You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Παυλίνα Παμπούδη, «Άμμος και λίγα βότσαλα», εκδόσεις Ροές, 2024

Αριστούλα Δάλλη: Παυλίνα Παμπούδη, «Άμμος και λίγα βότσαλα», εκδόσεις Ροές, 2024

Η Παυλίνα Παμπούδη στην ποιητική της συλλογή «Σημειώσεις για το άγραφο» (2021), στο ποίημα «Γραμμένο 1», σελ.10-13, γράφει:

     «Ν΄ αρχίσω, είπα, έναν νέο κύκλο/ Έστω σπείρα έστω έλλειψη: ας διαλέξω/ τρεις ιστορίες να διαπλέξω / -μια από παραβολές, μια από ίσκιους, μια πιο δύσκολη //…….

// Όμως ο κόσμος μάλλον δεν χρειάζεται άλλο τέτοιο κύκλο/ έστω σπείρα, έστω έλλειψη/ μονάχα ίσως σημειώσεις».

 Σ΄ αυτές τις Σημειώσεις η ποιήτρια θέτει ερωτήματα, προκειμένου να κρατήσει την ιδιαιτερότητα της πολυδιάστατης σκέψης και γραφής της, πιστή στο μόττο μιας από τις πρώτες συλλογές της, την “Αυτός Εγώ” (1978) : «Υπονοώ περισσότερα απ΄ όσα / μπορώ να φανταστώ: Γράφω».

 Ρωτάει λοιπόν στην ίδια συλλογή, τις “Σημειώσεις” στο ποίημα “Γραμμένο 17”, σελ. 46  :

   «Τι είν΄ αυτό;/ Α, ένα ποίημα/ Το ένα και μοναδικό/ Αυτό που, διατρέχοντας εποχές παγετώνων, κατακλυσμών, σφαγών, λοιμών, λιμών, ερώτων, θαυμάτων, λήθης, εκτυλίσσεται αμερόληπτο/ βυθίζεται, υπερίπταται, χάνεται/ ξαναβρίσκεται, ρέει /   Γονιμοποιεί άμμο/ Αναδιφά αναδόχους προγόνους κι απογόνους» . 1.

Σε αυτή την αναζήτηση, όσο η φαντασία της υπονοεί και γράφει, συνεχίζει να προβληματίζεται, να ρωτάει, να διερευνά με λόγο που ρέει στην ποιητική συλλογή της «Νυχτολόγιο» (2023), στο τελευταίο ποίημα «Τα πλάσματα μου», σελ.82-83:

«Λοιπόν, πού πάνε άραγε τα πλάσματα μου/ Τα ατελή, τα πολυμορφικά, τα παντοδύναμα/ Όταν, αθόρυβα, αθέατο/  Άξαφνα βαθυσκάφος αναδύεται το σώμα/ απ΄τον ύπνο/ Και, παγοθραυστικό, το ψύχος των παράλληλων/ Των απαγορευμένων κόσμων εμβολίζει; // Πού πάνε πού; //  Ξέρω πού πάνε τα φαντάσματά μου:/Κρύβονται μέσα στις παλιές τις λέξεις, ξέρω-

 Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή «Άμμος και λίγα βότσαλα», εκδ. Ροές, 2024, η ποιήτρια με πολυπραγμοσύνη και πρισματική αντίληψη, καταθέτει προσωπικές και μεταφυσικές αναζητήσεις και συνεχίζει να θέτει πολυδιάστατα υπαρξιακά ερωτήματα, θέσεις, επιλογές και συμπεράσματα περιμένοντας τον αναγνώστη να πάρει μέρος σ΄ αυτή την συνομιλία-επικοινωνία, σαν να παίζεται ανάμεσα τους το παιχνίδι σωστό-λάθος και ποιος  άραγε πρόγονος ή απόγονος στην ιστορία του κόσμου θ΄ αναγνωριστεί νικητής ανάδοχος.

