Παυλίνα Παμπούδη: Γιάννης Ρίτσος
Ξέρετε –ξέρουμε ποιος είναι ο Ρίτσος; Όλο τ’ απόγευμα, σκυμμένος στ’ ακρογιάλι, μόνος, μάζευε βότσαλα, λευκά, τριανταφυλλιά, γαλάζια, με τόση σοβαρότητα και προσοχή, που ο ίδιος χαμογελούσε με υποψία…
Ξέρετε –ξέρουμε ποιος είναι ο Ρίτσος; Όλο τ’ απόγευμα, σκυμμένος στ’ ακρογιάλι, μόνος, μάζευε βότσαλα, λευκά, τριανταφυλλιά, γαλάζια, με τόση σοβαρότητα και προσοχή, που ο ίδιος χαμογελούσε με υποψία…
Έαρ αρχαίο, αθάνατο Από τη στάχτη του χειμώνα Ο ανερμήνευτος κωδίκελλος στο τέλος των γραμμένων- Νιώθεις το αεράκι; Άτολμο, όλο χνούδια και σε πτήση χαμηλή; Είναι αυτό το ίδιο…
Ναι, όσο πάει Μορφή αλλάζει ο καιρός, η μοίρα και το σύννεφο- Μύρισε Άνοιξη Άρωμα, αεράκι Μέλι πηχτό ευγνωμοσύνη Κυλάει γύρη ύπνου στην πλαγιά- (Παρόλ’ αυτά, ακόμα Εκεί που…
Μια φορά, σ’ ένα καλύβι στο βουνό, ζούσαν ο κύριος Αδαμάντιος κι η κυρία Χρυσούλα, ένα πάμπτωχο ζευγάρι, που η μόνη του περιουσία ήταν τρεις κότες, η Σμαράγδα, η Ζαφειρούλα …
OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ Nα 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! Kορίτσι που…
Τη στιγμή εκείνη Έγινε η καταστροφή του Ναού Με τους οξύλιθους. Άηχα άνοιξε η νύχτα Το προαιώνιο πένθος για την Εξορία. Μες απ’ τη μαύρη τρύπα Δεξιόστροφος, Αργά Ο…
Μια χαραμάδα φως Ξεφεύγει από κάτω, από άλλη χιλιετία Κρύο δωμάτιο, άθλια μόνωση - άραγε Γιατί Ούτε ένα τηλέφωνο να μη μπορείς Να πάρεις τους νεκρούς; Κρύο δωμάτιο, μικροθόρυβοι μόνο…
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ Και ξαφνικά, Δεν ήθελα πια τίποτα να ρωτήσω. Σούλι, Ματζικέρτ και Θερμοπύλες Σκρά, Σαγγάριος, Βερντέν, Μπακού Και Σκόδρα, Βελισσάριος, Αλέξανδρος και Νέλσων, Καίσαρ, Χίτλερ και…
Κύριε, μην ανησυχείς, όλα καλά- Έχουν συντελεστεί όλα τα αμαρτήματα Πολλαπλασιαστήκανε Κατακυρίευσαν τη γη, καταγραφήκαν- Βρήκανε πια τις θέσεις τους Τα τρισεκατομμύρια Οι λίθοι απ’ το άδικο τόσων…
Συμβαίνει τώρα ακριβώς Συμβαίνει πάντα, ναι, και τώρα- Ναι, είναι υπαρκτό εκείνο το κενό Τις νύχτες πέφτεις μέσα Με το κεφάλι, είναι Από ζωή ένα κομμάτι - αυτό που…
Η είσοδος ήταν τυφλή, θυμάσαι; Κι η μπαλκονόπορτα Και το παράθυρο, αλλά Η πίσω πόρτα άνοιγε Πάντα σχεδόν, σ’ εκείνη Την αλησμόνητη εξοχή Με τις παλιές τις Κυριακές Όπου,…
Βρέχει (Βρέχει απαρηγόρητα Το σαρκοφάγο χώμα Βλασταίνει τρίλια, τρέμει το πουλί Μια χρυσαλλίδα ποιήματος στα χόρτα διαθλά τη μνήμη Πόσος σπαταλημένος χώρος στο κενό μιας λυπημένης σκέψης-) Στεκόμουν…