Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων η Μάνια όταν η γιαγιά της η Σμυρνιά της δίδαξε την προσευχή του ξεματιάσματος.
“Άκου κόρη μου”, της είπε μια μέρα, “θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδιά και πρέπει να ξέρεις να τα ξεματιάζεις. Οι άνθρωποι είναι κακοί, ζηλεύουν κι ο φθόνος φέρνει κακό. Η εκκλησία μας παραδέχεται την βασκανία”. Κι έτσι η κυρά Σουλτάνα μετέφερε την γνώση της στην εγγονή. Δεν πέρασε λίγος καιρός και μια γειτόνισσα ήλθε κλαίγοντας ότι ο πορτοκαλής γάτος της, ο Κολοκύθας, δεν έτρωγε, δεν έπινε κι ο κτηνίατρος δεν έβρισκε τι αρρώστια είχε. Έλιωνε το γατί πεσμένο χάμω. Τελευταία της ελπίδα η κυρά Σουλτάνα. Όμως, η γριά δεν ήθελε να ξεματιάσει το ζώο. “Εγώ”, της είπε “μόνο ανθρώπους ξεματιάζω, τι μούφερες τούτο το πλάσμα;”.Η γειτόνισσα έκλαιγε παρακαλώντας την. Άκουσε τα κλάματα η Μάνια και ζήτησε να δει τον γάτο. Μπροστά στην γιαγιά της που θύμωσε άρχισε να λέει την προσευχή και να σταυρώνει τον γάτο, να φτύνει τρεις φορές και πάλι να τον σταυρώνει. Μέχρι να τελειώσει, ο Κολοκύθας χασμουρήθηκε, νιαούρισε και σηκώθηκε να πάει να βρει φαγητό. Οι τρεις γυναίκες έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
“Μωρή κόρη μου”, είπε η Σουλτάνα, “εσύ με ξεπέρασες. Να δεις που θα γίνεις σπουδαία ξεματιάστρα και θα βγάνεις παράδες όχι σαν και μένα με τα ψυχικά που δεν πήρα δεκάρα τσακιστή”.
Η γειτόνισσα το είπε και σε άλλες γυναίκες στη γειτονιά και από στόμα σε στόμα ονόμασαν την Μάνια ξεματιάστρα ζώων. Ένας της έφερε τον σκύλο του που έκανε συνέχεια εμετούς. Αυτή είπε την προσευχή μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια, που μόνο λίγες λέξεις ξεχώριζαν πού και πού, όπως “δεηθώμεν”, “σατανική”, “άγγελο” και “βασκανία”. Τα άλλα ήταν ψιθυριστά και ακατανόητα. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Όχι μόνο σταμάτησε τους εμετούς ο σκύλος αλλά ένα σμήνος από τσιμπούρια έφυγε όλο μαζί από το κορμί του. Αυτό δεν το είχαν ματαδεί. Τότε κάποια της είπε ότι τα μαγικά της ξόρκια έδιωχναν και τα ενοχλητικά έντομα. Την φώναξε στο σπίτι της μάνας της που ήταν κλειστό από τότε που πέθανε και χρειαζόταν καθάρισμα.
“Για πες τα ξόρκια σου μωρή Μάνια μπας και φύγουν οι κατσαρίδες και τα τρωκτικά”.
“Κυρά Λένη, δεν είμαι σίγουρη ότι θα πιάσει. Εγώ…”
“Έλα, κάνε μια προσπάθεια κι ό,τι γίνει”, της είπε αυτή. Θα σε πλερώσω
“Κυρά Λένη, δεν θέλω να παίρνω λεφτά για το ξεμάτιασμα. Ούτε η γιαγιά μου πήρε τίποτε από κανέναν”
Άρχισε η Μάνια τις προσευχές και τα σταυρώματα και σε λίγη ώρα έβγαλαν φτερά οι κατσαρίδες και πέταξαν και τα τρωκτικά όπου φύγει φύγει. Εξαφανίστηκαν.
Αυτό πια κι αν ήταν ανήκουστο. Ούτε η γιαγιά Σουλτάνα ούτε η Μάνια βέβαια δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς συνέβαινε.
Κάποια άλλη φορά μια μάνα την φώναξε να ξεματιάσει τον γιόκα της, επτά χρόνων αγοράκι που είχε χλωμιάσει κι είχε πόνους στην κοιλιά του. Πήγε η Μάνια και ξεκίνησε την προσευχή. Το σταύρωσε το αγόρι και μόλις τελείωσε το παιδί έκανε έναν μεγάλο εμετό βγάζοντας σκουλήκια από την κοιλιά του, που με κάποιο μαγικό τρόπο έφυγαν από το σπίτι σαν κυνηγημένα.