Το μυστηριακό συμβολικό εικαστικό εξώφυλλο θυμίζει βιολογικό κυτταρικό ιστό ή ίσως εγκεφαλικές συνάψεις με γάγγλια κοσμικά, γαλάζια αυγά που παραπέμπουν σε νέα γέννηση. Με τον τίτλο του βιβλίου «Άμμος και λίγα βότσαλα» και τον υπότιτλο

– ΤΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

-ΤΙ ΕΛΕΓΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

– ΤΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΝΕΜΟΣ

η ποιήτρια θέτει εκ νέου το υπαρξιακό ερώτημα «Πού πάνε που τα φαντάσματα μου;». Με αρχέγονη φωνή που έρχεται από βαθιά καλεί τον αναγνώστη να συν-ομιλήσει με στίχους στα γνωστά και μυστικά μονοπάτια των λέξεων εφ΄ όλης της πρώτης  ΥΛΗΣ.

Ζητάει έμμεσα τη σιωπή του για να μπορεί ν΄ ακούσει αυτά που θα λεχθούν σε πρώτο επίπεδο και να κατανοήσει σε δεύτερο επίπεδο τις σκέψεις και το νόημα του ποιητικού  λόγου του κεντρικού ήρωα, χωρίς προκαταλήψεις. Να στοχαστεί και ανα-στοχαστεί, με ή χωρίς ταυτίσεις, πάνω σ΄ αυτά που κρύβονται στις παλιές λέξεις ή λέγονται στις νέες, με την μυστικιστική, παράδοξη πολλές φορές, γραφή της ποιήτριας.

Η Παυλίνα Παμπούδη υποστηρίζει ότι «Ένα βιβλίο πρέπει ή πρέπει να είναι, ένα αυθύπαρκτο σύμπαν. Είναι ή πρέπει να είναι, ένα αυθύπαρκτο και αυτάρκες οικοσύστημα, αχρονικό, αμφίφυλο και  πολυεπίπεδο».  

(Πρώτη ύλη, 2004). 3.

 Φαίνεται, με μια προσεκτική ματιά, η συλλογή ν΄ ακολουθεί αυτή την άποψη και να εκφράζει ακριβώς  με την σύνθεση, τη γλώσσα  και την δομή των ολιγόστιχων ποιημάτων, την αμεσότητα, το νόημα της αυτάρκειας, της συνειδητής ατομικότητας, της μοναδικότητας,  της οικουμενικότητας.

Τα κύρια σημεία και μοτίβα που ξεχωρίζουν, σαν επιλεγμένη πρόταση στην συλλογή, είναι οι τίτλοι των ποιημάτων που είναι ρήματα, δίνοντας έτσι ξεχωριστή ενέργεια, κίνηση, ρυθμό, μουσικότητα, θεατρικότητα και στα εξήντα έξι ολιγόστιχα ποιήματα χωρίς να λείπει απ΄ αυτά η μεγάλη νοηματική συμπύκνωση.

Επί πλέον μοιράζονται σε τρεις άνισες ενότητες, χωρίς ν΄ αλλάζει η σημαντικότητα τους, δίνοντας έτσι ανάλογο χρόνο στον εκάστοτε ομιλητή-οντότητα, (Άνθρωπο, παιδί, άνεμο), με σκοπό να  ολοκληρώσει τις σκέψεις και την αφήγηση σε προσωπικό και οικουμενικό επίπεδο.

Είναι άξιο παρατήρησης το μυητικό κρυπτικό κάλεσμα της ποιήτριας  για την βύθιση στο «ασυνείδητο υπόγειο» της ποιητικής σκηνής, τονίζοντας την εσωτερικότητα και το μυστικισμό του λόγου με το επίρρημα «μέσα», δηλαδή, «Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα.., τι έλεγε το παιδί μέσα..», ενώ ίσως εννοεί την ανάδυση στο φως με μια πνευματική πτήση, χωρίς το επίρρημα «μέσα» στην ενότητα «Τι έλεγε ο άνεμος».

Ακόμη, αν βάλουμε με προσοχή σε σειρά αλληλουχίας τα ρήματα-τίτλους των ποιημάτων, παρατηρούμε ότι σχηματίζουν ένα οδοιπορικό, μια διαχρονική πορεία με όλες τις εναλλαγές και την αποτύπωση του βιωμένου ή μη βιωμένου χρόνου. Όλες τις απώλειες και τα κέρδη, τις χαρές και τις λύπες, τις προσδοκίες και τις εξελίξεις, τους υπαρξιακούς φόβους του θανάτου, την ενατένιση στη γέννηση νέας ζωής στο αιώνιο μέλλον.

