Αλεξάνδρα Ζερβού: Σκοτεινός θάλαμος
Έλεγε πως ανησυχούσε. Άνοιγε απότομα την πόρτα, να σκίσει το πραϋντικό σκοτάδι , να ματαιώσει τη μοναχική της εργασία και την εμφάνιση ασπρόμαυρων σκηνών. Την δίδασκε, πολύ ασφυκτικά ,…
Έλεγε πως ανησυχούσε. Άνοιγε απότομα την πόρτα, να σκίσει το πραϋντικό σκοτάδι , να ματαιώσει τη μοναχική της εργασία και την εμφάνιση ασπρόμαυρων σκηνών. Την δίδασκε, πολύ ασφυκτικά ,…
Γυναικεία επιχειρηματικότητα Έκανες μόνο χειροποίητη δουλειά, κι ας πίεζαν οι προθεσμίες. Με πρώτες ύλες βιολογικές, τεμάχιζες, νυχθημερόν, λωρίδες , φιλοτεχνούσες επιδέσμους και κορδέλες, ιμάντες πρόσδεσης κι ανύψωσης, ζώνες…
Τα κουταλάκια Η μητέρα είχε τη σπανιότατη ικανότητα να αναβαθμίζει την απλούστερη δουλειά σε μέσο σωφρονισμού. Κόρη φαρμακοποιού, απεχθανόταν παθολογικά τα μικρόβια κι έβαζε τη δική της μικρή κόρη…
Μεταγωγή* Στο πορθμείο, παράτησε το βαλιτσάκι με τις αλλαξιές, τα γυάλινα γοβάκια και τις φουρκέτες της. Γυμνόποδη και κεκαρμένη , κουβάλησε το ετοιμοθάνατο σκυλί ως τον περίβολο…
ΑΔΙΑΧΩΡΗΤΟ Το κελί σου, ασφυκτικά γεμάτο αναπνοές, κουβαριασμένες αφηγήσεις, γόρδιους δεσμούς, με κόμπους και ξεφτίσματα. Τοίχοι γερτοί, κατάστικτοι, όλο επετείους κι ονόματα. Κι όμως, σου επέτρεψαν εκείνο το…
Κλάδος ελαίας* Τόσες δεκαετίες, να φυλάς ένα κλαδί ελιάς στις στάχτες, μήπως τυφλώσεις το κακό, ή και το καλοπιάσεις και το ταξίδι σου συνεχιστεί. Ίσως φυτέψεις, τώρα, το…
Ιεριχώ* Όταν κοπάσαν οι βομβαρδισμοί, μπήκε και πάλι στον κοιτώνα. Συναρμολόγησε με προσοχή τα θραύσματα των πορφυρών γυαλιών, τάβαλε στους φεγγίτες, να παρατείνει την αυγή και να διαβάσει τις …
Η μετακόμιση της συλλέκτριας Ξόδευε τις οικονομίες της, με γνώση, για μπρούτζινους ζυγούς, παλιά κλειδιά, μικρά χαλιά, φουλάρια κεντημένα. Παρέμενε πεισματικά σοφή κι ενάρετη, συναλλασσόταν μ’ έντιμους αρχαιοπώλες,…
Άγγελος εκπεσούσα Άφυλη, ασώματη και διψασμένη -ποιος θα της έδινε νερό-. Όλο να υμνεί, να υπηρετεί, να μεταφέρει βαρύτατα μηνύματα. Τουλάχιστον, η πτώση της ήταν ελεύθερη. …
Μ΄ ένα μοναδικό μολύβι, μαύρο, ζωγράφιζε, νυχθημερόν, εφτάχρωμη την ίριδα και πλήθος παρδαλά πουλιά, στο περιτύλιγμα των συγγραμμάτων. Παρέμεινε αναλφάβητη. Μονόφτερη, πετούσε, στα ψηλά, χωρίς διακοπή, για δεκαετίες. Φοβότανε…
Την σκότωσαν Το σώμα της, ξέχειλη λήκυθος, συγκολλημένη, που τους ξεδίψαγε νυχθημερόν. Όταν ξεδιάλεγαν τα θραύσματα, θυμήθηκαν πως χρόνια οι ραγισιές αιμορραγούσαν. Η λήθη του αναθέματος…
Λογάριασες πως επαρκούσε ο πηλός για το σταμνί και για το στρογγυλό πετρόχτιστο και για το σώμα σου σε σχήμα γυναικείο, χωρίς γωνίες κι αιχμές, χωρίς οξύτητα. Με δοκιμές και…