι η αρχή, πως επιτυγχάνει αυτή την σύνδεση η ποιήτρια ; Πως μπορεί και αλλάζει πορεία, εκείνη την «σημαδιακή νύχτα», όταν όλα φαίνονται να σώζονται με απόγνωση μέσα στο βάθος του ωκεανού; Είναι ο φωτεινός διάδρομος του φεγγαριού που αλλάζει την πορεία προς μία επιστροφή, μία νέα αρχή;

 

Την απάντηση δίνει ο εσωτερικός διάλογος των δύο εγώ, του «Πρωτογενούς και του Κατασκευασμένου Εγώ», η τελεσίδικη πρωτοβουλία του πρώτου να σώσει το δεύτερο , φωτίζοντας με το εσωτερικό του φως το δρόμο της επιστροφής.

 

Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες, χωρίς να αποσιωπάται η βαθιά σύνδεση  (υποσεινήδητο και ασυνείδητο). Το συνειδητό με την βιωμένη γνώση κινείται εις βάθος, ανάμεσα στο υπόβαθρο των επιθυμιών και τις διαδρομές του ανικανοποίητου.  Φοβίζουν αυτές οι βυθίσεις  και η ποιήτρια κατορθώνει με το δικό της φως, την γαλάζια ματιά, τη χρήση της γραφής, εύστοχα, να μετουσιώνει την φθορά, τις πληγές σε ελεγείες, σε μεταμορφωμένο ύμνο της αποκτημένης ζωής.

Την Κούλα Αδαλόγλου την νοιάζουν και την διαπερνούν τα πάντα. Ο δικό της μικρόκοσμος συναντάει τον συλλογικό μακρόκοσμο. Είναι  ένα ζωντανό σφουγγάρι αλιευμένο από τον εσωτερικό της βουτηχτή, επεξεργασμένο με γνώσεις και ευαισθησία, και το υγραίνει με τα δικά της δάκρυα, μην και στεγνώσει σε άνυδρες καρδιές.  Μοιράζει από τη δική της πλημυρισμένη από πόνο δεξαμενή, γνώση σε όλους εκείνους που περπατούν στα απόκρημνα βράχια της καθημερινότητας αναζητώντας στις σχέσεις τα σημεία σύζευξης των αντιθέτων.  Ανακαλεί μνήμες, δανείζεται αρχετυπικά σύμβολα του αρχαίου μύθου, πλέκει κεντήματα φερβολιτέ δίνοντας μορφή με επαναληπτικούς κύκλους στη δική της εσωτερική ζωή.

Γράφει στο ποίημα, «Μία καθημερινότητα»,( σελ. 11-12).

« Η Πηνελόπη συνήθισε να κοιμάται πάλι μαζί του/κάποια βράδια όμως ο ύπνος ταραζόταν από φρικτούς εφιάλτες/  […] Η Πηνελόπη τότε έβγαζε το λευκό νυχτικό της /και τον σκέπαζε./ Το έσφιγγε εκείνος με μανία/

Στη δεύτερη στροφή (ΙΙ) λέει:

« Ο Οδυσσέας ένιωθε τρυφερά, […] /τότε την έπαιρνε αγκαλιά και σμίγανε/όμως αυτή είχε εμμονές/ το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη / να δει ποιανής μορφή έφερνε η όψη της/ […]

Γράφει στην Τρίτη(ΙΙΙ) στροφή

« Εκείνος καταλάγιασε/του άρεσε να περνά τα βράδια στο σπίτι..[…]σαν να΄ θελε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο» , και

«Εκείνη /τις μέρες τις περνούσε πιο ομαλά/ έβγαινε για καφέ με τις φίλες / ή  έπλεκε μπερεδάκια και τσάντες/[…] σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της/και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν.»

