Σώμα ερωτικό των κειμένων
Η ανθρώπινη τραγωδία σε επανάληψη. Ο ένας θάβει τον άλλον. Ο θάνατος, η ανυπαρξία είναι τελικά ο μοναδικός τόπος μας. Μόνο οι ήρωες των μεγάλων λογοτεχνικών έργων αποκτούν κάποια εξουσία απέναντι στη λήθη. Ποιος θα ξεχάσει τον Αλιόσα, τον Πιέρ Μπεζούκωφ, τη Μαντάμ Μποβαρύ, τον Γιάννη Αγιάννη; Εμάς όμως τους γραφιάδες; (σελ. 172)
Η καινούρια νουβέλα – μυθιστορηματική βιογραφία, της Εύας Μ. Μαθιουδάκη παρουσιάζει μερικά ιδιαίτερα προτερήματα που την καθιστούν άκρως ενδιαφέρουσα, καθώς:
-ανασύρει από τη λήθη μία ξεχασμένη μορφή των γραμμάτων, τη μεταφράστρια Στέλλα Βουρδουμπά, μια δυναμική, ερωτική γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και πολυτάραχη ζωή. Η συγγραφέας μάλιστα είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικά όταν η ίδια ήταν ακόμα σε μικρή ηλικία, αφού ήταν φίλη του πατέρα της Μιχάλη Μαθιουδάκη.
«Ήταν όμορφη γυναίκα! Την κρατώ στη μνήμη μου, όπως την είδα τελευταία φορά στη μικρή αυλή της, να αγκαλιάζει με το δεξί της χέρι ένα μεγάλο χρυσάνθεμο γεμάτο μπουμπούκια στο χρώμα της σκουριάς και με το αριστερό της να προσπαθεί να στερεώσει το ταλαιπωρημένο από τον αέρα μίσχο του μ’ ένα καλάμι. Αυτή ήταν η Στέλλα, ένα φωτεινός σταθμός στη μνήμη μου».
(Σε μία πολυπρόσωπη αφήγηση, οι αφηγητές εναλλάσσονται: είναι ο Μιχάλης, φίλος της Στέλλας, υπαρκτό πρόσωπο, είναι η δασκάλα Μαρία, φανταστικό πρόσωπο που συντροφεύει τη Στέλλα, κάτι σαν dame de companies, τέλος ‘ακούμε’ την ίδια τη Στέλλα. Στο παραπάνω απόσπασμα ‘ακούμε’ τον Μιχάλη).
-αποτίει φόρο τιμής στη λογοτεχνία και δη στη μεταφραστική διαδικασία, η οποία ως γνωστόν αποτελεί κοπιώδες και άκρως δημιουργικό εγχείρημα.
– στις 192 σελίδες του ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να καταπιαστεί με τις μεταφραστικές ιδιαιτερότητες και τις κοινωνικές προεκτάσεις κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως Η Μάνα και η Ερωτική σκλαβιά του Γκόρκι, Ζερμινάλ του Ζολά, Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν της Μπέτυ Σμιθ, Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, Η πείνα του Κνουτ Χάμσουν και πολλά άλλα. Η συγγραφέας επανέρχεται ξανά και ξανά στην Κόλαση, του Ανρί Μπαρμπύς και μένει στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη να ερμηνεύσει τη σημειολογία αυτής της εμμονικής προσήλωσης.
– διαβάζεται απνευστί, αφήνοντας ταυτόχρονα σημεία προς διερεύνηση και επανεξέταση, και προσφέροντας τροφή για περαιτέρω σκέψη και περισυλλογή.
– ουσιαστικά διερευνά, με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο, τη συνομιλία ανάμεσα στη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή αλλά και τον έρωτα.
«Μια μέρα είδα τον εαυτό μου μέσα από την αντανάκλαση μιας γυάλινης πόρτας, την ώρα που παρέδιδα κάποια χειρόγραφα στον εκδότη μου. Είδα τον εαυτό μου σαν ένα δοχείο λέξεων, δοχείο ερωτικό. Ήμουν εγώ η μία και μοναδική λέξη, μια λέξη που βρεχόταν από τους χυμούς της αγάπης που το σώμα μου δεν χόρτασε. Ήμουν εγώ η ιέρεια και η φωτιά μαζί.» (σελ. 174)
Ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι, όπως σημειώνει η συγγραφέας στο Επίμετρο, «Η νουβέλα που κρατάτε στα χέρια σας δεν έχει την πρόθεση βιογραφικής καταγραφής της Στέλλας Βουρδουμπά αλλά ούτε και των πραγματικών προσώπων που χρησιμοποίησα για να στηρίξουν τη μυθοπλασία και να αναβιώσουν την εποχή. […] Και ενώ τα βιβλία αλλάζουν μέσα στον χρόνο, όπως αλλάζει και ο τρόπος που τα διαβάζουμε, η μνήμη της παραμένει ζωντανή να θυμίζει έναν κόσμο που κάποτε αποκαλούσαμε πνευματικό».
Κατόπιν τούτου, θεωρώ πως η γνήσια και απαρασάλευτη πρωταγωνίστρια της νουβέλας είναι η ίδια η λογοτεχνία, το σώμα ερωτικό των κειμένων, η σαγήνη των λέξεων, και ότι το όλο πόνημα αποτελεί ταυτόχρονα μία σπουδή ενάντια στη λήθη και στο ανελέητο πέρασμα του χρόνου.