Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Το δαγκωμένο μήλο

 Ένα μήλο πήγε μόνο του στο παζάρι να πουληθεί. Το μήλο ήταν δαγκωμένο. Κούτσαινε πηγαίνοντας. Κατρακυλώντας. Ώσπου, έφτασε στα πόδια μιας κοπέλας. Ήταν μια μελαχρινή, πολύ όμορφη και φορούσε ένα…

0 Comments

Πέτρος Βελούδας: Ένα ποίημα

Ηρωική άνοιξη Αντέχει στους θρήνους της θάλασσας προσκυνά τα πόδια της αλήθειας το σούρουπο σβήνει στα μάτια του την δόξα της οινοποσίας... Ρωγμές σε συνειδήσεις που μυρίζουν κάτεργο, χαρές γυρεύει η…

0 Comments

Θανάσης Τριανταφύλλου: Ατελέσφορος ρεμβασμός

Μαζεύτηκαν στην αποβάθρα Σούρουπο κι η θάλασσα μουντή Γλάροι πεινασμένοι φτερουγίζουν Κρώζουν μονότονα Ανήσυχοι  Μια ξεχασμένη γυναίκα ανέβηκε στο ξύλινο παγκάκι Μόνη στο σύθαμπο Τα χέρια σφιχτά μπροστά της Ψύχρα…

0 Comments

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ,  ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ1   Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη

                […] Τότε λοιπόν (στον εξοστρακισμό2 του Αριστείδη), όταν γράφονταν τα όστρακα, λέγεται πως κάποιος αγράμματος και εντελώς άξεστος έδωσε το όστρακο στον…

0 Comments

Κατερίνα Ζαρόκωστα: Το γυφτούλι

Ένας στρόβιλος από ήχους, χρώματα, γέλια, τραγούδια, μαύρα γυαλιστερά μαλλιά, κροτάλισμα τροχών, φούστες κλαρωτές, χρώματα, χρώματα, λάμψεις από χρυσά χαμόγελα. Οι τσιγγάνοι διέσχιζαν το χωριό. Ο μύθος τους πήγαινε μπροστά,…

0 Comments