Στη σειρά Μικρές Καληνύχτες ο Μάκης Τσίτας εξιστορεί την παράξενη ιστορία του Συμβούλου του Βασιλιά. Με καθαρό και διαυγή τρόπο, όπως εξάλλου συνηθίζει να κάνει, απευθύνεται σε παιδιά μικρής ηλικίας (από τριών ετών) που προσπαθούν να ανακαλύψουν τοv κόσμο, που για όλα συνηθίζουν να ρωτάνε ξανά και ξανά, που θέλουν να ακούσουν οπωσδήποτε μια ιστορία πριν κοιμηθούνε ή μια ιδιαίτερη ιστορία για να τα πάρει ο ύπνος.
To κείμενο ξεκινάει με το κλασικό «μια φορά κι έναν καιρό» και αμέσως δημιουργεί τόνο και ύφος παραμυθιού. Κάθε παραμύθι έχει και το βασιλιά του. Κάθε βασιλιάς έχει και τον σύμβουλό του. Κάθε σύμβουλος διαθέτει και σοφία υποτίθεται. Αλλά τι γίνεται όταν η σοφία είναι μια αυταπάτη; O Mάκης Τσίτας πάντα διαυγής, άμεσος και αφαιρετικός, καθώς απευθύνεται σε μικρές ηλικίες, θίγει ένα ιδιαίτερο θέμα. Τελικά τι πρόσωπο ήταν αυτό που ήξερε μόνο να λέει «όχι» , αλλά δεν ήξερε μάλλον γιατί το κάνει αυτό; Επεκτείνοντας, πολλάκις παρεξηγούμε τους ανθρώπους ή αποκομίζουμε λανθασμένες εντυπώσεις από αυτούς και βασιζόμαστε πάνω τους. Αλλά αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο. Είναι κάπως παράξενη- δεν λέω σκοτεινή -τούτη η ιστορία. Μπορεί αυτό το συνεχές «όχι» να ακούγεται σαν παιχνίδι στα αυτιά των παιδιών, όμως δεν είναι θέμα εύκολο. Τολμηρός στην επιλογή του θέματος, χωρίς προσποιήσεις, φιοριτούρες, περιττά στολίδια. Αλλωστε το κείμενο συμπληρώνεται υπέροχα από τα έντονα, πλούσια και καλοδουλεμένα εκφραστικά σχέδια της Mαιρηλίας Φωτιάδου, που κάνουν αίσθηση.
Παιχνιδίζει ο συγγραφέας με το ναι και το όχι. Αλλά στην ουσία είναι κέρδος για τα παιδιά να καταλάβουν πως ένα ναι ή ένα όχι μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή και να φέρει ανατροπές. Επίσης, σημαντικο ρόλο παίζει και η ψυχοσύνθεση του ατόμου που καλείται να αποφασίσει τι θα πει. Και αναπόφευκτα μας έρχονται στο νου-σε παράλληλο σύμπαν-και τα μοιραία ναι και όχι του Καβάφη στο γνωστό ποίημα.
Εδώ αυτός που πήρε αβίαστα τον τίτλο του Σοφού και εντυπωσίασε τον Βασιλιά, που έσπευσε να του παραχωρήσει δικαιώματα και ανέσεις ποιος ήταν στ΄ αλήθεια; Μόνο όταν κατάλαβε πως άρχισε να χάνει πράγματα, ο Βασιλιάς απαίτησε εξηγήσεις και έπεσε πάνω σε άρνηση σχεδόν…αυτιστική. Και στις πιο άσχετες ερωτήσεις, ο άνθρωπος αυτός όχι απαντούσε, σαν να μην καταλάβαινε τι τον ρωτούσαν, σαν ρομπότ προγραμματισμένο, χωρίς ψυχή.
Αυτό θυμίζει το απρόσωπο διαδίκτυο που επηρεάζει τον κόσμο, έχει τη δύναμη, αλλά κόβει τις γέφυρες του γνήσιου διαλόγου.
Ο Σοφός του βιβλίου αποδεικνύεται ανίκανος να ανταλλάξει μια πραγματικη και ουσιαστική κουβέντα με οποιονδήποτε άλλο, έχει υιοθετήσει μια ξύλινη κα προβλέψιμη γλώσσα, γι’ αυτό και στο τέλος μένει μόνος και φεύγει μακριά .
Διαβάζω το βιβλίο και σαν αλληγορία, στοιχείο που συχνά υπάρχει στα παραμύθια.
Εδώ για να φτάσει η ιστορία αυτή στα παιδιά, θα πρέπει να εμπλακούν οι γονείς, ως διαμεσολαβητές, διότι η σύντομη αυτή καληνύχτα είναι για πολύ μικρά παιδιά, που ακόμα δεν μπορούν να διαβάσουν μόνα τους. Δίνεται όμως αφορμή για κουβεντούλα μετά την ανάγνωση. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα να ακούσει κανείς την ιστορία από τον Μάκη Τσίτα χρησιμοποιώντας τον QR code reader, αν σκανάρει τον κωδικό που υπάρχει στο μέσα φύλλο.
Ο πολύπλευρος Μάκης Τσίτας λέει παραμύθια σε ένα σύγχρονο κοινό, τα παιδιά του σήμερα. Επειδή αυτά βομβαρδίζονται συνεχώς από παντού, από μικρές ηλικίες ακόμα, γιατί η κοινωνία έχει αλλάξει-από άποψη υφής και ποιότητας- υπάρχει η ανάγκη για μια γλώσσα λειτουργική, αλλά και λιτή, για να είναι αποτελεσματική και να επιτυγχάνει να μιλάει στους μικρούς ακροατές-αναγνώστες. Την έχει βρει από καιρό αυτήν την γλώσσα και μέσω αυτής θέτει ευαίσθητα θέματα κάθε φορά που επικοινωνεί με ένα νέο βιβλίου. Και τα θέτει όχι με ένα τρόπο γλυκανάλατο ή άκρως συναισθηματικό, οπότε αυτόματα θα τα ακύρωνε, αλλά με τρόπο πιο πολύ δωρικό και σαφή..