Γράφει στην τρίτη ενότητα της συλλογής «Τι έλεγε ο άνεμος» στο ποίημα  “Anno mundi”,σελ.70-71.

  «Μα ποιος μετράει τον χρόνο, ποιος τα νερά/ Ποιος τη σισύφεια πορεία/ Του άθλιου προσκυνητή, του ένθεου/ του έντρομου/ Του σαρκοφάγου, του κανίβαλου/  Και ποιος τις σπείρες/ Και τους λαβυρίνθους της εξέλιξης/ Κι όλες τις λάθος θεωρίες, όλο λάθος;».

Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο στίχο -εγώ ο Άνθρωπος- δίνει τη δυνατότητα και στις τρεις ενότητες να είναι ο ίδιος αφηγητής, χωρίς χαρακτήρα φύλου και ναρκισσισμό, μια οντότητα διαχρονική του επάνω και κάτω κόσμου, του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος, δημιουργός, κτίστης, ποιητής, μύστης των ιερών βιβλίων και της αρχέγονης γνώσης. Η ποιήτρια αμφισβητεί και πιστεύει, αναδιφά παλαιά αρχεία, ανοίγει νέα, θρηνεί και δοξάζει, νιώθει μύστης και προφήτης με όλο το σκοτάδι της νύχτας και το φως της διορατικής φύσης της. Νιώθει ότι είναι ον με χρέη ανθρώπου  και αποστολή ιέρειας των μυστικών του Λόγου και της Αρχής, του θεϊκού δημιουργού του ποιητή του κόσμου.

Η αυλαία της σκηνής ανοίγει και ακούγεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η φωνή του μη διαφοροποιημένου ποιητή, «Κι εγώ ο Άνθρωπος», ανακαλώντας με την μνήμη τις πρωταρχικές εγγραφές της παιδικής ηλικίας, έτσι όπως κάνουν όλοι οι κοινοί άνθρωποι. Βουτάει το χεράκι της στο δίχτυ του χαοτικού χρόνου, στον ιστό της μνήμης, έτσι όπως ως παιδί άγγιξε το τελάρο της ζωγραφικής, το ξεχασμένο στο υπόγειο του πατρικού σπιτιού. Θυμάται τον πρώτο τίτλο που εμφανίστηκε στην οθόνη της μνήμης, αυτόν που την ακολούθησε σε όλη την πορεία της ανάκλησης των εμπειριών της.

Γράφει στο «Χεράκι στον ιστό», σελ.28:

«ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΚΑΜΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΙΚΗ Ή ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ». 4.

Χρησιμοποιεί ρήματα που έχουν μία αλληλουχία. Εξαργυρώνει χρέη, αναγνωρίζει λάθη και απώλειες, επουλώνει πληγές και με τα τιμαλφή δαχτυλίδια μετουσιώνει όλες τις παιδικές και όχι μόνο, εμπειρίες, σε πλούτο γνώσης.

Ακολουθεί το μονοπάτι της δημιουργού, ποιεί με τις λέξεις έναν κόσμο σε αχαρτογράφητα νερά, την πνίγουν, την ξαναγεννούν σε άλλο πλανήτη, σε νέες θάλασσες, σε άλλες γκρίζες αμμώδεις παραλίες και λειασμένα από το νερό βότσαλα.

Όσο και να λυγίσει η ποιητική ψυχή εκ νέου ορθώνεται, βιώνει ελευθερία, απλώνεται, νιώθει το ολοκληρωμένο σύμπαν, κάτω από το φως της πανσελήνου, της νύχτας «της τα πανθ΄ορώσας». Ένα φως αστράφτει, διαπερνά τα σκοτάδια, δεν έχει επιστροφή μετά την γνώση των παλαιών καταγραφών. Συνεχίζει τη νέα πορεία σε νέα μονοπάτια.

