Ένα ταξίδι στον φωτεινό κόσμο των ψυχών
Η Αναστασία Χρυσαφίδου- Καλφέλη με το βιβλίο της «Πιο πέρα από το πέρα», εκδ. Μπαρμπουνάκη, μας ξεναγεί στον κόσμο των ψυχών. Δύσκολο εγχείρημα. Κορυφαίοι συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, μας έχουν ήδη παρουσιάσει με θαυμαστό τρόπο αυτόν τον κόσμο. Αναφέρω ενδεικτικά τον Όμηρο, τον Λουκιανό και τον Δάντη στους οποίους παραπέμπει η συγγραφέας.
Και όμως η Τασούλα με το βιβλίο της καταφέρνει να δημιουργήσει τον δικό της, διαφορετικό, κόσμο των ψυχών. Η συγγραφέας απομακρύνεται από τη ζοφερή εικόνα της λογοτεχνικής παράδοσης και της μυθολογίας που δεν ταιριάζει στη δική της ψυχοσύνθεση, όπως δηλώνει στον πρόλογο. Θέλει να δώσει μια διαφορετική διαδικασία αναχώρησης και διαμονής των ψυχών πιο ταιριαστή για την εποχή μας.
Πιστεύω ότι η Τασούλα πετυχαίνει τον στόχο της. Επινοεί με τη δημιουργική φαντασία της έναν κόσμο εκσυγχρονισμένο με την τεχνολογία και φωτεινό που μοιάζει αληθοφανής και ελκυστικός για τον αναγνώστη. Η συγγραφέας μας καλεί να τον γνωρίσουμε με συνοδό την ηρωίδα του βιβλίου και να βιώσουμε μαζί της μια ιδιαίτερη εμπειρία συναντώντας τους κατοίκους του. Να αναστοχαστούμε πάνω στα ανθρώπινα και στο υπαρξιακό, να συμφιλιωθούμε με ζώντες και νεκρούς και να εξοικειωθούμε με την ιδέα του θανάτου.
Η συγγραφέας δημιουργεί την ηρωίδα, που αφηγείται σε α΄πρόσωπο την εμπειρία της, με βάση δικά της ανάλογα βιώματα. Όπως μας εξομολογείται στην εισαγωγή, έχει δει κατά καιρούς όνειρα προφητικά που προοιωνίζουν τον θάνατο αγαπημένων προσώπων. Αξιοποιεί, λοιπόν, το όνειρο ως μέσο για τη μετάβαση της ηρωίδας της στον κόσμο των ψυχών και με αυτό το εύρημα θεωρώ ότι η συγγραφέας προσδίδει αληθοφάνεια στη φανταστική ιστορία της.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το βιβλίο «Πιο πέρα από το πέρα» θα το χαρακτηρίζαμε νουβέλα, τουλάχιστον από την άποψη της έκτασης και της σχετικά απλής πλοκής. Παρουσιάζει σαφή και στιβαρή δομή. Περιλαμβάνει τρία μέρη, συνδεδεμένα άρρηκτα μεταξύ τους, καθώς και έναν επίλογο. Παραθέτω τους τίτλους: 1ο Η εποχή των συναντήσεων, 2ο Οι παλιοί μου γείτονες, 3ο Με συνοδό τη γιαγιά Κατίνα. Το πρώτο εισαγωγικό μέρος χωρίζεται σε σύντομα κεφάλαια, ενώ τα άλλα δύο έχουν σπονδυλωτή μορφή, σε κάθε σπόνδυλο παρουσιάζεται η ιστορία ενός διαφορετικού προσώπου.
Ας δούμε τώρα αναλυτικά το περιεχόμενο και τη μορφή του κάθε μέρους.
Στην εποχή των συναντήσεων η συγγραφέας παρουσιάζει τον εκσυχρονισμένο με την τεχνολογία κόσμο που έχει επινοήσει. Η ηρωίδα ονειρεύεται ότι βρίσκεται σε μια αυλή με αμφιθέατρο, χώρο συνάθροισης των ψυχών, και εκεί συναντάει τον αγαπημένο θείο Αντώνη, που της εξηγεί τους κανόνες λειτουργίας. Στον χώρο αυτό αυλίζονται μόνο οι ψυχές αυτών οι οποίοι, μετά από ειδικές ηλεκτρονικές εξετάσεις, αποδείχτηκαν ευγνώμονες, ελεήσαντες, μετανοήσαντες και συγχωρήσαντες, ενώ οι άλλοι τιμωρούνται με απομόνωση. Οι επιτυχόντες, σε περιβάλλον αυτόματης μετάφρασης, συμμετέχουν σε θεματικές ομάδες διαλόγου και απολαμβάνουν την «δια βίου μάθηση» τρόπον τινά.
