Τον Γενάρη του 1945, όταν ο χιτλερικός πόλεμος κόντευε να τελειώσει, μια αγρότισσα στα μέρη της Θουριγγίας, ονειρεύτηκε πως τη φώναξε ο γιος της από το χωράφι και, βγαίνοντας μισοζαλισμένη από τον ύπνο στην αυλή, πίστεψε πως τον είδε να στέκεται πλάι στo μαγκάνι του νερού και να πίνει.
Όταν του μίλησε, κατάλαβε, πως ήταν ένας από τους νεαρούς Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου, που έκαναν αγγαρεία στο κτήμα. Μερικές μέρες αργότερα έζησε πάλι κάτι παράξενο: Είχε πάει, εκεί κοντά σ’ ένα σύδεντρο, φαγητό στους αιχμαλώτους, που έσκαβαν να βγάλουν κουτσουρεμένους κορμούς δέντρων από το χώμα. Φεύγοντας, όπως για μια στιγμή αντιγύρισε, είδε εκείνο τον ίδιο νεαρό αιχμάλωτο – παρεμπιπτόντως, έναν άνθρωπο με αρρωστιάρικη όψη – να στρέφει το πρόσωπο, και μάλιστα γεμάτο απογοήτευση, κοιτάζοντας το τσίγκινο πινάκι με τη σούπα που του έδινε κάποιος. Ξαφνικά, είδε το πρόσωπό του να μεταμορφώνεται πάλι στο πρόσωπο του γιου της.
Τις επόμενες μέρες, της συνέβησαν συχνά τέτοιες φευγαλέες, βραχύβιες μεταμορφώσεις του προσώπου του συγκεκριμένου νεαρού σε αυτό του γιου της.
Ύστερα, ο αιχμάλωτος αρρώστησε και έμεινε χωρίς φροντίδα στον αχυρώνα. Η αγρότισσα ένιωθε μια όλο και πιο έντονη παρόρμηση να του πάει κάτι δυναμωτικό, σε αυτό όμως στεκόταν εμπόδιο ο αδελφός της, ένας ανάπηρος πολέμου, που είχε το λόγο στο κτήμα και μεταχειριζόταν βάρβαρα τους αιχμαλώτους, ειδικά τώρα, που όλα είχαν αρχίσει να τρίζουν παραπαίοντας και το χωριό να τους φοβάται.
Ακόμα και αυτή δεν μπορούσε να κλείσει τα’ αφτιά της στα επιχειρήματά του, και θεωρούσε πως κάθε βοήθεια σε αυτούς τους υπανθρώπους – για τους οποίους είχε ακούσει τρομερά πράγματα – ήταν τελείως λάθος. Ζούσε με το φόβο του τι θα μπορούσαν να κάνουν οι εχθροί στο γιο της που ήταν ακόμα στο ανατολικό μέτωπο. Έτσι, ενώ δεν είχε ακόμα προλάβει να ολοκληρώσει τον σκοπό της να βοηθήσει αυτόν τον αιχμάλωτο στην δυστυχία του, έπεσε ένα βράδυ απρόσμενα πάνω μια ομάδα αιχμαλώτων, που κανόνιζαν κάτι βιαστικά στο χιονισμένο περιβολάκι. Η συζήτηση γινόταν μάλλον εκεί, μέσα στο κρύο, για να μπορέσει να μείνει μυστική.
Παρών στην συνάντηση τρέμοντας από πυρετό ήταν και ο νεαρός άνδρας που, μάλλον εξαιτίας της ήδη εξασθενημένης φυσικής του κατάστασης, σκιάχτηκε στο αντίκρισμά της περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Τότε, μες σε όλο αυτό το ξάφνιασμα, συνέβη πάλι εκείνη η αλλόκοτη μεταμόρφωση του προσώπου του, έτσι που εκείνη νόμισε πως είδε το αλαφιασμένο από φόβο πρόσωπο του γιου της. Η υπόθεση την απασχόλησε έντονα και, μολονότι ανέφερε, ως άρμοζε, στον αδελφό της, για την συζήτηση στο περιβολάκι, ωστόσο αποφάσισε να πάει κρυφά στον νεαρό αιχμάλωτο το καπνιστό λαρδί που του είχε από πριν ετοιμάσει.
Το πράγμα όμως, όπως και κάποιες άλλες καλές πράξεις στο Τρίτο Ράιχ, αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο, καθώς στο όλο εγχείρημα είχε αντίπαλο τον ίδιο της τον αδελφό και, επιπλέον, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ούτε για τους αιχμαλώτους. Παρόλα αυτά τα κατάφερε.