Γράφει στο ποίημα «Ακολουθώ»,σελ.16:

«Ο Άνθρωπος ακολουθώ το μονοπάτι/ Το μονοπάτι με ακολουθεί αβέβαιο/ Τώρα / διασχίζουμε μια τεθλιμμένη εξοχή-/ Όξινη χλόη/ Υβρίδια βασανισμένα, άνθη άοσμα/  Άρρωστα δένδρα/ Απότομα σταματημένα στην πλαγιά-

Και συνεχίζει με τα ρήματα: “Πορεύονται”,  ¨Φαίνονται” ….

Πορεύονται μαζί κι οι μέρες / Με τρέξιμο και χοροπηδητά, τραγούδια και σκυλιά / Λαχανιασμένα / Σε άσφαλτη διαδρομή, προς βέβαιο προορισμό- // (Καθυστερούν μονάχα κάπου κάπου / Στις στροφές / Χαζεύοντας, κορφολογώντας λίγες / Αγκαθωτές άγριες γνώσεις, τα παράσιτα / Του άγνωστου-)

Φαίνονται”, όμορφες οι μέρες από μακρυά, καθαρές χωρίς λεκέδες, με λίγη καλοσύνη… Μα η σκιά μακραίνει, κανιβαλίζει ό,τι ερωτεύεται, ακούγεται ο μύλος των προγόνων και ο χρόνος τα κατατρώει όλα ανόρεχτα, χορτάτη η σκιά από νεκρούς και χαμένα όνειρα.

Η κερδισμένη γνώση στο προσωπικό μονοπάτι του Ανθρώπου, μέσα από το βιωμένο τραύμα της εμπειρίας αντιλαμβάνεται και μεταβολίζει το υλικό, μετατρέπει άχρηστο υλικό σε χρήσιμο.

Γράφεται ένα ποίημα, οι λέξεις στροβιλίζονται, κτυπιούνται σε μαύρα σύννεφα, πνίγονται και ύστερα εικόνες γλυκές, αναμνήσεις παιδικές φέρνει η μνήμη, στο βάθος πάντα η πλατυτέρα θάλασσα, η άμμος, τα πολύχρωμα βότσαλα ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα.

Τα ρήματα–τίτλοι των ποιημάτων « Βλέπω, Ακούω, Καταλαβαίνω , Παρατηρώ, Προσέχω» σκιαγραφούν και ορίζουν την επικοινωνία του μέσα και του έξω κόσμου, την βαθιά υπαρξιακή γνώση του Ανθρώπου-ποιητή.

Γράφει στο ποίημα «Προσέχω», σελ. 22:

«Προσέχω πέρα/ Κόσμο να μυρμηγκιάζει πολυάσχολος/ Τον άνθρωπο με συμπεριλαμβάνει η εικόνα:/ Στα δεξιά ο ήλιος καυτερός, αριστερά/ Το κοφτερό φεγγάρι. Όμως/ Πού το Εγώ  πού το Αυτός / Δεν ξεχωρίζω».

Εγώ ο ποιητής–άνθρωπος,  λέει ο αφηγητής , ψάχνω το χώρο μου, κινούμαι μοιρασμένος στα δύο, ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, στο φως και το σκοτάδι, τη γνώση και αγνωσία του εαυτού.

Θυμάται μια παλιά ενημέρωση, όταν με περιέργεια παιδιού έψαχνε τον κόσμο με «Το χεράκι στον ιστό», σελ.28:

«ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΧΟΥΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ – ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ».

Η συνειδητότητα ανεβάζει τις αλήθειες, τις επεξεργάζεται, αλέθει τις ιδέες και τις λέξεις, τις μεταβολίζει, τις ξαναγράφει.

«Απολογούμαι» γράφει στη σελ.23:

«Ο άνθρωπος, χρόνια πολλά τώρα, απολογούμαι:/Έλειπα, λείπω πάντα/ Τελείως ή εν μέρει //……….//(Έννοια του κόσμου, φόβος των τεράτων)/ Δε γίνεται /Είμαι αλλού/ Είτε συμπλέοντας αφηρημένα επί γης/ Στη χαμηλή κυμάτωση σπαρτών/ (Τι ήμερα, τι άκρατη γαλήνη/ Στάρι και ήρα όμοια επιχρυσώνοντας τον άνεμο (Τι μάταια, τι δύναμη-).

