ἀνθρώποισι γὰρ εὐθυμίη γίνεται μετριότητι τέρψιος καὶ βίου συμμετρίῃ· τὰ δ᾽ ἐλλείποντα καὶ ὑπερβάλλοντα μεταπίπτειν τε φιλεῖ καὶ μεγάλας κινήσιας ἐμποιεῖν τῇ ψυχῇ
Δημόκριτος
-Καλημέρα, αγάπη μου!
-Αγάπη μου και μπούρδες.
– Γιατί δεν μ΄αφήνεις να σε φιλήσω;
-Παράτα με! Please!
-Τι θες για πρωινό; Να σου κάνω ένα τοστ;
-Δεν θέλω τίποτα. Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω.
-Χαζομάρες! Δούλεψες σκληρά σε όλη σου τη ζωή. Ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς. Να σου κάνω ένα τσάι;
– Όχι!
-Άντε να σηκωθείς, να πάμε τουαλέτα. Χρονιάρα μέρα σήμερα. Κάνε ένα κουράγιο να πλυθείς, να ξυριστείς, να γιορτάσουμε Χριστούγεννα το βράδυ.
-Δεν σηκώνομαι. Και σε παρακαλώ κλείσε αυτό το μαραφέτι. Μου τριβελίζει το μυαλό. Από το πρωί παίζει ξανά και ξανά την Άγια νύχτα.
-Γιατί γκρινιάζεις; Πονάς πολύ; Με τέτοιο πέσιμο πώς να μην πονάς. Όταν ήρθα και σε βρήκα πεσμένο στη σκάλα μες τα αίματα, είπα πάει. Θαύμα είναι που δεν έμεινες στον τόπο.
-Τέτοιο θαύμα να μου λείπει.
-Αμαρτία να μιλάς έτσι. Με κάταγμα στο ινιακό, δόξα τω Θεώ να λες που είσαι ζωντανός.
-Ζωντανός το λες αυτό να ’μαι καθηλωμένος στο κρεβάτι; Με το που κάνω να σηκωθώ με πιάνει ίλιγγος. Σωριάζομαι σαν σακί. Τσουβάλι… για πέταμα.
-Κάνε υπομονή. Είναι πολύ νωρίς. Ούτε βδομάδα δεν πέρασε από το πέσιμο. Σιγά σιγά θα πάρεις απάνω σου. Θα δεις. Σ’ αφήνω να συνέλθεις λιγάκι. Πάρε έναν υπνάκο. Είναι νωρίς ακόμα. Πάω να ψήσω το ψωμί κι έρχομαι να σε σηκώσω.
∞∞∞
«Καλημέρα, αγάπη μου!». Αγάπες και λουλούδια με το καλημέρα. Μου τη δίνει, πώς μου τη δίνει. Κι εγώ σου λέω πως δεν με θέλει. Σίγουρα δεν με θέλει Πού να με θέλει έτσι που κατάντησα.
«Γιατί δεν μ΄αφήνεις να σε φιλήσω;» γιατί σιχαίνομαι τον εαυτό μου.
«Να σηκωθείς να πάμε τουαλέτα»… ποιος να τό ‘λεγε πως οι άλλοι θα αποφασίζουν πότε πρέπει να πάω στην τουαλέτα, πως θα με πηγαίνουν οι άλλοι στην τουαλέτα, πως θα απωλέσω το αυτεξούσιο ακόμα και της τουαλέτας.
Αχ, έπρεπε να το είχα φροντίσει πριν την πάθω. Στερνή μου γνώση να σ’είχα πρώτα. Και τώρα τι; να πέσω από το μπαλκόνι και να γίνω κιμάς; δεν μου πάει.
Χαρακίρι! Τελετουργική αυτοκτονία∙ έντιμος θάνατος. Κάτι ήξεραν οι Γιαπωνέζοι.
Γιαπωνέζοι, χαρακίρι και τρέχα γύρευε…
Γυρνάμε στα δικά μας, λοιπόν. Δημόκριτος∙ αποχή από την τροφή, θάνατος με αξιοπρέπεια. Αυτό μάλιστα! Καλή ιδέα.
