Γιώργος Γάββαρης: ένα ποίημα
ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΔΕΣ Κοίταζες τον εαυτό σου στο τζάμι του μπαλκονιού. Σήκωνες το κεφάλι να φτιάξεις φτερούγες * κάποιος σε τράβαγε απ’ τα μαλλιά ....πνιγόσουν, να σε…
ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΔΕΣ Κοίταζες τον εαυτό σου στο τζάμι του μπαλκονιού. Σήκωνες το κεφάλι να φτιάξεις φτερούγες * κάποιος σε τράβαγε απ’ τα μαλλιά ....πνιγόσουν, να σε…
Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ Δεν ήταν καθόλου σπάνιο κάποιος που καθόταν στην αίθουσα αναμονής έξω απ’ το γραφείο του οδοντιάτρου μου, ξεφυλλίζοντας ίσως μια απ’ τις ποιητικές του συλλογές (από την…
In Memoriam Τσικό Οι ποιητές γράφουν ποιήματα για τον έρωτα τον θάνατο τη ζωή τα μελαγχολικά απογεύματα τον υπέροχο ήλιο τον έρωτα τη μοίρα του ανθρώπου τον Θεό υπάρχει δεν…
ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΑ Θαρρείς και το δωμάτιό της είναι πάνω σε βραχονησίδα, απ’ όπου αγναντεύει μήπως δει έναν Οδυσσέα να φθάνει απ’ τη θάλασσα. Κι αναρωτιέται όλο προσμονή τι θα είναι…
Την επόμενη μέρα, φάνταζε πανέμορφη νύφη η Φωφώ στα αέρινα της πέπλα. Της χτένιζε τα πλούσια μαλλιά η Μαρούσκα του Μαρκάτου. Έκανε λίγο πίσω και τη θαύμασε. "- Είναι κάπως…
Μετρούσε αιώνες η ελιά που αγκάλιαζε το πατρικό μας, ζητώντας μόνο λίγο νερό. Τώρα οι ρίζες της σε προχωρημένη άνοια μπερδεύουν τις διαδρομές και αντί να χαθούν στο υπέδαφος, ξεπροβάλουν…
Στη σοφίτα του σπιτιού μου έχω συγκεντρώσει αναμνηστικά αντικείμενα της πατρικής οικογένειας. Μαζί και την τελευταία οικογενειακή φωτογραφία λίγο πριν φύγει ο πατέρας στον πόλεμο. Την φυλάω σαν τον τελευταίο…
Όταν άνοιξαν την πόρτα κόκκινο χιόνι τριγύρω. Πάγος στο χρώμα της φράουλας. Είχαν μαζέψει τα παλτό των πεθαμένων. Δεκαπέντε χρόνια υπόγεια. Αυτοί που μείνανε λίγοι. Τους λέγανε όλους Μαρία και…
Μουρούζη και Ηροδότου γωνία. Στα ξεφτίσματα της δεκαετίας του ’60. Μετακόμιση σε εξέλιξη. Φορτηγάκι ανοιχτό φορτώνεται τις πραμάτειες ενός σπιτιού που το εγκαταλείπουν οι ένοικοι του. Στο φως αδιάκριτων ματιών…
Είχαν στην πλάτη τους πολλά χρόνια ζωής. Ο καθένας τα δικά του. Άλλος τόπος, άλλη γλώσσα, άλλος τρόπος. Είχαν κλείσει κύκλους. Διαφορετικούς ο καθένας. Kαι τους έλαχε εκείνο το αναπάντεχο…
Κάθε βράδυ σχεδίαζε να ανεβεί πάνω. Σε κείνη τη σκάλα. Να δει τη θέα από κει. Και όλο αύριο έλεγε κι ας ήταν μεσόκοπη πια. Λες και η ζωή ήταν …
«Πες μας, θεία-Ρήνη, πες μας για τους κρεμασμένους.» Και η θεία Ειρήνη καθόταν στο σκαμνί ανάμεσα στα παιδικά κρεβάτια, έφτιαχνε την μαύρη μαντήλα, έστρωνε την ποδιά, κοίταζε τις παλάμες…