ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Πάνω στον μαύρο λόφο υπάρχει η αυγή κι οι γάτες
λαγοκοιμούνται πάνω στις στέγες.
Ένα αγόρι έπεσε απόψε απ’ τη στέγη κι έσπασε τη μέση του.
Ένας αέρας φυσάει ανάμεσα στα δροσερά δέντρα:
Τα κόκκινα σύννεφα, ψηλά στον ουρανό, είναι αδύναμα και κινούνται αργά.
Κάτω στο δρομάκι ξεμυτίζει ένα παλιόσκυλο, που μυρίζει
το αγόρι πάνω στο λιθόστρωτο, όμως ένα βραχνό κλάμα
ανεβαίνει ανάμεσα στις καμινάδες: κάποιος είναι δυστυχισμένος.
Μέσα στη νύχτα τραγουδούσανε οι γρύλοι, και τ’ αστέρια
έσβηναν στον αέρα. Στην αναλαμπή της αυγής
σβήνονται και τα μάτια των γάτων στην αγάπη
Που το αγόρι παρακολουθούσε. Η γάτα που κλαίει
Είναι γιατί δεν έχει γάτο. Δεν υπάρχει τίποτε που ν’ αξίζει
-ούτε οι κορυφές των δέντρων ούτε τα κόκκινα σύννεφα –
Να κλαίει στον ανοιχτό ουρανό, σαν να ήταν ακόμα νύχτα.
Το αγόρι παρακολουθούσε κρυφά τους έρωτες των γάτων.
Το σκυλί που γρύλιζε μυρίζοντας το σώμα του παιδιού
Ήταν εκεί απ’ τα χαράματα: έφυγε
η αναλαμπή της απέναντι πλαγιάς.
Κολυμπώντας στο ποτάμι
που τον μουσκεύει όπως η δροσιά στα λιβάδια, τον βρήκε το φως.
Τα σκυλιά γαβγίζανε ακόμη.
Το ποτάμι τρέχει ήσυχο και πάνω του
Πετούν χαμηλά τα πουλιά. Κάτω απ’ τα κόκκινα
σύννεφα βουτάνε χαρούμενα που το βρήκαν έρημο.
(1935)
Ο Τσέζαρε Παβέζε ( 9 Σεπτεμβρίου 1908 – 27 Αυγούστου 1950) είναι Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής, που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στη χώρα του.
Το ποίημα είναι από τον τόμο Cezare Paveze – Τα Ποιήματα, Μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς, εκδόσεις Printa /Σειρά: Ποίηση για πάντα