Νίκος Παπαδογιαννάκης: δυο ποιήματα
Πρίαμος Βουλιάζει τὸ Ἴλιον μέσ’ στὴ νύχτα, στὸ Σκαμάνδριον πεδίον, καὶ ξάγρυπνος ἐγὼ γυρνῶ στὸ στρῶμα. Ψηλὰ, στὰ κυπαρίσσια, σκούζουν οἱ γλαῦκες, δὲν λένε νὰ σωπάσουν -κάνουν πώς τὰ ξέρουν…
Πρίαμος Βουλιάζει τὸ Ἴλιον μέσ’ στὴ νύχτα, στὸ Σκαμάνδριον πεδίον, καὶ ξάγρυπνος ἐγὼ γυρνῶ στὸ στρῶμα. Ψηλὰ, στὰ κυπαρίσσια, σκούζουν οἱ γλαῦκες, δὲν λένε νὰ σωπάσουν -κάνουν πώς τὰ ξέρουν…
Άτιτλο Τί νὰ σοῦ πῶ; Τὰ πάντα ὁρίζονται ἀπὸ τὸ ἀόριστον. Ξέρεις, τὰ κύματα ἔχουν καμπύλες ἀγεωμέτρητες· τὰ δικά τους φράκταλ· ὅλα πορεύονται κατὰ τοῦ Ποσειδώνα τὰ κέφια (ἔχουν…
[Ἄτιτλον] «καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (ψαλμ. νγ΄) Τὰ κυπαρίσσια ποὺ τὰ κατεβάσανε ἀπὸ τὰ ὕψη τους γιὰ δοκάρια στὸ παλιὸ σπίτι ἀκόμη νιώθουν τὸ τσεκούρι ἀτσάλι στὴν ἐπιδερμίδα…
Τὰ καλοκαίρια ταξίδευε μὲ ξεροὺς ἀσφόδελους, φτιάχνοντας καράβια ἀπὸ τὰ χειμέρια παραμύθια τοῦ πατέρα του, δίπλα στοὺς στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ κούτσουρα μὲ τοὺς κύκλους τῶν περιπλωμένων ἐνιαυτῶν ποὺ χάνονταν στὶς…