«Πάρε έναν υπνάκο». Μήπως κάνω άλλο τίποτα τόσες μέρες, τόσες ώρες… ατέλειωτες… ο χρόνος φτερουγίζει ανάμεσα στα βλέφαρα… ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο… ανάμεσα στη ζωή και στο όνειρο…
Νοσοκομείο… μόνος… συντροφιά με τους πόνους… συντροφιά με τον ορό… η σταγόνα κυλάει… η μία μετά την άλλη, η μία μετά την άλλη, η μία μετά την άλλη…
σας παρακαλώ λύστε τα χέρια μου, μούδιασαν, σας παρακαλώ λύστε τα χέρια μου, δεν θα κατεβώ από το κρεβάτι, δεν θα κατεβώ, το υπόσχομαι…
η σταγόνα κυλάει… η μία μετά την άλλη, η μία μετά την άλλη, η μία μετά την άλλη…
δροσοσταλίδες λάμπουν στο χορτάρι… μύρισε το θυμάρι και το δεντρολίβανο… τα τσομπανόσκυλα αλυχτούν, με πήραν μυρωδιά, ευτυχώς πήρα μαζί μου λίγα κόκκαλα… καλά μου σκυλιά, μην ορμάτε έτσι, θα με ρίξετε… ήρεμα, ήρεμα… πού να ξεκολλήσουν… χάδια θέλουν κι αυτά, πού να ξεκολλήσουν.
∞∞∞
-Παππού, καλημέρα! Άχ! Σε ξύπνησα.
-Λαγοκοιμόμουνα. Χάιδευα τα σκυλιά.
-Τι λες παππού, ποια σκυλιά;
-Λέω για τα δυο τσομπανόσκυλα, τον Μάκη και τη Μάρω. Είναι του βοσκού που έχει το μαντρί πάνω στον λόφο. Κάθε που πάω βόλτα έρχονται να τα χαϊδέψω.
Διψούν για χάδι. Σκληρό το αφεντικό τους. Τους έκοψε τις ουρές και δεν τα χάιδεψε ποτέ. Το πρώτο χάδι της σκυλίσιας τους ζωής ήταν από μένα. Γίναμε φιλαράκια.
– Όλα τα σκυλιά σ’αγαπούν, παππού. Είσαι γητευτής σκύλων.
-Ήμουνα να λες. Τώρα δεν είμαι τίποτα.
-Άστα αυτά, και δες τι σού ‘φερα να διαβάσεις. Ένα άρθρο στην Καθημερινή για τον σπουδαίο μαθηματικό Θανάση Φωκά. Είναι αυτός που επινόησε μια μέθοδο με την οποία μπορούμε να λύσουμε έναν μεγάλο αριθμό εξισώσεων που είναι αδύνατον να λυθούν με τη σειρά Φουριέ.
-Σειρά Φουριέ; Κάτι θυμάμαι από το Πολυτεχνείο.
– Το βιβλίο του Φωκά με τίτλο «Μονοπάτια της κατανόησης» παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Αθήνα. Φαίνεται πολύ ενδιαφέρον. Θα σου το κάνω δώρο παππού.
-Εγώ θα σου το κάνω δώρο.
-Θα ανταλλάξουμε δώρα, λοιπόν, και θα συζητήσουμε το βιβλίο όταν γυρίσω από την Ξάνθη για το Πάσχα.
-Δε μου λες τι μαθηματικά κάνετε εσείς εκεί στο Δημοκρίτειο;
-Διάφορα. Θέλεις να σου φέρω αύριο τα βιβλία να τα δούμε;
-Ναι, αύριο. Αύριο θα σου δώσω και μια ενδιαφέρουσα άσκηση να τη σκεφτείς. Τώρα είμαι λιγάκι κουρασμένος. Έχω μια ζάλη, τα μάτια μου κλείνουνε.
-Σ΄αφήνω να ξεκουραστείς. Θα σε δω το βράδυ. Θα μαζευτούμε όλοι να το γιορτάσουμε. Πέρασε πια ο κίνδυνος, παππού. Η αξονική έδειξε ότι δεν έχεις κανένα αιμάτωμα.
∞∞∞
Σειρά Φουριέ…έπεσα πάνω της μια φορά, κάναμε υπολογισμούς με τον Δημήτρη για κείνες τις πλάκες. Κάτι δεν μας πήγαινε καλά και καταφύγαμε στη σειρά Φουριέ. Ζητούμενο το απόλυτα σωστό από μαθηματική άποψη. Σπουδαίο εργαλείο μας είχαν πει στο Πολυτεχνείο.
