Ένα κόκκινο αυγό μπορεί να είναι ένας κεραυνός σε αίθριο ουρανό, ή τυχερό σου, μπορεί και να αποτελέσει τον πυρήνα μιας άλλης ιστορίας. Στην δική μου την περίπτωση ισχύουν και τα δύο. Ο χρόνος γυρίζει πίσω πολλά χρόνια πριν χωρίς να μπορώ να τον σταματήσω .
Πλησίαζε το Πάσχα. Ήμουν περίπου δώδεκα χρονών. Το όνομα μου είναι Θέκλα. Ζούσα με την γιαγιά μου που με μεγάλωνε μόνη της. Την μητέρα μου δεν την γνώρισα, πέθανε πάνω στη γέννα μου. Ότι ξέρω για αυτήν είναι από την γιαγιά που δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό της μοναχοκόρης της. Η γιαγιά μου ήταν φτωχή γυναίκα. Το σπίτι μας μικρό, ήταν μία εγκαταλειμμένη αποθήκη.
Για να ζήσουμε ξενοδούλευε στο πλούσιο σπίτι του Φώτη Τζώνου, του μεγαλύτερου υφασματεμπόρου της πόλης μας. Δεν είχαν δικά τους παιδιά και η γυναίκα του Λίζα δεν συμπαθούσε τα παιδιά των άλλων. Δεν πήγαινα ποτέ στο σπίτι τους, η γιαγιά το απαγόρευε. Η μόνη μου παρέα ήταν ο Νανόγιαννος, ο τσαγκάρης που επιδιόρθωνε όλων τα χαλασμένα παπούτσια και με ήθελε για παρέα. Τον ξέραμε όλοι με το παρατσούκλι του , ήταν πολύ κοντός και αδύνατος σαν σπουργίτης αλλά με μεγάλη καρδιά. Κάθε φορά που πήγαινα του έλεγα παραμύθια και αυτός διόρθωνε τα τριμμένα παπούτσια μου που έτσι δεν πάλιωναν ποτέ.
Αυτό το Πάσχα ήταν αλλιώτικο από άλλες φορές. Η γιαγιά είχε πάθει αποπληξία και δεν μπορούσε να περπατήσει. Τα φαγώσιμα μετρημένα, ότι μας έδινε η γειτονιά και καμία φορά η πρώην αφεντικίνα της γιαγιάς. Έβλεπα στις βιτρίνες τα γλυκά και τα κόκκινα αυγά και λαχταρούσα να είχαμε και εμείς. Περπατούσα στους δρόμους ψάχνοντας να βρω κάτι για φαγητό, να πάω κάτι και στη γιαγιά μου. Πέρασα από τον φίλο μου τον Νανόγιαννο για να πάρω μία ανάσα. Αυτός με παρακάλεσε να πάω τα καινούργια παπούτσια της κυράς στο σπίτι του Φώτη Τζώνου. Ήταν χαρά μου να κάνω κάτι γι΄ αυτόν.
Την πόρτα άνοιξε ο ίδιος ο κύριος Φώτης. Ήταν ψηλός και ογκώδης, τελείως αλλιώτικος από τον φίλο μου. Με έμπασε στη σάλα και μου είπε να περιμένω, γιατί έλειπε η γυναίκα του. Μετά από λίγο με πήρε στην αγκαλιά του για να μου δείξει τα έτοιμα γλυκά και τα αυγά και με παρότρυνε να πάρω ότι θέλω από το μεγάλο τραπέζι. Όταν με άφησε, γέμισε ένα σακουλάκι με ό,τι καλούδια είχε το τραπέζι και ένα κόκκινο αυγό και μου τα πρόσφερε.
-Ένα κόκκινο αυγό μπορεί να είναι το τυχερό σου, είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι βρήκα την η γιαγιά στο πάτωμα κτυπημένη για δεύτερη φορά, από συμφόρηση άκουσα να λένε. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ξημέρωνε παραμονή της Ανάστασης. Έβγαλα το αυγό, το καθάρισα και το έφαγα. Αυτό έσκασε στα σωθικά μου και με γέμισε με χιλιάδες μικρά αυγά. Από τότε εγκυμονώ μόνο μίσος και εκδίκηση. Εκείνο το βράδυ σταμάτησα να είμαι παιδί. Η γιαγιά δεν έζησε για πολύ ακόμα μετά από αυτό.
Ένα κόκκινο αυγό μπορεί να είναι κεραυνός σε αίθριο ουρανό, σκέφτηκα. «Ένα κόκκινο αυγό μπορεί να είναι το τυχερό σου», θυμήθηκα τα λόγια του αχρείου Φώτη . Έτσι αποφάσισα για την ζωή μου.
Πήρα την θέση της γιαγιάς στο σπίτι του ως έμπιστη υπηρέτρια. Το βράδυ η κυρά κοιμόταν βαθειά με το δυνατό αρωματικό τσάι που της σέρβιρα και εγώ πλάγιαζα κρυφά με τον Φώτη. Ο καιρός περνούσε και αυτός συνεχώς ένιωθε άρρωστος και αποδυναμωμένος. Η καρδιά του δεν άντεξε. Η κυρία έμεινε μόνη και τελείως εξαρτημένη από εμένα. Μία μέρα έγραψε στο όνομα μου ότι είχε και δεν είχε για να την φροντίσω .
Μετά από λίγο καιρό η κυρία μου ακολούθησε τον άντρα της στην τελευταία της κατοικία. Τώρα εγώ αφέντρα και κυρά. Ποτέ δεν έβαψα κόκκινα αυγά, ούτε τα έβαλα στο στόμα μου ποτέ τα επόμενα χρόνια. Δεν υπήρξε Ανάσταση για μένα μετά την απώλεια της γιαγιάς και της μικρής Θέκλας.
Πριν λίγες μέρες περπατούσα αδιάφορη στην αγορά. Πάλι άγιες μέρες και το φως μέσα μου μαύρο. Ξαφνικά ένα ζευγάρι μάτια καρφώθηκαν επάνω μου .Ήταν πράσινα πάνω σε μελαψό πρόσωπο. Τα ρούχα σχεδόν σχισμένα και η βρώμικη ζακέτα μόλις που προστάτευε το κορίτσι από το κρύο. Κοίταζε την γεμάτη βιτρίνα με τα γλυκά και τα κόκκινα αυγά. Είδα στο πρόσωπο της την Θέκλα στο τελευταίο Πάσχα της αθωότητας.
Σήμερα το τραπέζι στη μέση της σάλας είναι γεμάτο πασχαλινά εδέσματα και κόκκινα αυγά. Το άρωμα από τις φρεσκοκομμένες πασχαλιές κατακλύζει τον χώρο. Νιώθω για πρώτη φορά ότι είμαι στο σπίτι μου. Η γιαγιά, εγώ το κορίτσι με τα πράσινα μάτια.
Οι καμπάνες ακούγονται χαρμόσυνες. Παίρνω ένα αυγό για μένα και ένα δίνω σε εκείνη. Το κορίτσι με κοιτάει με καθάριο βλέμμα, δεν ξέρει την γλώσσα μου. Προσπαθεί να καταλάβει τι ζητώ από αυτήν.
«Ένα κόκκινο αυγό μπορεί να είναι το τυχερό σου», της λέω καθώς τσουγγρίζουμε τα αυγά.
Τώρα το αυγό έσπασε μέσα μου. Σαν Ανάσταση γέμισε με αγγελικό φως το μαύρο της ψυχής μου σε μία συγχώρεση.
30/4/2024