 Η Παυλίνα Παμπούδη συνεχίζει την εσωτερική αφήγηση, ψάχνει με αγωνία τα μισοσβησμένα ίχνη των σκιών στα μονοπάτια της βύθισης στο ασυνείδητο και ο αναγνώστης παρακολουθεί σιωπηλός τις μεταβολές της πορείας στο χρόνο, επαναλαμβάνοντας σαν ηχώ τα λόγια της:

«Μα πρέπει πάντα να κοιτάζω και ψηλά και πίσω/ στην πρώτη εκδοχή μου που δεν σώζεται-/ Και δεν προφταίνω τίποτα σχεδόν να δω-».

 Και όμως, συνεχίζει: “Ακούω”

Ακούω τιτιβίσματα σγουρά στα πεύκα / Υγρά στα βράχια, χίλιες γλώσσες / Καταλαβαίνω / Είναι οι απαντήσεις, όλες οι απαντήσεις / Κι είναι / Σιβυλλικές, εύθυμες όλες, άσχετες / Αποστομωτικές // Καταλαβαίνω-

“Σκέφτομαι” “Καταλαβαίνω”

Σκέφτομαι πάντα ν΄ αμαρτήσω/ Ποιες είναι οι κακές, ποιες οι καλές οι πράξεις;/ Δεν ξεχωρίζουν όταν γίνουν πράξεις, σκέφτομαι.

Καταλαβαίνω/ Έχουν συντελεστεί όλα τα αμαρτήματα / Πολλαπλασιαστήκανε,/ Κατακυρίευσαν τη γη, Καταγραφήκαν.

Ο Άνθρωπος, ξεχνά και συνεχίζει, η ζωή λιγοστεύει, Ουροβόρος όφις ό θάνατος, σπαταλημένος χρόνος, τέλος και πάλι από την αρχή.

Ένα αέναο καρουζέλ ο κύκλος της ζωής, ελπίδες και ματαιότητες, βροχή και ήλιος, ποιήματα γράφονται για άνοιξη και έρωτα.  Φυσάει αέρας, θωπεύει και μετουσιώνει, θρυμματίζει η θάλασσα τα βράχια, τα λειαίνει σε άμμο και βότσαλα. Το πνεύμα αγγίζει την ύλη, αναγνωρίζει το ένα το άλλο ακόμη και μέσα από την σύγκρουση.

Μία φωνή με βεβαιότητα αναδύεται από τα βάθη της ανθρώπινης δεξαμενής των εμπειριών:

«Ξέρω, Υπάρχει Λόγος», λέει η φωνή του αρχέγονου παιδιού μέσα στον διχασμένο Άνθρωπο, ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, στο ιερό και το ανόσιο, στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Αυτή η φωνή είναι του εσωτερικού πληγωμένου παιδιού που τόσα χρόνια ακούει την κραυγή του Ανθρώπου και πονάει μαζί του. Τώρα σπάει τους αντικατοπτρισμούς και αναγνωρίζει ότι είναι η δική του φωνή. Μνήμη και συνειρμοί την μεταλλάσσουν, την χρωματίζουν, την εξαγνίζουν με προσευχή, την αναζητούν στα ιερά βιβλία και τις προφητείες, γίνεται ύμνος, Άσμα Ασμάτων.

Είναι η άλλη φωνή του εκστατικού παιδιού που συνομιλεί με τον Άνθρωπο-ποιήτρια. Είναι το πρωτογενές ποίημα στη ψυχή του  καλλιτέχνη, του ζωγράφου, του γλύπτη, του λογοτέχνη, του μύστη, του προφήτη, του υπερβατικού όντος στην ψυχή του Δημιουργού-Λεπτουργού Θεού.