 

Στα επόμενα ποιήματα, ανοίγεται το μέγεθος της πληγωμένης μνήμης και σκιαγραφούνται αλληγορικά οι βιωμένες εμπειρίες όπως καταγράφηκαν και χάραξαν το δέρμα με τατουάζ , μεταλλάσσοντας την λευκότητα του σε μία γκρίζα μουντζούρα.

Τα ποιήματα «Σαν λαστιχένιο μπαλάκι», «Θέλουν προσοχή οι αναδρομές», «Σαν μία ψευδαίσθηση», «Είναι η καλύτερη στιγμή», ( σελ,13-16), συγκεντρώνουν την προσπάθεια μιας αναγνώρισης της απώλειας στη σχέση, παράλληλα την αναζήτηση της ελπίδας, να κρατηθεί η προσδοκία της σμίξης, και ας είναι αιωρούμενη και σκαρφαλωμένη στον απόκρημνο βράχο της τραυματικής μνήμης.

Γράφει στο ποίημα «Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια»,( σελ.17-18), ένα γλυκόπικρο βιογραφικό σε τρεις στροφές που ολοκληρώνει την αναγκαία αλλαγή για επιβίωση, έστω και με «κόκκινη φρέσκια πληγή  που αχνίζει» .

« Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια», […]

«Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα .[…] και

« Άρχισα να βγάζω στο δέρμα περίεργα κόκκινα τετράγωνα». […].

 

Σε αυτή την ενότητα, το ποιητικό υποκείμενο μιλάει στο μήνυμα του εγώ, τόσο  χαμηλόφωνα σαν να μην πρέπει να ακούσει κανείς  τις σκέψεις της. Κινείται « Εν πτήσει» και συνομιλεί με την ιδέα ενός τέλους, το φόβο του θανάτου, την κυρά –Φροσύνη, τις ζεστές ή παγωμένες λίμνες που πνίγουν γυναίκες ή πάπιες σε « μαργωμένη απόγνωση».

. Η ποιήτρια διαπραγματεύεται την απομάκρυνση του θανάτου με τις μοίρες Λάχεση και Ατροπό , την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο(σελ.19).

 

Στο ποίημα « Μια προσδοκώμενη απάντηση», η Κούλα Αδαλόγλου με  φιλτραρισμένα συμπεράσματα αναφωνεί :

« Όλοι είμαστε Οδυσσείς/όχι Κανένας ούτε Ούτις/ Οδυσσείς  με ταυτότητα / και δεν υπάρχει πια Ιθάκη../ (σελ. 20)..

«Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος». Θα κλίσει την ενότητα με τον αυτοσαρκασμό στην προσδοκία και την άποψη ότι, στο παρόν δεν υπάρχει νόστος, απλά πρέπει να κερδίσει χρόνο, να μείνει εδώ, να μην φύγει για πάντα, λέει με ειρωνεία  και επικαλύπτει την ματαίωση των προσδοκιών.

Εξορκίζει το φόβο και υπόσχεται επιστροφή «Θα ξαναγυρίζω/όταν η κλεψύδρα θα αφηγείται μια ιστορία μαύρη/». (σελ.21-22).

 

Στην δεύτερη ενότητα « Παλινδρομήσεις, τρόπο τινά», η σκηνή αλλάζει και διαφαίνονται οι ρόλοι που παίζονται σ΄ ένα βαθύτερο επίπεδο, όπου συν-διαλέγονται τα δύο Εγώ, παίζοντας το ένα το ρόλο του Εσύ. Έτσι οι  ερωτήσεις και οι απαντήσεις είναι αμφίδρομες, χωρίς να διαφαίνεται ποιο από τα δύο εγώ έχει το ρόλο του θύματος ή του σωτήρα. Κανένα από τα δύο δεν είναι, ούτε μόνο νικητής ούτε μόνο ηττημένος. Οι εναλλαγές παίρνουν μέρος όπως συμβαίνουν τα γεγονότα στη καθημερινότητα της ζωής.

