Εκεί την γνώρισε, στην πανηγυρική γιορτή του Αϊ-Γιώργη, προστάτη του ομώνυμου γειτονικού χωριού. Έπαιρνε και ο ίδιος μέρος στο θεατρικό δρώμενο της αναπαράστασης της νίκης του Αγίου πάνω στο χθόνιο Δράκο, τη νίκη του καλού πάνω στο κακό.
Ήταν μία απ΄ τις τρεις άγαμες νύφες που χόρευαν ντυμένες στα λευκά γύρω απ΄τον βωμό της θυσίας. Πάνω στα βωμό ήταν κουλουριασμένος ο πράσινος Δράκος. Ένα ολόκληρο χρόνο οι νέες του χωριού έδιναν μορφή στο χθόνιο ερπετό. Με πράσινα χαρτιά, με κλαδιά και αποξηραμένα φύλλα του δάσους, με χρωματιστές κλωστές του αργαλειού, με υφασμάτινα μπαλώματα, πούλιες και χάντρες από ψεύτικα στολίδια, φάνταζε αληθινό. Ένας νέος του χωριού έπαιζε τον ρόλο του αγίου, ντυμένος ιππότης με θανατηφόρο κοντάρι.
Μετά το θάνατο του Δράκου συνήθιζαν να καίνε το νεκρό του σώμα για να μην μπορεί να ξαναγεννηθεί. Ακολουθούσε χορός και κρασί πάνω στα μισοσβησμένα αποκαϊδια και τις στάχτες. Στην έκσταση του χορού, οι ερωτευμένοι νέοι επισημοποιούσαν τον έρωτα τους στην ομήγυρη, συμβολίζοντας τη νίκη της αγάπης.
Την ερωτεύτηκε και το λευκό φόρεμα της τελετής έγινε το νυφικό της. Η χαρά του ζευγαρώματος για την νεόνυμφη γρήγορα χάθηκε. Ορφανή από μάνα είχε μεγαλώσει με τη γιαγιά της και η νοσταλγία και ενοχή του αποχωρισμού την έπνιγε. Ήθελε να γυρίσει στο δικό της σπίτι και την προστατευτική αγκαλιά της γιαγιάς. Το φως χάθηκε στη σκοτεινιά των ματιών της.
Το λευκό νυφικό της κόρης γινόταν όλο και πιο γκρι ώσπου στο τέλος έγινε μαύρο. Στα όνειρα της παραμιλούσε, έβλεπε πάντα τον πράσινο δράκο και το τελευταίο βλέμμα που της έριξε λίγο πριν πέσει νεκρός. Τον είχε ερωτευτεί και κάθε μέρα μεγάλωνε στην καρδιά της. Δεν ήθελε να κοιμάται πια με τον άνδρα της. Τον μισούσε γιατί είχε σκοτώσει με το κοντάρι του τον έρωτα της. Δεν ήθελε πια να φοράει το μιασμένο φόρεμα της και γυρνούσε γυμνή. Έτρεχε σαν άλλη Περσεφόνη στα χωράφια και στόλιζε το σώμα της με κίτρινα στάχυα και κόκκινες παπαρούνες Πολλές φορές έβαφε το πρόσωπο της μωβ με τους ώριμους καρπούς της κουφοξυλιάς. Τότε, σαν δαίμονας του σκότους, τρόμαζε όλους τους χωριανούς που έτρεχαν μακριά της ξορκίζοντας την με αναθεματισμούς και σταυροκοπήματα. Η αποστροφή τους δεν κρυβόταν με τα κουτσομπολιά, ούτε και η ντροπή του άντρα της που την άφηνε ολομόναχη στον φανταστικό της κόσμο.
Τότε ήταν που ο άνδρας της ζήτησε την βοήθεια του παπά του χωριού. Αυτός θα ξόρκιζε με την τελετή της μύησης την αμαρτία και το Δράκο που είχε φωλιάσει μέσα της. Θα την ελευθέρωνε απ την λαγνεία του έρωτα για το βρωμερό ερπετό, τον σατανά. Ζήτησε μάλιστα από τον άνδρα της να ντυθεί Αϊ-Γιώργης και να σκοτώσει ο ίδιος τον φοβερό εραστή της γυναίκας του.
Αυτός για ν΄ αντέξει όλη αυτή τη δοκιμασία, έπινε όλη τη νύχτα μία νταμιτζάνα κρασί.
Την άλλη μέρα βρέθηκαν στον πρόναο της εκκλησίας για τον ξορκισμό. Η νύφη ντυμένη με το νυφικό της άκουγε το ευχολόγιο και τις κατάρες του εξορκισμού στριφογυρίζοντας το κορμί της, σαν να ήθελε να σπάσει τα δεσμά της. Σταμάτησε ξαφνιασμένη όταν άκουσε τον καλπασμό του αλόγου που μπήκε στην εκκλησία και τον Αϊ- Γιώργη να την πλησιάζει άφοβος με την ασημένια πανοπλία.
Όταν ακούστηκε από τον παπά η ευχή «φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον δαιμόνιο ακάθαρτο, καταχθόνιο ερπετό», ο άνδρας της όρμησε με το κοντάρι και πέτυχε τον δράκο ακριβώς στην καρδιά του.
Ένα βογγητό θανάτου και μετά σιωπή. Το φως στον πρόναο σκοτείνιασε. Το αίμα έβαψε το πλακόστρωτο και το νυφικό της πήρε φωτιά από το κόκκινο χρώμα του.
Κανένας δεν κατάλαβε πως έγινε το λάθος και αν αυτό ήταν λύτρωση. Μπορεί και να ήταν, αφού ο Γιώργης, μην αντέχοντας το θάνατο της την ακολούθησε με τον ίδιο τρόπο στοχεύοντας στην πονεμένη καρδιά του πάνω στο βωμό της θυσίας.