Η ποιήτρια αφουγκράζεται το εκστατικό παιδί μέσα της, γράφει με τις κωδικοποιημένες λέξεις του ποιήματα, ακούει τον άνεμο που φυσάει, το ούριο αεράκι που επιτρέπει τις στιγμές της δημιουργίας και της συνομιλίας της με την υπερβατική του υπόσταση. Τα ντύνει με αθωότητα, γέλιο, χιούμορ, παιχνίδι, όνειρο, φαντασία, άδολη αγάπη.

Αυτά έλεγε το παιδί- με την διπλή του φύση- στον Άνθρωπο τις νύχτες της αγρυπνίας του, στα υπερρεαλιστικά όνειρα, στην αποσπασματική μνήμη, στους εφιάλτες και τις υπνοβασίες, στα κενά, στην καταναγκαστική, επανάληψη των μοτίβων, leitmotiv, ανασυρμένα από την δεξαμενή των εμπειριών, βιωμένων κι αβίωτων.

Γράφει στο ποίημα « Μετατοπίζονται», σελ.43:

«Τι αποθήκη αεικίνητη-/ Αδιάκοπα εξαφανίζονται και εμφανίζονται/ Έρμαια υποκείμενα και αντικείμενα/. Πώς να τακτοποιήσεις/ Πώς να τακτοποιηθείς ο άνθρωπος στη μνήμη σου;».

Και πιο κάτω απαντάει «Στον ύπνο μόνο αυτοαναλώνεται το έρεβος». Εκεί επουλώνονται οι πληγές, οι τραυματικές μνήμες.

 

Ο καθηγητής θεατρολογίας, ποιητής, συγγραφέας Βάλτερ Πούχνερ στο βιβλίο του «Η ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ», γράφει για την Παυλίνα Παμπούδη, σελ.220.:

«Όλη η ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη είναι ονειρική. Αλλά κάτι περισσότερο ακόμα: δεν έχουν απλώς ονειρική ατμόσφαιρα, αλλά είναι λεκτικές συνθέσεις των ίδιων των ονείρων. Το όνειρο δεν είναι μόνο ένα αισθητικό πρότυπο για το ενορατικό ποιείν, αλλά και εργαλείο για να εκπληρώσει ο ποιητής την αποστολή του, να κρατάει ανοιχτή την επαφή με το όλον. Να αποσπά σπαράγματα του άγνωστου, να διατυπώσει χρησμούς για το άρρητο, να δώσει εικόνες από το αόρατο». 

Η Π.Π. γράφει στη συλλογή της «Σημειώσεις για το άγραφο»,  σελ.38:

   « Στο σημείο αυτό αποκλήθηκα Άιν/ Άιν/ Χωρίς γένος ξανά, κι απ΄την αρχή/ Ησύχασα/ Κάποτε θα τα ξαναμάθαινα όλα, θα με συγχωρούσαν/ Θα έβαζα ξανά στη θέση τους/ Στοιχειά, στοιχεία / Την άμμο από μετεμψυχωμένες πέτρες/ μνήμες και κράματα ψυχών ημιπολύτιμα».

 Η ποιήτρια υπνοβατεί. Έχει ενοχή, πρέπει να ελευθερώσει την παγιδευμένη ψυχή απ΄ τον ιστό του συμπαντικού χάους. Όλα γύρω ρέουν, παραμύθια χωρίς τέλος και αρχή, είναι πυκνοκατοικημένη  η νύχτα, τρομάζει, ξυπνάει. Ανακάθεται, «έφταιξα ο Άνθρωπος, σκέφτεται, ας φύγω».

Το εκστατικό παιδί σκύβει στον αποκαμωμένο ποιητή και φυσάει στο στόμα του την ζώσα πνοή. «Σημαίνον και Σημαινόμενο είμαστε ζευγάρι μιας συνομιλίας, οφείλουμε να προχωρήσουμε μαζί μέχρι το τέλος» – είπε και σιώπησε στην αλήθεια του.

 

Ο αναγνώστης άκουσε το θρόισμα των φτερών της πεταλούδας-ψυχής,  τον ήχο του αέρα να φυσά μέσα από τα κλαδιά, να πετάει πάνω από τα κύματα της θάλασσας. Τώρα φυσάει πιο δυνατά, τον βγάζει από την σιωπή του, ώρα να μιλήσει. Άκουσε με προσοχή τι έλεγε ο Άνθρωπος μέσα στο ποίημα, τι έλεγε το ποίημα μέσα στον άνθρωπο, τι έλεγε ο άνεμος.

