Ο καφές ατίθασος ξεχείλισε απ’το μπρίκι.
Η γάτα τρόμαξε από την αστοχία
και φουριόζα εκτόξευσε το πορσελάνινο φλιτζάνι.
Το κουλουράκι της προτίμησης
ράγισε και έσπασε στα τρία
– κακία των αψύχων όντων
αγνοεί επιδεικτικά μια παράλληλη αλήθεια.
Το σπάνιο βινύλιο δεν έφτασε ποτέ
– ζήτω ο αόρατος ο ταχυδρόμος
η συλλογή μουσικής να μεγαλώνει
το πικάπ του μονάχα, αγωνιά.
Όλα φταίνε και πάση θυσία
καλπάζει ένας πόλεμος με τ’αλλόκοτα
– λέτε κάποτε κι αυτά να αναποδογυρίσουν
να έχουν μια δεύτερη πλευρά ;
Πέντα πιάτα ξεχάστηκαν στον νεροχύτη
ασορτί με μουχλιασμένο τάπερ στο ψυγείο.
Εκκένωση έκτακτης ανάγκης, ευτυχώς.
Η μπουγάδα που’χε για τα καλά στεγνώσει
σε μια ταράτσα περισυλλογής
μούσκεψε από έκτακτο στρόβιλο βροχής
– ζήτω η απόδραση της μούχλας
ζήτω το ουράνιο τόξο που ανέτειλε μετά.
Τη θέση πάρκινγκ, καλά λοκαρισμένη
την πρόλαβε ο Άλλος
– θέση ιδιαίτερη αποδείχθηκε, η τουαλέτα των πουλιών.
Και σκέψου γκαντεμιά βαφτίζουν κάθε τι
λοξό αν φαντάζει, λίγο.
Περνάει όμορφα η μέρα βάζοντας τικ
σε στοιβαγμένα κουτάκια εντολών
ενός άπιστου μυαλού.
Να περιμένεις υπομονετικά
σε φιδωτή ουρά
– της φαντασίας.
Τα δευτερόλεπτα σωστά στρατιωτάκια
κουρδισμένα σιγοβράζουν
από αλλεπάλληλες διαταγές.
Ώσπου μια μέρα, πρόσεχε
μετά από άπειρες αιτήσεις και απαιτήσεις
– ισότιμες αποτυχίας ή βαφτισμένης ατυχίας –
τι μένει από σένα.
Παρά μια μόνιμη γραμμή
σε σκονισμένο βιβλίο πρωτοκόλλου
μιας μίζερης δημόσιας, υποταγής.
Να μεγαλώνει η συλλογή του Άγνωστου Κανένα.
Κι εσύ μια μεταμόρφωση, αργή και σταθερή
σε άγαλμα Άγνωστου Στρατιώτη
– μονάχα ένα θαύμα περιμένεις –
καμιά φορά βαμμένος με μπογιές.