Μια φορά και κάποτε στις αρχές του περασμένου αιώνα
ήταν ένα αγόρι ο Νικολάκης.
Με φαντασία απαράμιλλη και παράλληλη απειθαρχία για κάθε τι μπανάλ
κάθε καλοκαίρι στο νησί
μαζί με δύο κολλητούς έπλαθε ιστορίες
με πέτρα, κοχύλια και αλμύρα.
Αλωνίζανε στις σπηλιές και τα σοκάκια
κλέβανε σύκα αγκαλιά με τα τζιτζίκια.
Κατασκοπεύανε το ελληνικό καλοκαίρι.
Φωνάζανε τα βράδια στα πλοία και τους φάρους
κύριε καπετάνιε των κυμάτων
κύριε φύλακα του νυχτερινού φωτός
διακρίνετε κι εσείς την ακτογραμμή ;
Τα μεσημέρια λίγο πριν την ώρα που άγγιζε το απόγευμα
παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια : τον παππού με τη γιαγιά
καθώς στη μέση της διήγησης από ιστορίες νεράιδων,
ναυτικών και θαλάσσιων τεράτων
γνέφανε με νόημα ο ένας στον άλλο.
Ορίζανε έτσι τη μαγική παύση για απόλαυση τούρκικου καφέ
μαζί με το γλυκό του κουταλιού
– άλλοτε συκαλάκι, ενίοτε κυδώνι, βύσσινο, ναι ακόμα και καρπούζι.
Κι εκείνος βούταγε με τη σειρά του στο παγωμένο νερό του ποτηριού
παρέα με τη βανίλια υποβρύχιο.
Για συμπαράσταση στα δρώμενα.
Ένα μεσημέρι στο δρόμο της επιστροφής από τις καθημερινές αταξίες
με στομάχια να γουργουρίζουν αδυσώπητα
άρχισαν να εξιστορούν
τα αγαπημένα τους φαγητά.
Γεμιστά ντομάτα πιπεριά, ιμάμ μπαϊλντί πασπαλισμένο με φέτα
μπάμιες αχνιστές, ζήτω η γιαγιά, και χαχάνιζαν.
Όταν ξαφνικά, οι τρεις τους παγιδεύτηκαν
σε καταιγίδα του Αυγούστου.
Βρήκαν καταφύγιο σε στοιχειωμένο αρχοντικό φαλιρισμένου πλοιοκτήτη.
Περικυκλωμένοι από φραγκοσυκιές και μανιασμένα κύματα
ήρθαν αντιμέτωποι με ξύλο, χαρτί, πηλό
ευτελή υλικά εκτενώς διαθέσιμα στο ερημωμένο σπίτι.
Μετά από συνέλευση στην παιδική τους σκέψη
ορίσανε ως δράση τη δημιουργία παιχνιδιών.
Ένα αριθμητήριο, μια ξύλινη κιθάρα, μια μάσκα
μερικές απ’ τις κατασκευές εκείνης της ημέρας.
Επική διάσωση από τον παππού και το ίδιο βράδυ
να’σου επίσκεψη στο όνειρο του Νικολάκη
ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας.
Μόλις τον αντίκρυσε αγέρωχο να στέκεται στο βάθρο της πλατείας, τρόμαξε.
Σε λίγο όμως του χάρισε γεμάτος αγαλλίαση
όλα μα όλα τα παιχνίδια που είχαν φτιάξει με τους φίλους του.
Του ζήτησε να τα δωρίσει σε όλα τα παιδιά του κόσμου.
Το χελιδόνι τότε αναστήθηκε, ο πρίγκηπας γέμισε φως.
Τα μάτια του έλαμψαν ξανά.
Ο Νικολάκης ξύπνησε ιδρωμένος.
Τα παιχνίδια, σκέφτηκε, παρέχουν τα εχέγγυα.
Τα παιχνίδια, μια φορά και πάντα
για κάθε Νίκο της ωριμότητας, πια.