Διερωτάται ο αναγνώστης σαν επανάληψη του ποιήματος «μια στιγμή» στο «Νυχτολόγιο», σελ.80 :

« Τι ήτανε αυτή η εμπιστευτική συνομιλία;/ Τι είπε το εγώ κι απάντησε το εσύ/ Και μεταφράστηκε σε γλώσσα ξεχασμένη/ Και δεν ξεχάστηκε ποτέ;».

Αναγνώστης και ποιητής κάθονται πάνω στα στρογγυλεμένα βότσαλα. Αιώνες τώρα η θάλασσα θρυμματίζει το σκληρό βράχο σε λεπτή άμμο. Τα κύματα φέρνουν από τα βάθη της προαιώνια μηνύματα που οι άνθρωποι τα προσπερνούν. Μόνο οι ποιητές μεταμορφώνουν την φλόγα της έμπνευσης σε λόγο, τραγούδι, ποίημα, φαντασία, όνειρο, πράξη, κίνηση, πνεύμα.

Τα σκληρά πετρώματα-γη μετουσιώνονται  με την σύμπλεξη και των άλλων στοιχείων της φύσης, το νερό, τη φωτιά, τον αέρα σε πολύτιμα κοιτάσματα, αποθέματα  μεγάλης αξίας και ομορφιάς. Η φύση είναι ποιητής δημιουργός.

Αναγνώστης και ποιητής κρατάνε από μία κλεψύδρα, η άμμος κυλάει με τον προσωπικό χρόνο τους, τα βότσαλα μοιάζουν με κοσμικά αυγά έτοιμα για τέλος και μια νέα αρχή. Τα ίχνη ιερογλυφικά πάνω στην υγρή άμμο. Στο βάθος πάντα θάλασσα η πλατυτέρα. Άγνωστη η επόμενη ημέρα για τον υπαρκτό κόσμο.

Ο αναγνώστης άκουσε, κατανόησε και τώρα σπάει τη σιωπή του. Μιλάει, απαντάει με συναίνεση και αποδοχή, απαγγέλει στίχους της ποιήτριας καθώς ο άνεμος τους παίρνει και τους ταξιδεύει στην αιωνιότητα.

«Αρχή του νέου χρόνου, έτη πόσα / Απ΄το Μπιγκ Μπανγκ, το Τσίμτσουμ / Τον κατακλυσμό / Ή την Εγείρα […………………..] / Ο νέος χρόνος προς η ο από; / Άραγε πλησιάζουμε/ Κάπου, ποιος ξέρει πού / Ή μήπως οπισθοχωρούμε; / Κι ίσως βρεθούμε πάλι σε ποιος ξέρει ποια / Σημαδιακή, ανύπαρκτη / Χαμένη, επινοημένη, άσχετη χρονολογία;

Ποιος ξέρει τι;

Άμμος και λίγα βότσαλα

Τώρα πάλι μόνο η άμμος-η αιωνιότητα/ Α, να /Και λίγα βότσαλα.

 

Πηγές!:

  1. Παυλίνα Παμπούδη: «Σημειώσεις για το άγραφο», ποίηση, εκδ. Πατάκη,2021.
  2. Παυλίνα Παμπούδη: «Νυχτολόγιο», ποίηση, εκδ. Ροές, 2021.
  3. Παυλίνα Παμπούδη: « Πρώτη Ύλη», εκδ. 2004
  4. Παυλίνα Παμπούδη: «Το χεράκι στον ιστό», μυθιστόρημα, εκδ. Ροές 2021.
  5. Βάλτερ Πούχνερ: « Η ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ» , εκδ. Ροές , 2021.
  6. Παυλίνα Παμπούδη: « Άμμος και λίγα βότσαλα», ποίηση, εκδ. Ροές, 2024.
Αριστούλα Δάλλη,  Θεσσαλονίκη 1Σεπτεμβρίου 2024.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.