-Από ποιο δρόμο θέλεις να γυρίσουμε;
-Από τον επάνω, από τη μεριά του δάσους. Να περάσουμε πίσω από το μπαρ. Δεν την μπορώ τη γκλαμουριά.
-Όπως θέλεις. Πάμε, της λέω, και παίρνουμε το μονοπάτι που διασχίζει το δασάκι.
-Πήγες ποτέ στο μπαρ Λευκοθέα;
-Ναι, πάω πού και πού για καφέ.
– Συχνάζεις σ’αυτό το όργιο του δήθεν, ανάβει η φίλη μου και αρχίζει τη μουρμούρα.
– Εγώ πήγα την περασμένη Τετάρτη για καφέ και έφριξα. Εκατέρωθεν της εισόδου δύο δέντρα και δυο τεράστιες γυάλινες φρουτιέρες με λογιών λογιών κοχύλια, όλα βαμμένα λευκά. Δέντρα και όστρακα λευκασμένα, αν είναι δυνατόν. Εδώ που τα χρώματα της φύσης βγάζουν μάτι. Δίπλα σε ένα καταπράσινο πευκόδασος που σμίγει με το τυρκουάζ της θάλασσας.
-Να σου πω την αλήθεια, ούτε που την πρόσεξα την είσοδο.
-Άντε, και δεν πρόσεξες την είσοδο. Αμ το μέσα; Μπαίνω και με περικυκλώνουν κίονες, αγάλματα αρχαιοελληνικών θεοτήτων, πιθάρια, αμφορείς, κρατήρες. Το αρχαιοελληνικό μεγαλείο απαστράπτον στα λευκά. Και οι σερβιτόρες με λευκούς χιτώνες και σανδάλια να πηγαινοέρχονται με υδρίες και οινοχόες και να προσφέρουν ποτά στους πελάτες. Κιτσαριό, παιδί μου, κιτσαριό. Απορώ πώς πηγαίνεις.
-Έχει πολύ ωραία θέα από κει πάνω. Βλέπω τη θάλασσα και ξεχνώ όλα τα άλλα.
-Έτσι την έπαθα κι εγώ. Έτοιμη ήμουνα να το βάλω στα πόδια, αλλά η θέα με καθήλωσε. Καθώς έδυε ο ήλιος, το φως περνούσε μέσα από τα από τα σύννεφα και έβαφε τη θάλασσα με πορτοκαλοκόκκινες μεταξωτές κορδέλες. Κυματιστές, λαμπερές, ρέουσες… Άχ, θα μπορέσω ποτέ να ζωγραφίσω αυτήν την πάλλουσα ομορφιά… Δεν χόρταινα να την βλέπω. Αχόρταγη, είσαι αχόρταγη, μου λέει ο Γιώργος κάθε φορά που πάμε στη θάλασσα. Κάθισα σε μια πολυθρόνα και βυθίστηκα στα χρώματα του δειλινού. Με τράβηξε στην επιφάνεια μια αυστηρή φωνή: «Απόψε στις 9.00, έχουμε white party». Γυρνώ το κεφάλι και βλέπω μια ξανθιά σερβιτόρα με κοντό χιτώνα και ασημένιες πόρπες να μου σκάει ένα ξινό χαμόγελο. Ένιωσα την ξινίλα της να μου τρυπάει το μαύρο τζιν και το μαύρο μπλουζάκι. Τα στενά μάτια της με το έντονο eyeliner με έβλεπαν σαν τη μύγα μες το γάλα. Βγήκα από τα ρούχα μου. Αρχίζω, λοιπόν, την επίθεση: «Τι εννοείς κοπέλα μου; Μου το κάνεις λιανά;». «Ο κώδικας ένδυσης στο πάρτι είναι το λευκό. Όλοι οι πελάτες έρχονται ντυμένοι στα λευκά», μου