Δέσποινα Νάσσου: Η ‘Άλλη”
Η «άλλη» - Πού γυρνάει η άλλη; - Δεν ξέρω, βόλτα μάλλον. - Χμ, μόνο βόλτες ξέρει… Να πλύνει κανα βρακί, να ξεβρομιστεί δεν…
Η «άλλη» - Πού γυρνάει η άλλη; - Δεν ξέρω, βόλτα μάλλον. - Χμ, μόνο βόλτες ξέρει… Να πλύνει κανα βρακί, να ξεβρομιστεί δεν…
Το μικρό παράθυρο της κουζίνας έβλεπε στον φωταγωγό. Πάντα έτσι ήταν στις παλιές πολυκατοικίες. Οι γυναίκες έπλεναν πιάτα χαζεύοντας την αμηχανία του φωτός. Οξύμωρο και το όνομα: φωταγωγός. Το φως…
Ο ΤΖΟΚΕΫ Πέρασα έξω απ' την καλύβα σου χθες, στις Τζιτζιφιές, δεν χτύπησα αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν ήσουν, γιατί τα παντζούρια ήταν ανοιχτά, όταν είσαι εκεί ξέρω πως πάντα…
Η κυρία Μιγιούκι Ικάγουα επιβιβάστηκε στο Σινκανσέν, το Τρένο Σφαίρα, στον κεντρικό σταθμό του Τόκιο, κρατώντας ένα ελάχιστο βαλιτσάκι. Δεν θα πηγαίνει μακριά, υπολόγισε ο συνεπιβάτης που βρισκόταν ήδη στο…
Ράθυμα απογεύματα του Γενάρη, με τον Βαρδάρη λυσσασμένο έξω. Τηλεπαιχνίδια ανάμεσα σε καταιγισμό ειδήσεων. Ποιος ήταν ο Ποιητής της Θεογονίας; -Όμηρος; -Ησίοδος; -Ελύτης; -Θέογνις; Και η σωστή απάντηση είναι… …
Η καμηλοπάρδαλη Υπάρχει ένα διήγημα του Πολωνού συγγραφέα Σλάβομιρ Μρόζεκ με τίτλο «Η καμηλοπάρδαλη». Μιλάει για ένα ανήσυχο αγόρι, τον Γιόζεφ, που είχε δύο θείους, διαφορετικούς τον ένα από…
Ήτανε, λέει, κάτι παιδάκια στην Αφρική. Δεν ξέρω σε ποια χώρα, ονόματα και πρόσωπα δεν ξέρω. Ξέρω μόνο τη λέξη «πόλεμος» και «ζούγκλα» και τα παιδιά τα αρπαγμένα από το…
Σήμερα η μέρα ήτανε από το πρωί καλή. Έκανε λίγες δουλίτσες, μπάνιο, χτένισε τα μαλλιά της, σιγοτραγουδώντας, και έβαλε το καλό της φόρεμα, το μπλε με ένα μεγάλο λουλούδι στο…
Τρίτη, ώρα βραδινή· δεν ξέρω, ούτε μ’ ενδιαφέρει τι καιρό κάνει έξω· μέσα μου πνέουν ισχυροί άνεμοι, κι ας βρίσκομαι σε άδειο σχεδόν κι απάνεμο μπαράκι, με το ταβάνι φορτωμένο…
Υπάρχουν άνθρωποι που εμφανίζονται στο βίο μας με συγκεκριμένη αποστολή. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ξαδέρφη την Ζήνα. Δεν πιστεύω! Είμαι όμως πεπεισμένος, πως Κάποιος την έχει διορίσει στον τομέα…
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΗΝΥΜΑ Ο φίλος του, ο Παύλος, λίγες μέρες πριν είχε αφήσει τα εγκόσμια. Δεν είχε προλάβει να ζήσει τα πρώτα χρόνια της σύνταξης, των γαλήνιων γηρατειών…
Είχε έρθει, λέει, μέσα στη νύχτα. Μ’ έναν ποδήρη, λευκό χιτώνα τυλιγμένος. Τα χέρια του άφαντα κι αυτά μέσα στον λευκό του χιτώνα. Τα πόδια του το ίδιο. Άγαλμα νόμιζες…