Στο δεύτερο μέρος Οι παλιοί μου γείτονες η ηρωίδα συναντάει τους παλιούς της γείτονες που έχουν μετανοήσει για τις πράξεις τους και «ακούει» αυτά που δεν τόλμησαν να πουν εν ζωή στους οικείους τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα αναλαμβάνει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, για να μεταφέρει στους ζώντες μηνύματα συμφιλίωσης.
Παρελαύνουν, λοιπόν, ο ένας μετά τον άλλον, πρώην γείτονες και φίλοι της ηρωίδας, άτομα πολύ διαφορετικά που τους ενώνει η έντονη ανάγκη να κάνει ο καθένας γνωστή τη δική του πονεμένη ιστορία. Ωστόσο, ο αναγνώστης δεν «ακούει» τις φωνές τους, αλλά παρακολουθεί μαζί με την ηρωίδα τις ιστορίες τους από αφηγήσεις σε γ’ ρηματικό πρόσωπο. Με αυτές τις αφηγήσεις η συγγραφέας ζωγραφίζει την τοιχογραφία μιας αστικής γειτονιάς στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή Φλέμιγκ, από τη δεκαετία 70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, μια εποχή όπου η πόλη αλλάζει με την αντιπαροχή και την ανοικοδόμηση.
Οι ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους με το κεντρικό θέμα της συγχώρεσης, ενώ παράλληλα αγγίζουν ποικίλα άλλα θέματα για γεγονότα καθημερινά, αυτά που συμβαίνουν συνήθως στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, όπως λέει η ηρωίδα. Μέσα από τις αφηγήσεις αναδεικνύεται το εφήμερο της ανθρώπινης υπόστασης, οι ανατροπές και η ειρωνεία της μοίρας, η τυφλότητα των ανθρώπων που δεν αναγνωρίζουν την αξία της αγάπης και αδυνατούν να τη χαρούν.
Οι ιστορίες καλύπτουν διάφορες πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων. Τη σχέση των γονιών με τα παιδιά τους σε μια συντηρητική κοινωνία, π.χ. την ιστορία του πατέρα που απορρίπτει τον γιο του, γιατί δεν δείχνει τον απαιτούμενο κατά τη γνώμη του ανδρισμό. Τη συζυγική σχέση, π.χ. την ιστορία του συζύγου που ζηλεύει παθολογικά τη γυναίκα του και τη φυλακίζει στο σπίτι. Τη σχέση με αγαπημένους φίλους που η μοίρα έκοψε απότομα το νήμα της ζωής και δεν πρόλαβαν να χαρούν τον έρωτα. Τη σχέση με ένα ζώο που υποκαθιστά τον απωλεσθέντα σύντροφο. Τη σχέση ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας, π.χ. τους δεσμούς που αναπτύσσουν οι γείτονες σε καταστάσεις κινδύνου, όπως σε έναν σεισμό.
Oι πονεμένες ιστορίες των απλών ανθρώπων συγκινούν βαθιά την ηρωίδα και λειτουργούν ως κίνητρο, για να αναστοχαστεί και να επανατοποθετήσει τη ζωή της σε νέες βάσεις. Αγγίζουν επίσης και τον αναγνώστη, γιατί «αυτές οι ιστορίες ανήκουν σε όλους μας».
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου η ηρωίδα συναντάει τον λατρεμένο πατέρα της- πρόκειται για μία εξαιρετικά δυνατή σκηνή. Ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα προχωράει σε έναν καινούριο κύκλο συναντήσεων με συνοδό την αγαπημένη της γιαγιά Κατίνα. Αυτή τη φορά συναντάει πρόσωπα που δεν γνώρισε και «ακούει» αφηγήσεις για γεγονότα που δεν έζησε. Είναι συγγενικά πρόσωπα που λένε ιστορίες παλιές αλλά με διαχρονική αξία. Αφορούν τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα και την εξουσία, τον φανατισμό, τον πόλεμο, την καταστροφή, την προσφυγιά, την εξαθλίωση.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το τρίτο μέρος του βιβλίου διαφέρει σημαντικά από το δεύτερο που εστιάζει σε ιστορίες μιας κοινωνικής ομάδας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Στο μέρος αυτό η συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει διηγήσεις που συνδέονται με κομβικά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας, την προσφυγιά της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, τη Γερμανική Κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο, τις διώξεις και τα δεινά των ηττημένων μεταπολεμικά, τη μετανάστευση. Επιλέγει μάλιστα τον κατάλληλο τρόπο γραφής για την περίσταση. Κάθε συγγενής αφηγείται σε α΄ρηματικό πρόσωπο την ιστορία του. Έτσι η αφήγηση παίρνει τη μορφή και τη δύναμη της ιστορικής μαρτυρίας που αγγίζει βαθιά με την αλήθεια της. Πόση αλήθεια και πόση μυθοπλασία ενέχουν άραγε αυτές οι ιστορίες; Δεν θα το μάθουμε. Πάντως φαίνεται ότι η συγγραφέας γνωρίζει το παιχνίδι της γραφής.
