Οι Ωδές του Σολομώντα (MB΄). Μετάφραση: Βασίλης Πανδής
Εξέτεινα τα χέρια μου και πλησίασα τον Κύριό μου, διότι η έκταση των χεριών μου είναι το σημείο Του. Και η έκταση των χεριών μου είναι το ξύλο που εξαπλώνεται,…
Εξέτεινα τα χέρια μου και πλησίασα τον Κύριό μου, διότι η έκταση των χεριών μου είναι το σημείο Του. Και η έκταση των χεριών μου είναι το ξύλο που εξαπλώνεται,…
Μακαρίζω την τύχη σου, τζίτζικα, που δροσιά λιγοστή μόλις πίνεις απ’ των δένδρων τα φύλλα, τραγουδάς βασιλιάς σαν να ήσουν. Και είν’ όλα εκείνα δικά σου όσα βλέπεις σε αγρούς…
Και θα σου δώσω και βαθύ καυκί που ’ν’ αλειμμένο με γλυκό κερί, 5 έχει διπλά χερούλια κι είναι και πρόσφατα φτιαγμένο ‒ μυρίζει ακόμη τη γλυφίδα που το ’χει…
Παλατινή Ανθολογία V, 308 E, συ, κοκέτα μου, περίμενέ με! Ποιο είναι τ’ όμορφο τ’ ονοματάκι σου; Πού θα μπορέσω να σε δω; Ό, τι κι αν θέλεις, θα…
Απ. 53 Ο Έρωτας, που μόλις είδε τα ψαρά τα γένια μου, με των χρυσόλαμπων φτερών του τ’ ανεμίσματα με προσπερνά και φτερουγίζει μακριά μου. Απ. 27 ε, παιδί,…
Στ. 57-106 (σχ. 3). Παιδιά μου, η Αθηνά στη Θήβα κάποτε μια νύμφη πιότερο απ’ τις συντρόφισσές της αγαπούσε, του Τειρεσία τη μητέρα, και δε συνέβαινε ποτέ…
Σ 22-35 (σχ. 1) Έτσι μίλησε (ο Αντίλοχος), κι εκείνον μαύρο σύννεφο πόνου αβάσταχτου τον σκέπασε. Και με τα δυο του χέρια παίρνοντας σκόνη μαύρη από καπνιά2…
Στ. 321‒368 (σχ. 2) […] Γιατί είναι οικτρό πόλη τόσο πανάρχαια να στείλετε στον ΄Αδη ‒ λεία από δόρυ σκλαβωμένη ‒ με στάχτης κουρνιαχτό, από…
[…] Ω συ, γιε της Λητώς, εσύ που στης εφτάχορδης κιθάρας τον ήχο τραγουδάς, καθώς εκείνη αντιλαλεί μέσ’ απ’ το άψυχο το καύκαλο2 του ζώου των…
101D O ΄Ερωτας και πάλι ο γλυκός, καταπώς θέλει η Κύπριδα, αποσταλάζει μέσα μου και μου ζεσταίνει την καρδιά. 36D Δεν είναι η Αφροδίτη, είναι ο τρελαμένος ΄Ερωτας…
ΧΟ. Ποιος χρόνος άραγε θα είν’ ο ολοΰστερνος, πότε θα κλείσει πια ο κύκλος των πολύπαθων των χρόνων που πάντα με φορτώνει με την ατέλειωτη τη συμφορά …
Παλατινή Ανθολογία VII, 170 Tον τρίχρονο μικρούλη Αρχιάνακτα που ’παιζε γύρω απ’ το πηγάδι τ’ άλαλο της μορφής του είδωλο μέσα του τον ετράβηξε. Κι απ’ το νερό μούσκεμα…