Η εκσκαφή
Η πρώτη κατολίσθηση έγινε τρία μέτρα πίσω του. Στην αρχή δεν του φάνηκε κάτι το ανησυχητικό. Θα ήταν μάλλον από πάνω κανένα σαθρό στρώμα εδάφους. Η σκοτεινιά γινόταν όλο και μεγαλύτερη στη στενή τρύπα που κάποιος μόνο με τη κοιλιά μπορούσε να συρθεί και να προχωρήσει ή να κάνει πίσω. Δεν μπορούσε τώρα να σταματήσει. Συνέχισε να προχωράει σκάβοντας με το τσίγκινο πιάτο που του χρησίμευε σαν τρυπάνι. Η αυξανόμενη υγρασία που όλο και πότιζε το σκληρό ασβεστόλιθο τον ενθάρρυνε. Ο γκρεμός δεν ήταν πια μακριά, υπολόγιζε πέντε έξι μέτρα μέχρι το απελευθερωτικό άνοιγμα στο ποτάμι, πράγμα που σήμαινε καμιά εικοσιπενταριά μέρες δουλειά ακόμα.
Αλλάζοντας βάρδιες κάθε τέσσερες ώρες έξι φυλακισμένοι προχωρούσαν το σκάψιμο κατά είκοσι εκατοστά την ημέρα. Θα μπορούσαν να προχωρήσουν πιο γρήγορα, η πρόοδος όμως της δουλειάς ήταν περιορισμένη εξαιτίας της δυσκολίας να αδειάσουν το χώμα στο δοχείο απορριμμάτων χωρίς να γίνει αντιληπτό. Aπέφευγαν να κατουρούν στον ντενεκέ που έμπαινε και έβγαινε δυο φορές την ημέρα. Mολονότι αύξαναν την δυσοσμία της απομόνωσης, έκαναν την ανάγκη τους στις γωνίες του υγρού κελιού που ήταν όλο ρηγματώσεις και έτσι εξοικονομούσαν μερικά εκατοστά παραπάνω στο δοχείο για τη λαθραία εξαγωγή του χώματος που είχαν σκάψει.
Ο εμφύλιος πόλεμος συμπλήρωνε ήδη έξι μήνες. Το άνοιγμα του τούνελ συμπλήρωνε τέσσερεις. Στο μεταξύ από τους ογδονταεννιά πολιτικούς κρατούμενους είχαν πεθάνει από διάφορες αιτίες δεκαεφτά, όχι όλοι γαλήνια. Σε εκείνο το αφιλόξενο κελί, άντρο, αποχωρητήριο, δυσώδη ειρκτή, βρίσκονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εκεί μέσα σε καιρούς ηρεμίας δεν είχαν μπει ποτέ περισσότεροι από οχτώ ή δέκα ποινικοί κρατούμενοι.
Από τους δεκαεφτά που είχαν τη λάθος ιδέα να πεθάνουν, εννιά είχαν διάφορες ασθένειες που τις κόλλησαν πριν ή μετά τη φυλάκιση, τέσσερεις από τα άτσαλα βασανιστήρια στο χώρο των βασανιστηρίων, δύο από καλπάζουσα φυματίωση, άλλοι δυο αυτοκτόνησαν κόβοντας τις φλέβες τους, ο ένας με τον πύρο της αγκράφας της ζώνης του και ο άλλος με το πιάτο αφού ακόνισε την άκρη του στον τοίχο. Τώρα το ίδιο πιάτο χρησίμευε σαν εργαλείο για το άνοιγμα του τούνελ.
Αυτή ήταν η στατιστική που όριζε τη ζωή αυτών των δυστυχισμένων. Τις ελπίδες τους και τις αποθαρρύνσεις τους. Την λιποψυχία που τους κατέβαλλε αλλά και την ευαισθησία τους. Η δίψα τους, η πείνα, οι πόνοι, η βρώμα, το μίσος να καίει στο αίμα και στα μάτια σαν εκείνες τις πεταλούδες στα καντήλια που λίγα μέτρα πιο πέρα, ίσως καμιά εκατοστή μόνο, έκαιγαν μπροστά στις εικόνες στον καθεδρικό ναό.