Γράφει και ανοίγει την ενότητα με το ποίημα « Στο βάθος» (σελ 25)

«Νιώθει πως μπαίνει σε βαθιά σπηλιά θαλασσινή/η φωνή ηχεί σαν μέσα απ΄ το νερό/κάποτε ακούγεται ένα λυπημένο όμποε./ […] /κάποιοι της γνέφουν, μορφές ακαθόριστες/ οικείες ωστόσο και γαλήνιες/ …»

Ο ποιητικός λόγος της συγκινεί, δημιουργεί αναταραχές, αμφισβητήσεις, άλγος, αλλά συγχρόνως με σοφία κατασκευάζει ένα κόσμο, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Με το μαγικό ρεαλισμό  υποστηρίζει τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες, τις ανέκκλητες μοίρες,  μιας που ο κόσμος του είναι ένα υποκατάστατο του πραγματικού. Έτσι στα περισσότερα ποιήματα πρωταγωνιστές είναι αντικείμενα,( καθρέφτες, ντουλάπες, τσαγιέρες, παλιές φωτογραφίες),  φυτά, ( βιολέτες , λουλούδια, μυρωδιές από φρεσκοκομμένο γρασίδι,) ζωντανά ( τέττιγες, πασχαλίτσες, μέλισσες, πεταλούδες, αράχνες, μέρμηγγες, περιστέρια, πουλιά, όλα έχουν μη λογοκριμένο λόγο και συναντιούνται με τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Όλα συνομιλούν μαζί της, ως alter ego, και γεμίζουν το κενό που δημιούργησε το αθεράπευτο τραύμα της ματαίωσης και της προδοσίας.

Θα μπορούσε να προσεγγίσει ο αναγνώστης κάθε  ποίημα αναλυτικά, γιατί κάθε ένα , εκφράζει μία διαφορετική ψυχική οντότητα.

Η Κούλα Αδαλόγλου δεν γράφει μόνο λογοτεχνία, δεν μιμείται εντυπωσιακές λέξεις ή θέματα. Γράφει εκ των ένδον, στέκεται ανάμεσα στις « εξωτερικές και εσωτερικές Εβρίδες», το μέσα και το έξω του κόσμου της, τις αλληλεπιδράσεις, τις διαβρώσεις και τους περίεργους έως παράδοξους σχηματισμούς των βράχων, την άγρια αλλά πανέμορφη γνήσια ομορφιά του κόσμου.

Κλείνοντας, την ελαχίστη προσέγγιση της ποιητικής συλλογής, θα μείνω και θα υπενθυμίσω στα δύο τελευταία ποιήματα της, την ύπαρξη των δύο εαυτών, που αντιμάχονται αλλά και συμμαχούν, σώζοντας ο ένας τον άλλον. Η αρχή έχει τέλος και το τέλος είναι η αρχή στον κύκλο της ζωής, μας υπενθυμίζει τη ρήση του Ηράκλειτου η ποιήτρια.

 

Γράφει: ( σελ.-46), σαν τέλος και σαν αρχή.

« ΔΙΑΦΥΓΉ- ΜΙΑ ΑΠΌΠΕΙΡΑ»

Νύχτα σημαδιακή/Η άμμος υγρή/ έβγαλε τα παπούτσια και περπάτησε, αναρρίγησε/ Στην προκυμαία βρήκε μια βάρκα φιλόξενη/ μπήκε κι ανοίχτηκε , πέρα απ΄ το μάτι/

[…]

Ο δρόμος του φεγγαριού στάθηκε βολικός/ πάτησα πάνω του/ τη βρήκα/ γύρισα την πλώρη/κάθισα μέσα/ την οδήγησα στον γιαλό  τη συνόδεψα ως την είσοδο.

[…}

Επέζησε η αρμύρα στα μαλλιά και το σώμα της./ Με κράτησε σφιχτά στην παγωμένη χούφτα της και μου΄ πε/ δεν γυρεύω πλέον την φυγή/ είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος.

 

19/4/2023

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.