Πλάνα αμοντάριστα δεν άφησες
στο απρόσμενο φευγιό σου.
Βλέπεις φρόντισε αυτός, κι εγώ λιγάκι
για τη δική σου την υστεροφημία.
Αρχικά αιωρούμαι σε κινούμενα χωράφια
τα θαλασσιά φτερά μου σου απλώνω
να κυνηγάς μια αγκαλιά από όνειρα
και σύννεφα χρωματιστά.
Να προδίδεις τη σιωπή με κόκκινους σταυρούς.
Σε πόσες πόλεις και χωριά aller-retour
να περπατάς λοξά
– μαζί του –
πιστεύοντας είδωλα που παίρνουν λάθος δρόμο.
Κυνηγημένη από ροή επιλογών,
πλημμύρες από έρωτα και Σηκουάνες.
Εναέρια φαντασίωση
μετασχηματίζεσαι Bella
λικνίζουσα, θολή
στην πόλη του φωτός.
Πρωί, συχνά πυκνά,
στην πόρτα σου να περιμένω
λίγα θρύμματα ψωμιού
που τώρα αρχίζει να σπανίζει.
Άρματα, σειρήνες
τρένα σκελετοί, αντίποινα στην τρέλα.
Εσύ, καρτερικά να με φροντίζεις
παρά τη λαιμαργία μου για σένα.
Κι έτσι πιστά σ’ακολουθώ απόχρωση ν’αλλάζω.
Να τιτιβίζω σιωπηλά στους πίνακες του maître.
Να καμαρώνω δυο καρδιές, μαζί ραμένες
– γαζωμένες.
Οι επόμενες, απλές απομιμήσεις.
Μα τόσες λεπτομέρειες χλωμές ξεθωριασμένες.
Για σένα μόνο, Bella,
τα χρώματα αναλλοίωτα
τα μάτια μες στα μάτια
ταξίδι φως σκιά.
Μα εγώ δεν είμαι ο Chagall. Το ράμφος σε ξεγέλασε.
Πλάι σου πιστό στις οπτασίες, πουλί υπνωτισμένο
μπλε, τιρκουάζ, ενίοτε πράσινο
κόκκινο φούξια κοραλί
– σίγουρα από κάποια σύμπτωση –
αθάνατο έγινα κι εγώ, μαζί σου.