Η μοναδική πνοή αέρα έμπαινε από μια σχεδόν κλειστή τρύπα, σχεδόν ανύπαρκτη, ερχόταν από αυτούς τους ανήσυχους ανθρώπους και μεγάλωνε όπως ένα παιδί στην κοιλιά. Από εκεί ερχόταν η αγνή μυρωδιά της ελευθερίας, ένα δροσερό και καθαρό αεράκι ανάμεσα στα περιττώματα. Και εκεί , σαν ένα είδος προσμονής δουλεμένης από τον ίλιγγο , ακουμπούσαν τα πάντα που βρίσκονταν πιο πέρα από εκείνο το μαύρο άνοιγμα.
Το αεράκι ήταν αυτό που ένιωθαν οι κρατούμενοι όταν έξυναν τον βράχο με το ντενεκεδένιο πιάτο στο στενό σκοτάδι του τούνελ.
Η νέα κατολίσθηση αυτή τη φορά τον έθαψε από τα πόδια ως τα νεφρά. Θέλησε να μετακινηθεί να μαζέψει τα άκρα του που είχαν παγιδευτεί αλλά δεν μπόρεσε. Ξαφνικά, ενώ ο πόνος με σουβλιές γινόταν πιο έντονος στους μυς και στα οστά των ποδιών του που είχαν θαφτεί, συνειδητοποίησε ακριβώς τι συνέβαινε. Δεν ήταν απλώς μια μαλακή εδαφική διαστρωμάτωση . Ήταν πιθανόν ένα υπόγειο έρεισμα, ένα στερεό σώμα που έφτανε μέχρι την επιφάνεια. Πιθανόν όλο, σαν μια βάση, στεκόταν παραχωμένο στο ρήγμα που είχε προκληθεί από την κατολίσθηση.
Δεν του έμενε άλλο μέσο παρά να σκάψει προς τα εμπρός με όλες του τις δυνάμεις, χωρίς ανάσα. Να σκάψει με το πιάτο, με τα νύχια μέχρι εκεί που μπορούσε. Ίσως και να μην ήταν πέντε μέτρα αυτά που απόμειναν, ίσως και να μην ήταν εικοσιπέντε μέρες σκάψιμο αυτές που τον χώριζαν από το σωτήριο άνοιγμα στα γκρεμνά του ποταμού. Ίσως και να ήταν λιγότερα, μονάχα κάποια εκατοστά, λίγων λεπτών ακόμα βαθιές χαρακιές. Περιήλθε σε μια κατάσταση φρενίτιδας. Αισθανόταν κάθε φορά το χώμα πιο υγρό. Όσο πήγαινε να του λείψει ο αέρας, τόσο έπαιρνε κουράγιο. Η ελπίδα του μεγάλωνε με την ασφυξία. Λίγη λάσπη χλιαρή ανάμεσα στα δάχτυλα τον έκανε να ξεφωνίσει σχεδόν από ευτυχία. Ήταν όμως τόσο απορροφημένος από τη συγκίνησή του, η απελπιστική σκοτεινιά του τούνελ τον τύλιγε με τέτοιον τρόπο, που δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι δεν ήταν η εγγύτητα με το ποτάμι ,ότι δεν ήταν οι διηθίσεις του αυτές που δημιουργούσαν αυτή τη χλιαρή λάσπη αλλά το ίδιο του το αίμα που έτρεχε από τα νύχια και τα πληγωμένα από τη σκληρή γη μήλα των δαχτύλων του. Εκείνη η συμπαγής και αδιαπέραστη γη ήταν τώρα αυτή που, στον επίλογο της μονομαχίας μέχρι θανάτου η οποία είχε αρχίσει εδώ και πολύν καιρό, τον έφθειρε ασταμάτητα και τώρα άρχιζε να τον τρώει ζωντανό ακόμα και ζεστό. Ξαφνικά του φάνηκε σαν λίγο να έπαιρνε απόσταση. Χτύπησε με τα χέρια του το κενό. Ήταν ο ίδιος όμως που στεκόταν πίσω από τον αέρα, σαν πέτρα που δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Προσπάθησε να προχωρήσει αλλά τα πόδια του εγκλωβισμένα αποτελούσαν πια μέρος του σωρού που είχε κατακρημνιστεί πάνω τους. Ούτε που τα ένιωθε πια. Ένιωθε μόνο την ασφυξία. Πνιγόταν σε ένα τούνελ, ποτάμι στερεό και σκοτεινό. Σταμάτησε να κινείται, να μάχεται ανώφελα. Το βασανιστήριο γινόταν μια ανεξήγητη απόλαυση. Άρχισε να θυμάται.