απαντάει. «Και δεν μου λες, κούκλα, πώς και σας ήρθε αυτή η ιδέα;», συνεχίζω ακάθεκτη. «Μα δεν έχετε ακούσει ποτέ για τα φημισμένα white party της Αμερικής. Έχουν γίνει πολύ in και στην Ελλάδα. Δεν το ξέρετε; Eδώ γίνεται χαμός κάθε Τετάρτη. Νέοι, ηλικιωμένοι, παιδιά ντυμένοι στα λευκά έρχονται για τη γιορτή. Στήνουμε ειδικό ντεκόρ εκείνη τη μέρα. Ανάβουμε λυχνάρια και πυρσούς, στρώνουμε λευκά χαλιά, κρεμάμε αιώρες. Οι καλεσμένοι μας ταξιδεύουν σε έναν λευκό κόσμο… στον κόσμο της αγνότητας, της αθωότητας…». «Μπούρδες!» την κόβω και προχωρώ στη χαριστική βολή: «Δεν έχω ακούσει για white party, δεν είμαι καθόλου in και δεν γουστάρω τις αμερικανιές. Κι αυτό το παραμύθι για τον λευκό κόσμο όχι σε μένα. Αλλού, γλυκιά μου. Εγώ σας αδειάζω πάραυτα τη γωνιά. Εσύ, όμως, πες μου στα ίσα πώς νιώθεις ντυμένη καρναβάλι; Πώς την αντέχεις όλη αυτή την ψευτιά;». Δεν απάντησε. Με κοίταξε σαν χαμένη.
-Ρε συ, γιατί τά ΄βαλες με το κορίτσι; Τη δουλειά του κάνει.
– Έλα, τώρα, με ξέρεις. Γίνομαι έξαλλη με τα σκατά που μας σερβίρουν. Αλήθεια, τι μού ‘φταιξε το κορίτσι… ένα γρανάζι στο κωλοσύστημα, όπως όλοι μας. Σίγουρα τραβάει ζόρια, για να παριστάνει το καρναβάλι. Τώρα που περνούμε πίσω από το μπαρ, έτσι μού ‘ρχεται να πεταχτώ να της ζητήσω συγνώμη. Τι λες πάμε;
-Πάμε να σου φύγουν οι τύψεις, της λέω και πιάνουμε τον κατήφορο.
-Καλέ, τι μπόχα είναι αυτή; Τι γίνεται εκεί κάτω;
Γυρνώ και τι βλέπω. Ένα χοντρό μαύρο φίδι με το κεφάλι βουτηγμένο σε μια τρύπα στο λευκό δάπεδο του μπαρ. Η μακριά ουρά του ξεκινάει από ένα τεράστιο μπλε όχημα. ΑΧΟΡΤΑΓΟΣ. ΕΚΚΕΝΩΣΕΙΣ ΒΟΘΡΩΝ-ΑΠΟΦΡΑΞΕΙΣ.
-Το μυρίστηκα το σκατό εγώ. Από την είσοδο μ’άρπαξε η βρώμα. Θα απαθανατίσω τη σκηνή, χαμογελάει θριαμβευτικά η φίλη μου και βγάζει το κινητό.
-Δεν διαθέτουν όλοι οξεία όσφρηση όπως εσύ. Οι λευκοφορεμένοι ούτε που το πήραν μυρωδιά. Κοίτα εκεί πέρα στο βάθος! περιμένουν αμέριμνοι στην ουρά για να εισέλθουν στον κόσμο της λευκότητας. Τετάρτη σήμερα και το white party καλά κρατεί.
-Μπας και χάσανε την όσφρησή τους από τον κορωνοϊό, λέει η φίλη μου και μας πιάνουνε τα γέλια.
-Λοιπόν, φιληνάδα, το αποφάσισα. Τέρμα οι καφεδιές στη Λευκοθέα. Λέγε λέγε μού το χάλασες. Άντε, τώρα πάμε σπίτι να την αράξουμε. Τι λες για ένα σκραμπλ; Αυτή τη φορά θα σε σκίσω.