Έτσι γινόταν για καιρό. Η Μάνια πια έσωνε ανθρώπους και ζώα από κάθε κακό. Όποιο πρόβλημα κι αν είχαν οι συγχωριανοί της αυτήν καλούσαν κι εκείνη με την προσευχή έλυνε τα μάγια. Έδιωχνε μυρμήγκια από τα σπίτια και ακρίδες από τους αγρούς. Η φήμη της είχε αρχίσει να εξαπλώνεται σε όλο το νομό. Μια φορά της έφεραν μια γλάστρα μ’ ένα σπάνιο εξωτικό φυτό. Κανένας γεωπόνος δεν μπόρεσε να βρει τι φταίει. Σκέφτηκαν οι ιδιοκτήτες να δοκιμάσουν και την Μάνια. Δεν είχαν τίποτε να χάσουν. Δυσκολεύτηκε με το φυτό η Μάνια. Χρειάστηκε να αφήσουν την γλάστρα μια εβδομάδα και, ω του θαύματος, το εξωτικό φυτό άρχισε να παίρνει τα πάνω του, να ζωντανεύει και να στέκεται γεμάτο υγεία. Αυτό ξεπέρασε κάθε προσδοκία ακόμα και της ίδιας της Μάνιας που ούτε φανταζόταν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Άρχισαν να την φωνάζουν στα χωράφια τους, στις αυλές τους να διώχνει ζιζάνια, να αναζωογονεί μποστάνια, να χαρίζει υγεία σε ζώα και φυτά.
Στεκόταν έξω από το κατάστημα της ατομικής της επιχείρησης και κοίταζε με εξεταστικό βλέμμα όλες τις λεπτομέρειες. Μόλις είχε φύγει ο τεχνίτης που κάρφωσε την ταμπέλα της πάνω από την τζαμαρία. Η πινακίδα είχε χρώμα πράσινο της χλόης και τα γράμματα είχαν το κόκκινο της παπαρούνας. Με κεφαλαία έγραφε: ΞΕΜΑΤΙΑΣΤΡΑ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ κι από κάτω με πιο μικρά, πάλι κεφαλαία συμπλήρωνε: ΕΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ ΨΥΧΟΥΛΑ.
Η Μάνια, ήταν πια μια γυναίκα πληθωρική ψηλή και χυμώδης γύρω στα πενήντα, που μετά από τις πολλές της επιτυχίες σε ξεμάτιασμα ζώων και φυτών αποφάσισε να ανοίξει μαγαζί. Είχε κουραστεί να οδηγεί και να πηγαίνει σε μακρινές αποστάσεις, μια κι η φήμη της είχε διαδοθεί κι αποφάσισε να φτιάξει μια επιχείρηση. Ήταν πανέμορφο το κατάστημα, με μεγάλη τζαμαρία μπροστά και μερικά φυτά για στολισμό. Εκείνο το βράδυ είχε τα εγκαίνια και προβλεπόταν μεγάλος συνωστισμός. Όλα ήταν πανέτοιμα, ο χώρος υποδοχής και αναμονής ευρύχωρος, με καρέκλες και πίσω από μια πόρτα το γραφείο που θα δεχόταν τον ασθενή και που η Μάνια θα έκανε τα μαγικά της. Αφού θαύμασε το κατάστημα μπήκε μέσα κι έκατσε στο γραφείο της. Αναπόλησε την πορεία της μέχρι αυτή την στιγμή της μεγάλης καταξίωσης και μνημόνευσε την γιαγιά της την Σουλτάνα που της έμαθε την τέχνη του ξεματιάσματος. Θυμήθηκε τα λόγια της που της είχε πει ότι θα έβγαζε παράδες με το ξεμάτιασμα κι έτσι ξεκίνησε την επιχείρηση.
Έφτασαν οι επισκέπτες, οι πιο πολλοί γνώριζαν την Μάνια και την τέχνη της, αλλά και άλλοι περίεργοι που για πρώτη φορά είδαν να υπάρχει μια τέτοια επιχείρηση ξεματιάσματος. Χαρούμενοι όλοι κι η Μάνια λαμπερή κι ευτυχισμένη μοίραζε παντού τις αγκαλιές της. Μόλις άρχισαν να σερβίρονται τα μεζεδάκια που υπήρχαν ένας τρομακτικός θόρυβος ακούστηκε κι ο ουρανός έγινε μαύρος σαν να ερχόταν δυνατή βροχή. Σε λίγα λεπτά επιτέθηκε στην Μάνια με μανία ένα πλήθος από κατσαρίδες, μυρμήγκια, τσιμπούρια, σκουλήκια, ποντίκια, ζιζάνια κι άλλα παράσιτα βγάζοντας μια αγωνιώδη κραυγή:
“Επιτέλους παίρνουμε την εκδίκησή μας, τώρα που αποφάσισες να βγάλεις λεφτά.”
Ήταν όλα αυτά τα πλάσματα που η Μάνια με την προσευχή της είχε διώξει στα χρόνια που πέρασαν από τα ζώα, τα φυτά και τα χωράφια. Έπεσαν πάνω της και σε λίγα λεπτά την είχαν κατασπαράξει. Κανείς δεν βρέθηκε να την ξεματιάσει.