Θυμήθηκε εκείνο το άλλο υπόγειο ορυχείο στον πόλεμο του Τσάκο[1] πριν πολύν καιρό. Έναν καιρό που τώρα του φάνταζε μυθικός. Χωρίς αμφιβολία τον θυμόταν καθαρά με όλες τις λεπτομέρειες.
Στο μέτωπο της Γκόντρα[2] ο πόλεμος είχε σταματήσει. Ήταν έξι μήνες που παραγουάνοι και βολιβιάνοι, αφού ήρθαν μέτωπο με μέτωπο στις απόρθητες θέσεις τους, αντάλλασσαν πεισματικά πυρά και προσβολές. Δεν απείχαν περισσότερα από πενήντα μέτρα οι μεν από τους δε.
Κάποιες νύχτες στις παύσεις πυρός, που η μελαγχολική λησμονιά είχε κάνει ξαφνικά τρομερά αξέχαστες, αντί για μυδράλια ακούγονταν μουσικές και τραγούδια από τις πατρίδες τους.
Ολόκληρο το οροπέδιο, πετρώδες και ερημωμένο, σώπαινε παρασυρμένο από το παράπονο των παραδοσιακών σκοπών. Όλοι από μια φυλή, καμωμένη από χαλκό και τιμωρία, που κατέβαινε από την εγκόσμια αποβάθρα της μέχρι τον κουρνιαχτό των χαρακωμάτων. Και κατέβαιναν από τα μεγάλα ποτάμια, από τα μεγάλα δάση της Παραγουάης, από την καρδιά του λαού της, επίσης παράλογου και σκληρά κυνηγημένου, μέχρι εκεί οι πόλκες και οι γουαρανίες[3] που έσμιγαν και αδελφώνονταν με εκείνη την άλλη μελωδική πνοή που ερχόταν από το θάνατο. Και έτσι γινόταν, γιατί ήταν αποφασισμένο ότι ο ισπανοαμερικανικός λαός θα συνέχιζε να πεθαίνει, να σκοτώνεται για να εκφραστούν ορισμένα θέματα ακριβώς με όρους στατιστικής και αγοράς, συναλλαγής και αληθινής αρπαγής, με υπογραφές και αριθμούς σωστούς στα κιτάπια της διεθνούς λεηλασίας.
Ήταν σε μια από εκείνες τις παύσεις που ενωμένος με άλλους δεκατέσσερις εθελοντές ο Περούτσο Ρόδι, σπουδαστής μηχανικός, καλό παιδί, καλός αδελφός, όμορφος και γλυκός, μελαχρινός με πράσινα μάτια είχε αρχίσει να σκάβει αυτό το τούνελ .Έπρεπε να βγάζει πίσω από τις θέσεις των βολιβιάνων με ένα άνοιγμα τέτοιο που τη στιγμή που θα δινόταν το σύνθημα θα άρχιζαν οι εκρήξεις σαν σε κρατήρα ηφαιστείου.
Για δεκαοχτώ ημέρες τα ογδόντα μέτρα της σκληρής υπόγειας διάτρησης έμειναν καλυμμένα. Και, όταν το ηφαίστειο άρχισε να εκρήγνυται με στερεή λάβα από μυδράλια, από χειροβομβίδες, από βλήματα κάθε διαμετρήματος, σάρωσε τις εχθρικές θέσεις.
Θυμήθηκε στη σκοτεινή, χωρίς φεγγάρι, νύχτα την παράξενη σιωπή που προμήνυε τη σφαγή και επίσης αυτό που ακολούθησε, όταν πια όλα είχαν τελειώσει. Δυο σιωπές ενδεικτικές, μυστικές του τάφου. Ανάμεσά τους μονάχα η θέση των άστρων σηματοδοτούσε την αλλαγή του σκηνικού μιας σύντομης διαδικασίας. Όλα έμοιαζαν ίδια. Εκτός από τα πτώματα εκείνης της φρικτής σφαγής η οποία στο έπακρο είχε προσθέσει μια καινούργια λεπτομέρεια, μόλις αντιληπτή, στο διάκοσμο του νυχτερινού τοπίου.