Στον επίλογο, ο θείος Ραφαήλ, ένας από τα δέκα αδέλφια της γιαγιάς Κατίνας, συνοψίζει την πολύπαθη ιστορία της οικογένειας που αφανίστηκε μέσα στον πόλεμο. Μια ιστορία συγκλονιστική με την τραγική μάνα να μετράει αλαλιασμένη πόσα παιδιά της έμειναν ζωντανά και να ξεπροβοδίζει «σαν χαμένη» το παλικάρι της που φεύγει αντάρτης στο βουνό.
Σκιά βαριά στα μάτια της μάνας κι εκείνη έπεσε στα γόνατα. Λυγμός ο λόγος της να σου ξεσκίζει την καρδιά. «Αν ήρθατε για να μου πάρετε και τον Αντώνη… Μόνο ο Αντώνης μου έμεινε απ΄τα εφτά μου παλικάρια. Αφήστε τουλάχιστον αυτόν. Σε ικετεύω, Ραφαήλ μου, δεν θα σας είναι χρήσιμος. Τον απέλυσαν, γιατί αρρώστησε. Φιλάσθενος είναι αυτός. Όχι και τον Αντώνη. Βάρος θα σας είναι. Εσύ, Ραφαήλ, τον ξέρεις τον αδελφό σου. Από μικρό παιδάκι έτσι ήτανε. Το θυμάσαι, δεν το θυμάσαι»; […]
Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Η αδελφή μου με αγκάλιασε. Κρατούσε στα χέρια της ένα χοντρό σκούρο πράσινο πουλόβερ. «Θα σου χρειαστεί, μπορεί και στον Χρηστάκο μας» κι η μάνα σαν χαμένη να μας κοιτάει: «Τον νου σου. Παραφυλάνε οι μαύροι». Τα πονεμένα της χέρια στα χέρια μου, στο πρόσωπό μου, στα μαλλιά μου. Μια χούφτα άνθρωπος έγινε. Γούβιασαν οι ώμοι της: «Αγόρι μου, στο καλό. Να προσέχεις τον αδελφό σου…».
Η συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με αναφορά στη σύγχρονη ιστορία της τραγωδίας των Τεμπών. Το μνημόσυνο που τελεί η ηρωίδα στις 18 Φεβρουαρίου 2024, για να αποτίσει φόρο τιμής στους άταφους νεκρούς, σμίγει με το μνημόσυνο για τους νεκρούς των Τεμπών.
Ένα ταξίδι στον κόσμο των ψυχών που υπενθυμίζει συνεχώς στον αναγνώστη το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό είναι το θέμα του βιβλίου της Χρυσαφίδου «Πιο πέρα από το πέρα». Θέμα βαρύ. Κι όμως η Τασούλα δημιουργεί ένα βιβλίο φωτεινό, καθαρτικό, βαθιά ανθρώπινο. Ήδη η επιλογή του πίνακα του Χρήστου Μακριδάκη που κοσμεί το εξώφυλλο σε προετοιμάζει για το ταξίδι σε έναν πολύχρωμο ονειρικό κόσμο. Και με το που ξεκινάει το ταξίδι, η συγγραφέας σε παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί με ασφάλεια βήμα, βήμα, να ξεφοβηθείς το άγνωστο και να γνωρίσεις τις μυστικές ομορφιές του.
Ο λόγος της μεστός και λαγαρός κυλάει αβίαστα αξιοποιώντας την κατάλληλη τεχνική για την κάθε περίπτωση, περιγραφές, αφηγήσεις σε α’ και σε γ’ πρόσωπο, διαλόγους, ελεύθερο πλάγιο λόγο, χιουμοριστικές σκηνές. Λόγος άμεσος και οικείος, που σε ορισμένες δυνατές στιγμές σπάει την πεζότητα και φτερουγίζει ποιητικά. Η φωνή της ηρωίδας, φιλική και ήρεμη, σε γαληνεύει, σε συνοδεύει προστατευτικά στο ονειρικό ταξίδι. Η συγγραφέας δημιουργεί ένα φωτεινό πλάσμα που βλέπει με συμπάθεια τις ανθρώπινες αδυναμίες, αναζητάει τον καλό εαυτό στον καθένα, εκτιμά την αξία της συγχώρεσης και της αγάπης, φιλοσοφεί πάνω στην ιδέα του θανάτου και χαμογελάει με ευγνωμοσύνη στη ζωή. Μια ηρωίδα που έχει πολλά κοινά με την ίδια τη συγγραφέα.