Οι ιστορίες για μοναχικούς ανθρώπους ή οι αφηγήσεις για ανθρώπους που η τύχη δεν τους ευνόησε ποτέ μπορεί να συγκινήσουν. Αλλά μπορεί και να αφήσουν αδιάφορο έναν αναγνώστη, αν δεν υπάρχει από τον συγγραφέα η σωστή διαχείριση του γλωσσικού κώδικα ώστε το αποτέλεσμα να μην είναι μελό. Και το μελό βλάπτει συνήθως το γνήσιο συναίσθημα.
Διαβάζοντας τα διηγήματα της Μαρίας Βέρρου και απολαμβάνοντάς τα, χίλιες εικόνες γέμισαν το μυαλό μου. Κυρίως όμως ένιωσα πως γίνεται αυτή η σωστή διαχείριση που προανέφερα. Υπάρχει η κατάλληλη απόσταση που όμως δεν εμποδίζει τον αναγνώστη να αισθανθεί τη ζεστασιά που αποπνέουν οι ιστορίες, καθώς είναι βαθύτατα ανθρώπινες. «Δεκαέξι ιστορίες εσωτερικού σπαραγμού», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Άνθρωποι που αντιμετωπίζουν καθημερινά περίεργες, ανοίκειες ή προβληματικές καταστάσεις. Συχνά δεν υπάρχει πρόσφορη λύση, τα πρόσωπα οδηγούνται σε αδιέξοδο. Είναι γεμάτα εσωτερική πίεση και καταπιεσμένα συναισθήματα. Διλήμματα, ενδόμυχοι κραδασμοί, ματαιωμένοι έρωτες.
Ο διάλογος χρησιμοποιείται συχνά από τη συγγραφέα, όπως επίσης και η πλαγιωμένη γραφή. Θελει με αυτούς τους τρόπους να αναδείξει καλύτερα τα πρόσωπα, τον τρόπο σκέψης και να φωτίσει τα συναισθήματά τους.Το παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν, ο χρόνος είναι καταλυτικός και βασανιστικός συνάμα κάποιες φορές, οι άνθρωποι εύκολα χάνουν τον προσανατολισμό τους, διανοητικό ή ψυχικό. Αυτή τη ρωγμή της ύπαρξης έρχεται να εγκλωβίσει η Βέρρου. Για παράδειγμα στο διήγημα «Από συνήθεια» υπάρχει μια μεταφυσική χροιά που σε φέρνει σε αμηχανία. Μοιάζει άλλωστε εξωπραγματικό να αφουγκράζεται κανείς τους νεκρούς. Από την άλλη πάλι, τα όνειρα και όλη η φιλολογία γύρω από αυτά επιβεβαιώνουν την πιθανή -φαντασιακή έστω ή υποσυνείδητη-διάδραση ζώντων και τεθνεώτων.
Το διήγημα με τη Σοφία και τα όνειρα είναι ιδιαίτερα τρυφερό, μας οδηγεί σε πολλές συνδέσεις που αφορούν σε περιστατικά του σήμερα με πρωταγωνίστριες νεαρές κοπέλες σαν κι αυτά που αναφέρονται καθημερινά στις ειδήσεις και επισύρουν τη λύπηση ή το θυμό μας. Διαβάζω: «΄΄Σγουρά είναι τα μαλλιά σου, σγουρά σαν τα δικά μου, να στα στολίσω με λίρες χρυσές, να κάνουν ανταύγειες λαμπερές και όλοι να σε ζηλεύουν, μάτια μου.’’ ‘Ετσι της έλεγε η μαμά όταν ήταν σπίτι, κι εκείνη είχε πάντα την απορία πού τις έβρισκε τις χρυσές λίρες η μαμά, κι αφού είχε τόσες χρυσές λίρες, γιατί εκείνη κρύωνε και γουργούριζε το στομάχι της’ κι όταν μπήκε στη ζωή της ο κύριος Συμεών, τότε κατάλαβε γιατί δεν της έβαζε τις χρυσές λίρες στα μαλλιά, γιατί της τα χάιδευε κι ο κύριος Συμεών’ δεν ήθελε να ξέρει κανείς το μυστικό τους.» (σελ.83)
Η μεγαλοψυχία των δέντρων είναι βιβλίο γεμάτο ιστορίες σε τριτοπτόσωπη κυρίως αφήγηση με ήρωες ανθρώπους απλούς, καθημερινούς που ζούνε δίπλα μας το μικρό ή μεγάλο τους δράμα που μπορεί ποτέ να μην γνωρίσουμε. Παρουσιάζονται στοιχεία περιθωριακής ζωής, αλλά και συνθήκες δυστοπικές. Και σε όλα αυτά η συγγραφέας δεν έχει ύφος επικριτικό ή τόνο αποδοκιμαστικό. Απλώνει το λόγο της, δίνει με λεπτομέρειες τα σκηνικά της, χωρίς να κάνει σχόλια, επιδεικνύει κατανόηση και είναι διακριτική. Γίνεται αρκετά σκληρή στο διήγημα με την Ντολόρες. Γενικά αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα, πράγμα φυσικό, αφού μιλάει για τη διάλυση και στη φθορά. Πού να βρουν τη θέση τους μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο και τα δέντρα που είναι μεν πηγή ζωής, αλλά χρειάζονται ωραίες κα ευνοικές συνθήκες για να ανθίσουν. Το εξώφυλλο επιβλητικό, δίνεται η αίσθηση της φύσης που θέλει να κυριαρχήσει, αλλά συνάμα να είναι ευεργετική για τον άνθρωπο.