Θυμήθηκε ένα δευτερόλεπτο πριν την επίθεση το θέαμα των εχθρών που, βυθισμένοι σε έναν ήσυχο ύπνο, δεν επρόκειτο να ξυπνήσουν. Θυμήθηκε ότι είχε προτιμήσει να σημαδέψει τα θύματά του περιστρέφοντας το, σιωπηλό ακόμα, μυδράλιό του. Προ πάντων θυμήθηκε ότι ένα από αυτά τα θύματα , ένας στρατιώτης, στριφογύριζε στη δίνη ενός εφιάλτη. Ίσως εκείνη τη στιγμή ονειρευόταν ένα ολόιδιο τούνελ, με αντίθετη φορά όμως, από το οποίο θα τους πλησίαζε για να τους εξολοθρεύσει. Με μια σκέψη αρκούντως διευρυμένη και ευέλικτη αυτές οι διαφορές στη πραγματικότητα στερούνταν σημασίας. Ήταν αμελητέα η συνθήκη ότι ο ένας θα ήταν ο εξολοθρευτής και ο άλλος το επικείμενο θύμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως δεν μπορούσε να το ξέρει.
Θυμήθηκε μόνο ότι είχε αδειάσει τελείως το μυδράλιό του. Θυμήθηκε ότι, όταν το αυτόματο είχε υπερθερμανθεί και τελικά μπλοκάρει, τότε το εγκατέλειψε και συνέχισε πετώντας χειροβομβίδες μέχρι που τα μπράτσα του έπεσαν από την κούραση στα πλευρά του. Το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, του έρχονταν αναμνήσεις από άλλα γεγονότα, πραγματικά και φανταστικά, που δεν είχαν φαινομενικά καμιά σύνδεση μεταξύ τους αλλά έδιναν έμφαση ωστόσο στην αίσθηση ενός ονείρου στο οποίο ο ίδιος περιπλανιόταν. Σκέφτηκε για παράδειγμα το κόκκινο σάλι της μητέρας του (αληθινό),την τεράστια προτομή από μπρούτζο στον τάφο του ποιητή Ορτίς Γκερρέρο (φανταστικό), την αδελφούλα του Μαρία Ισαβέλ που πρόσφατα προσλήφθηκε ως δασκάλα (αληθινό). Αυτά τα χωρίς συνοχή πετάγματα της φαντασίας του διήρκεσαν όλη την ώρα. Θυμήθηκε ότι είχε επιστρέψει με τους εθελοντές τσαλαβουτώντας σε έναν απέραντο και πηχτό βούρκο από αίμα.
Εκείνο το τούνελ του Τσάκο και αυτό το τούνελ που ο ίδιος είχε προτείνει να σκάψουν στο πάτωμα της φυλακής, που αυτός πρώτος είχε αρχίσει να σκάβει, τελικά μόνο σε εκείνον είχε γίνει παγίδα θανάτου. Αυτό το τούνελ και εκείνο ήταν το ίδιο τούνελ. Μια μοναδική τρύπα ευθεία και μαύρη με ένα άνοιγμα για είσοδο αλλά όχι για έξοδο που ,παρά τη γραμμικότητά της, τον είχε περικυκλώσει από τότε που γεννήθηκε σαν ένα υπόγειος κύκλος, αμετάκλητος και μοιραίος. Ένα τούνελ που τώρα ήταν για εκείνον σαράντα χρόνων, που όμως στην πραγματικότητα ήταν πολύ πιο παλιό, αλήθεια αμνημόνευτο.
Εκείνη η ασυννέφιαστη νύχτα του Τσάκο γεμάτη από ορυμαγδούς και πτώματα είχε ακυρώσει μια έξοδο. Ήταν μονάχα ένα όνειρο, λιγότερο και από όνειρο, ο φανταστικός διάκοσμος ενός μελλοντικού ονείρου μέσα από τους καπνούς της μάχης.
Με την τελευταία του πνοή, ο Περούτσο Ρόδι την ξαναονειρεύτηκε, δηλαδή την ξαναέζησε. Μόνο που τώρα εκείνο το μακρινό όνειρο ήταν αληθινό. Και τώρα, ναι, έβλεπε για πρώτη φορά το λασπωμένο στόμιο, τον τέλειο κύκλο της εξόδου.
