ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ ΓΙΑ AVALON
Απ’όλες τις μέρες
το καταραμένο διάλεξε την κάκιστη να μη δουλέψει.
Πετάγομαι σαν λάστιχο απ’τον ύπνο μου
οι κόρες πλημμυρίζουν με φως
τρόμος με κυριεύει. Και δίκαια.
Είναι ήδη 10:17 το πρωί.
Ο καθηγητής σίγουρα τώρα αρχίζει να μοιράζει θέματα
ούτε το ακαδημαϊκό τέταρτο δεν με σώζει.
Στολίζομαι με ταχύτητα φωτός
φορτώνομαι την πινακίδα γίγας
μαζί και τη μαύρη πλαστική τσάντα 55x75x5.
Εκσφενδόνιση με το πρώτο λεωφορείο στη σχολή.
Γκλιν γκλιν τα κέρματα
ο εισπράκτορας απών σήμερα.
Ιδρώτας, αντιδιαμετρικός σ’έναν επίμονο Βαρδάρη
δυο-δυο σκαρφαλώνω τα σκαλιά.
Διαδρόμους διαπερνώ
στο κυλικείο δεν σταματάω (κουρού τη γλύτωσες).
Κι άλλα σκαλιά, κοντεύω
– τρίτος όροφος δεν είναι –
σκοντάφτω σ’αυτό με το μικρότερο ρίχτι.
10:48 η πόρτα ανοίγει διστακτικά
το αμφιθέατρο γεμάτο.
Φωνές από χάρακες κρακερίζουν στα ριζόχαρτα με πάθος
μοιρογνωμόνια καρφώνουν πάνω μου το βλέμμα τους.
Καλοριφέρ που δεν δουλεύουν
κι ένας μεστός καπνός από τσιγάρα εποπτεύει το χάος.
Rotring 0.2, 0.4 ή 0.6mm περιτριγυρίζουν ήδη στη σκέψη μου
ποιο να διαλέψω για τη διεκπεραίωση της λεπτομέρειας.
Ξύλινη κάσα, πόρτα va-et-vient
ευτυχώς τελικά ο καθηγητής μ’αφήνει να μπω.
Βουλιάζω στο θέμα
τα δάχτυλα παίρνουν φωτιά.
Κάτι προλαβαίνω κουτσά στραβά
τικ τακ τικ τακ
χτυπάει το κουδούνι
τρέμω ακόμη.
Τρία στα τέσσερα θέματα σε χρόνο ρεκόρ
όχι κι άσχημα τηρουμένων των αναλογιών.
Σε κανέναν δεν προφταίνω να μιλήσω
το λεωφορείο της επιστροφής
με παραδίδει με επιτυχία στην Κάτω Τούμπα.
Πόδια σερνόμενα
στομάχι γουργουρίζει
κι ο νους να ταξιδεύει.
Ταλαντεύεται μεταξύ δυο μενεξεδένιων ματιών
και της χθεσινής ταινίας στο σινεμά.
Avalon αυτή, επιστημονικής φαντασίας
διαδραματίζεται σε εικονική πραγματικότητα video-game
– ή μήπως όχι.
Η μουσική της ταξίδι σε νησιά λησμονημένων ηρώων
– προς επούλωση πληγών –
και πλησιάζω.
Η θεία τα ‘χει όλα στην εντέλεια
το τραπέζι στρωμένο.
Κουτάλια χυμάνε γκλιν γκλιν στα πιάτα.
Βουλιάζω στη φασολάδα
στη νοστιμιά της κολυμπάω.
Τα μάτια μισοκλείνουν
μάτια ονειρεύονται.
Η μεσημεριανή σιέστα με μεταφέρει αλλού.
Ζεστή χουχουλιάρικη κουβέρτα
πόσο σε θέλω, είπες. Και μετά αέρας.
Λάστιχο η μνήμη, χάρακες σπάζουν
σκαλοπάτια ανακατατάσσονται.
Τίναγμα κουβέρτας τίναγμα τραπεζομάντηλου
κομματάκια σκόνης μαζί με ψίχουλα
αιωρούνται πάνω από νησιά της λησμονιάς.
Ξάφνου, πετάγομαι και πάλι
ξυπνητήρι απογευματινό ο παππούς.
Στο background το τρανζίστορ
ο ΠΑΟΚ παίζει, σίγουρα.
Στον ελληνικό καφέ
η θεία κατά λάθος αλάτι αντί για ζάχαρη
του ‘χει βάλει.