«Θα ανταλλάξουμε δώρα και θα συζητήσουμε το βιβλίο στις διακοπές του Πάσχα»», φοβερό παιδί ο εγγονός μου. Πολύτιμος. Μου χαρίζει το μέλλον, νά ‘ναι καλά.
«Μαθηματικά στο Δημοκρίτειο»… Δημόκριτος ο Γελασίνος…
Βρε καλώς τον γέροντα! Ο λευκός μανδύας του ανεμίζει… πλησιάζει με αργά βήματα… το χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του… με αγγίζει απαλά στο μέτωπο… σκύβει και μου ψιθυρίζει στο αυτί «ευθυμίη»… με πιάνει από το δεξί χέρι … γινόμαστε ανάλαφροι… ανυψωνόμαστε… πετούμε στον αιθέρα… βυθιζόμαστε στο γαλάζιο… πέρα στο βάθος του ορίζοντα άπειρα άτομα… μικρά και μεγάλα… όλα τα σχήματα, όλα τα χρώματα… σε αέναη κίνηση… σμίγουν, χωρίζουν, ενώνονται… στροβιλίζονται… περιδίνηση… λάμψεις, εκρήξεις, ποταμοί φωτιάς… αστέρια, μύρια αστέρια αναδύονται… Ο ΜΕΓΑΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ… άπλετο ΦΩΣ… με τυφλώνει… ζαλίζομαι… θα πέσω… ο γέροντας με αγκαλιάζει… κατεβαίνουμε αργά… με εναποθέτει στην κλίνη… πλαγιάζει δίπλα μου… μου χαϊδεύει απαλά το κεφάλι… αγγίζει το τραύμα… δάχτυλα ευλογημένα… σταλάζουν ίαμα στην πληγή, γλυκαίνουν τους πόνους, γαληνεύουν την ψυχή… ε υ θ υ μ ί η…
Μουσικές εξαίσιες, φωνές μελωδικές με πλημμυρίζουν…
∞∞∞
-Σου έβαλα το Ορατόριο των Χριστουγέννων, για να ξυπνήσεις γλυκά με τον αγαπημένο σου Μπαχ.
-Πώς κι έτσι; Αφού εσένα δεν σου αρέσουν τα ορατόρια.
-Μου έμαθες να αγαπώ τον Μπαχ. Καιρός να δοκιμάσω και τα ορατόρια. Έχεις να μου μάθεις πολλά ακόμα. Να το ξέρεις.
-Είσαι θεότρελη. Παράτησες το μαγείρεμα και ήρθες να πλαγιάσεις μαζί μου στις δέκα το πρωί;
-Δεν αφήνω τον γάμο για τα πουρνάρια, αγάπη μου.
-ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡΡ …
-Εσύ θα γαβγίζεις κι εγώ θα σε χαϊδεύω.
-Και ποιος θα μαγειρέψει για το βράδυ που θα κουβαληθούν όλοι;
-Εμείς οι δυο. Τι θα έλεγες να πάμε στην κουζίνα για να με βοηθήσεις; Ο εγγονός σου τρελαίνεται για τις ψητές πατάτες σου.
-Θα ζαλίζομαι.
-Θα τα καταφέρεις. Έστω για λίγο.
-Ε, άντε, πάμε. Ούτως ή άλλως η αποχή αναβάλλεται. Γιορτάζουμε τα Θεσμοφόρια. Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος.
– Τι λες; δεν καταλαβαίνω.
-Είδα στον ύπνο μου τον Δημόκριτο.
-Καλό όνειρο;
-Άριστο. Ο Μεγάλος με ταξίδεψε στη χώρα της Ευθυμίης. Άντε, δώσε ένα χεράκι να σηκωθώ να πάμε στην κουζίνα. Τρελαίνομαι για την ευωδιά του ζεστού ψωμιού.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Δημόκριτος, όντας σε βαθιά γεράματα, ήθελε να αυτοκτονήσει με αποχή από την τροφή. Επειδή, όμως, ήταν οι ημέρες των Θεσμοφορίων και οι γυναίκες της οικογένειας ήθελαν να τις γιορτάσουν, τον παρακάλεσαν να αναβάλει τον θάνατό του για λίγες μέρες. Ζήτησε τότε να του φέρουν ζεστό ψωμί ή κατά μια άλλη εκδοχή ένα αγγείο με μέλι και έζησε στις γιορτές μόνο με τη μυρωδιά του ψωμιού ή του μελιού. Όταν πέρασαν τα Θεσμοφόρια, παραδόθηκε στον θάνατο.