Ονειρεύτηκε –θυμήθηκε- ότι ξανάβγαινε όπως από έκρηξη μέσα από εκείνον τον κρατήρα προς την ασυννέφιαστη, μεταλλική, βουερή νύχτα. Ένιωσε ξανά το καυτό και δονούμενο μυδράλιο στα χέρια του. Ονειρεύτηκε – θυμήθηκε- ότι έριχνε ξανά τις ριπές τη μία μετά την άλλη και ότι πετούσε ξανά τις χειροβομβίδες τη μία μετά την άλλη. Ονειρεύτηκε-θυμήθηκε- το πρόσωπο του καθενός από τα θύματά του. Τα είδε ολοκάθαρα. Ήταν συνολικά ογδόντα εννιά. Περνώντας το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου τα αναγνώρισε σε μια ξαφνική αναλαμπή και συγκλονίστηκε. Αυτά τα ογδόντα εννιά πρόσωπα των θυμάτων του, ζωντανά και τρομαχτικά, ήταν και θα εξακολουθούσαν να είναι, σαν ατελείωτο φωτογραφικό φίλμ, αυτά που τον συντρόφευαν στη φυλακή του. Συμπεριλαμβανομένων των δεκαεφτά νεκρών στους οποίους είχε προστεθεί ένας ακόμα. Νύσταξε ανάμεσα σε εκείνους τους νεκρούς. Ονειρεύτηκε ότι ονειρευόταν ένα τούνελ. Είδε τον εαυτό του να προχωρεί σε έναν εφιάλτη, να ονειρεύεται ότι σκάβει, ότι πολεμάει, ότι σκοτώνει. Θυμήθηκε ολοκάθαρα τον εχθρό στρατιώτη στον οποίο είχε ρίξει με το μυδράλιό του, ενώ εκείνος στριφογύριζε μέσα σε έναν εφιάλτη. Ονειρεύτηκε ότι εκείνος ο στρατιώτης, ολόιδιος ακριβώς με εκείνον έτσι που θα μπορούσε να πει ότι ήταν ο δίδυμος αδελφός του, τού έριχνε τώρα με τα δικό του μυδράλιο.
Το όνειρο του Περούτσο Ρόδι έμεινε θαμμένο σε αυτή τη ρωγμή όπως ένα μαύρο διαμάντι που θα φώτιζε άλλη μια νύχτα ακόμα.
Η αποτυχημένη απόδραση, η τρύπα στο πάτωμα του κελιού είχαν αποκαλυφθεί. Το γεγονός έδωσε την ιδέα στους φύλακες.
Οι φυλακισμένοι του κελιού 4 που λεγόταν Βάγε-ι, ο δραπέτης Περούτσο Ρόδι καθόλου, την επόμενη νύχτα αντιλήφτηκαν ότι, για λόγους όμως που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, τα περάσματα και τα φυλάκια ήταν έρημα. Προχώρησαν. Στο σκοτάδι δεν ήρθαν αντιμέτωποι με τη σκιά κανενός σκοπού, ο κυκλικός καταυλισμός φαινόταν έρημος. Η πίσω πόρτα που έβγαζε σε ένα αδιέξοδο δρομάκι ήταν περιέργως μισάνοιχτη. Την έσπρωξαν, πέρασαν. Βγαίνοντας, με το πρώτο δροσερό αεράκι που ανέπνευσαν και πάνω στις πέτρες, τους χτύπησαν όλους μαζί τα διασταυρούμενα πυρά των μυδραλιοβόλων που οι σκοτεινές κάνες με τις διόπτρες έφτυσαν πάνω τους για μερικά δευτερόλεπτα.
Την επομένη η πόλη πληροφορήθηκε μόνο ότι κάποιοι λίγοι φυλακισμένοι είχαν σκοτωθεί τη στιγμή που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν μέσα από ένα τούνελ. Το γνωστοποιηθέν μπορούσε να διαψευσθεί με την αλήθεια. Υπήρχε μια μαρτυρία αδιάψευστη. Το τούνελ που οι δημοσιογράφοι κλήθηκαν να εξετάσουν. Τους ήταν αρκετό να δουν στο κελί το στόμιο της εισόδου. Το προφανές ακύρωνε κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως η ανύπαρκτη έξοδος που κανένας δεν ζήτησε να δει, οι κηλίδες από αίμα, φρέσκο ακόμα, στο εγκαταλελειμμένο δρομάκι.
Λίγο αργότερα η τρύπα έκλεισε με πέτρες και το κελί 4, Βαγε-ι, θα έμενε αμπαρωμένο.
Αουγκούστο Ρόα Μπάστος: ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Παραγουάης, δημοσιογράφος ανταποκριτής της El País στο Λονδίνο και της Clarín στο Μπουένος Άιρες, καθηγητής της Ισπανοαμερικανικής Λογοτεχνίας στην Τουλούζη της Γαλλίας και κινηματογραφιστής.