Ανακάλυψε, ωστόσο, πως οι αιχμάλωτοι σκόπευαν πράγματι να το σκάσουν, αφού με το πλησίασμα του Κόκκινου Στρατού μεγάλωνε καθημερινά γι’ αυτούς και ο κίνδυνος να τους μεταφέρουν δυτικά και να τους καθαρίσουν. Η αγρότισσα δεν μπόρεσε να αντικρούσει ορισμένες επιθυμίες του νεαρού εκείνου αιχμαλώτου, με τον οποίο την συνέδεε το παράξενο βίωμα – επιθυμίες που εκείνος εξέφρασε με νοήματα και λίγα σπασμένα γερμανικά – και αφέθηκε έτσι να εμπλακεί στα σχέδια απόδρασης των αιχμαλώτων. Προμηθεύτηκε ένα πανωφόρι και ένα μεγάλο κόφτη. Κατά περίεργο τρόπο, από εκείνη τη στιγμή σταμάτησαν και οι μεταμορφώσεις. Η αγρότισσα βοηθούσε τώρα μόνο τον νεαρό ξένο άνδρα. Γι’ αυτό και ταράχτηκε, όταν ένα πρωί τέλη Φλεβάρη άκουσε χτυπήματα στο παράθυρο και κοιτάζοντας, διέκρινε από το τζάμι στο μισοσκόταδο το πρόσωπο του γιου της. Αυτή τη φορά ήταν στ΄αλήθεια ο γιος της. Φορούσε την κουρελιασμένη στολή των ενόπλων Ες – Ες, η μονάδα του είχε εξολοθρευτεί και ανέφερε ταραγμένος, ότι οι Ρώσοι βρίσκονταν σε απόσταση μόνο λίγων χιλιομέτρων από το χωριό. Η επιστροφή του έπρεπε να μείνει οπωσδήποτε μυστική. Σε ενός είδους πολεμικό συμβούλιο, το οποίο συγκάλεσαν η αγρότισσα, ο αδελφός και ο γιος της σε μια γωνιά της σοφίτας, ελήφθη κυρίως η απόφαση να ξεφορτωθούν τους αιχμαλώτους, αφού πιθανόν είχαν δει τον Ες – Ες, αλλά και γενικά, επειδή ίσως θα μπορούσαν να καταθέσουν για την μεταχείριση που είχαν στο κτήμα.
Εκεί κοντά ήταν ένα νταμάρι. Ο Ες – Ες επέμενε, ότι την ερχόμενη νύχτα έπρεπε να βρει τρόπο να τους βγάλει έναν – έναν από τον αχυρώνα και να τους καθαρίσει. Μετά θα κουβαλούσαν τα πτώματα στο νταμάρι. Το ίδιο βράδυ θα τους πότιζαν λιγάκι κονιάκ. Αυτό δεν θα τους κινούσε ιδιαίτερα την προσοχή, πίστευε ο αδελφός, γιατί τόσο αυτός όσο και οι υποταχτικοί στο κτήμα φέρονταν τον τελευταίο καιρό στους Ρώσους πολύ φιλικά, για να τους εξευμενίσουν τώρα στο τέλος. Καθώς ο νεαρός Ες – Ες ανέλυε το σχέδιό του, είδε τη μητέρα του ξαφνικά να τρέμει. Οι δυο άνδρες αποφάσισαν να μην την αφήσουν με τίποτα να πλησιάσει τον αχυρώνα. Έτσι εκείνη πανικόβλητη περίμενε να έρθει η νύχτα. Οι Ρώσοι έδειξαν να δέχονται με ευγνωμοσύνη το κονιάκ και η γυναίκα τους άκουσε μεθυσμένους να τραγουδούν τους μελαγχολικούς σκοπούς του τόπου τους. Όταν όμως, κατά τις έντεκα, ο γιος της πήγε στον αχυρώνα, οι αιχμάλωτοι το είχαν σκάσει. Είχαν προσποιηθεί τους μεθυσμένους. Αυτή ακριβώς η αφύσικη φιλική στάση των αφεντικών τούς είχε πείσει, πως ο Κόκκινος Στρατός πρέπει να ήταν πολύ κοντά.
Οι Ρώσοι κατέφθασαν τις μικρές ώρες της νύχτας. Ο γιος κειτόταν τύφλα στο μεθύσι στη σοφίτα, ενώ η αγρότισσα, σε κατάσταση πανικού, προσπαθούσε να κάψει τη στρατιωτική του στολή. Μα και ο αδελφός της είχε πιει κι έπρεπε η ίδια να υποδεχτεί και να ταΐσει τους στρατιώτες, πράγμα που έκανε με παγωμένο και ανέκφραστο πρόσωπο. Οι Ρώσοι αναχώρησαν το πρωί, ο Κόκκινος Στρατός συνέχισε την προέλασή του. Ο γιος, ξενύχτης, γύρευε να πιεί κι άλλο κι έλεγε, πως είναι αποφασισμένος να τραβήξει με τις εναπομείνασες μοίρες του γερμανικού στρατού, που υποχωρούσε άτακτα, συνεχίζοντας τον αγώνα.
Η αγρότισσα δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει, ότι η συνέχιση του πολέμου θα σήμαινε πια βέβαιη καταστροφή. Απελπισμένη του έκλεισε με το κορμί της το δρόμο και προσπάθησε να τον συγκρατήσει μπαίνοντας μπροστά του. Εκείνος της έριξε μια και την πέταξε στα άχυρα. Όπως σηκωνόταν, ένιωσε να σφίγγει μες στη χούφτα της μια δέστρα και παίρνοντας φόρα την πέταξε στον αφηνιασμένο γιο της ξαπλώνοντας τον χάμω.
Το ίδιο πρωί, στο διπλανό χωριουδάκι, παρουσιάστηκε μια αγρότισσα με ένα κάρο στο ρωσικό κομάντο και παρέδωσε, δεμένο με βοϊδοσχοινιά, το γιο της ως αιχμάλωτο πολέμου. Για να μείνει ζωντανός, όπως προσπάθησε να εξηγήσει σε ένα διερμηνέα.