Αύριο, λέξεις στην παλιά βαλίτσα
Φθινόπωρο ήταν, αρκετές δεκαετίες πίσω. Έβρεχε. Το νοτισμένο χώμα είχε πάρει να μυρίζει πεύκο και κάπου μακριά προς το δάσος ένα μόνο κομμάτι ουρανού απλωνόταν μεταξένιο, θαρρείς κι ένας άγγελος έστηνε τα ξόβεργά του στο φως. Το νυφικό της ούτε μετάξι, ούτε ταφτάς, ούτε μουσελίνα, που ήταν στη μόδα. Ένα απλό μακρύ λευκό φόρεμα, που περισσότερο θύμιζε αρχαίο ελληνικό χιτώνα, «παλιακό και ξεπερασμένο» -έτσι είχε ειπωθεί. Είχε δε «σειρήν πλεκτήν» όπως θα ’λεγε και ο Όμηρος, μόνο στα μανίκια όμως «πτωχικήν». Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στην ανάμνηση της επισήμανσης που είχε κάνει η φίλη της η φιλόλογος, η Μαρία, όταν πολλά χρόνια αργότερα βλέποντάς το στη φωτογραφία την αγκάλιασε στου Κιρ – Κορ στο Ηράκλειο συνεχίζοντας να την πειράζει καλοπροαίρετα.
Θυμόταν στιγμές του βίου της, που δεν ήταν ανθόσπαρτος…
-Αυτή είναι η νύφη; Εμείς νομίζαμε είναι δική μας, από τα μέρη μας, αυτή σάματις ξένη μοιάζει.
-Ξένη, έτσι την λένε, είχε πει ένα παιδί.
Ο νους είχε προλάβει να μετρήσει την κοινή ζωή, αυτή που προοριζόταν να ζήσει η ξένη νύφη στον ξένο τόπο μαζί τους. Ένας λυγμός πώς ξεδιπλώθηκε μέσα της, σημαία, την ώρα που ένα σμήνος αποδημητικά πουλιά ταξίδευαν στο Νότο. Θυμόταν…
- Ελληνίδα είναι;
- Μπα, έχει μαλλιά σγουρά, και μαύρα, φοράει και παντελόνια, λένε, αυτή…
- Μιλάει ελληνικά;
- Τη μαθαίνει τώρα ο Μάρκος, ειρωνεύτηκε η νεότερη της παρέας.
Θυμόταν… Είναι που οι λέξεις καμιά φορά γίνονται τόσο, μα τόσο ικανές να σε πονέσουν, να σε πληγώσουν, να σε πικράνουν, να τσακίσουν τα φτερά σου τόσο, που να μην το ξεχάσεις ποτέ.
Ήθελε να τής τάξει πολλά ο Μάρκος, να την πάρει από το χέρι να τρέξουν μακριά, να δραπετεύσουν από εκείνη την αποτυχημένη παράσταση που δεν τής ταίριαζε, μα ήταν αργά πια. Πάντα τού έλειπε και το θάρρος. Γονείς, συγγενείς, καλεσμένοι, τί θα ’λεγε ο κόσμος; Ο κόσμος με τα πλάνα θέλγητρα, που συνήθιζε να μαζεύει ακόμη και τον ψίθυρο της στάχτης του τσιγάρου που έπεφτε για να τον κάνει κουτσομπολιό. Ένας καινούργιος θεός τους μαύλιζε: o «Γάμος».
Ένα άγγιγμα στη μέση της, ζωήρεψε μια σπίθα στα μάτια, δεν ήξερε πως τα ίδια μάτια πολύ σύντομα θα γέμιζαν πετροκάρβουνα. Ο μισός εαυτός της ήταν ακόμη στον τόπο της, ο άλλος μισός εκεί, στον άλλο τόπο, είχε αρχίσει να αμφιβάλλει όχι τόσο για τον άντρα που είχε εμπιστευτεί, μα για όλους εκείνους που έδειχναν πως θα αποκτούσαν δικαίωμα στη ζωή της. Σκέψεις πολλές ακινητούσαν στα χείλη. Ήταν που πίστευε πως στην ένωσή τους, έφερνε προίκα την αγάπη, αυτή τη μικρή περιουσία τής ψυχής της. Θυμόταν…
- Και τι αδύνατη η έρμη, είναι άξια να γεννήσει αυτή;
- Κάνα ποντίκι, μπορεί.
- Πού την βρήκε;
- Στα γαριδάκια! Γελώντας όλες μαζί, θείτσες, κουνιάδες, γειτόνισσες, το είχαν βρει πολύ αστείο.
Είχαν ανοίξει τα στόματα λες κι έχασκαν γκρεμοί. Ύστερα κατάπιαν χωρίς νερό ολόκληρο το λουκούμι με άρωμα τριαντάφυλλο, κέρασμα του γάμου, μα δεν στάθηκε ικανό να γλυκάνει τις κουβέντες τους. Οι λέξεις στοιχειώνουν καμιά φορά, γίνονται τσιμπούρια, κυρίως στην ακοή, μένουν χρόνια μέσα στα τύμπανα, να μην αφήσουν την ψυχή να ησυχάσει σπέρνοντας απόγνωση, αμφιβολία σε μια γλώσσα δυσανάγνωστη, σκληρή, γεμάτη γρίφους και αινίγματα.
Έβλεπε τον εαυτό της από απόσταση.
Τον συμπονούσε εκείνο τον παλιό, αθώο της εαυτό. Εκείνη την Ξένη της νιότης, που νιώθοντας όλα τα μάτια στυλωμένα πάνω της στο προαύλιο της εκκλησιάς, από τη φύση της ντροπαλή -η ξένη νύφη, μην ξεχνιόμαστε- έχοντας κατακοκκινήσει με τα περιγελάσματα και τα αδιάκριτα σχόλια, στο πρώτο βήμα κάπως άτολμα, σκόνταψε στο ξεκολλημένο μάρμαρο και παραπατώντας από σαστιμάρα άφησε την ανθοδέσμη με τα γαρύφαλλα να πέσει από τα χέρια της στο μωσαϊκό της σκάλας. Ω ναι, θυμόταν καθαρά πως, καθώς έσκυβε από ντροπή, είχε προλάβει κάτι ματιές φαρμακερές σαΐτες. Κι είχε χλωμιάσει καθώς, γυρεύοντας το χέρι του να την κρατήσει παρακαλετά:
-Να πάρω μια ανάσα, μια στιγμή μόνο.
- Σύρτε μέσα, περιμένει ο παππάς, είχε ξεχωρίσει τη φωνή της κουνιάδας.
Ήταν νέα, ερωτευμένη και όμορφη. Με το νυφικό δεν ένιωθε καλά, αυτό το ρούχο τη στένευε κι ας μην ήταν στενό, την έκαιγε κι ας ήταν μούσκεμα στη βροχή. Θυμήθηκε πως στο πρώτο ραντεβού τής είχε πει ενθουσιασμένος «εσύ φοράς τον ήλιο κατάσαρκα». Και τί δεν θα ’δινε να το άκουγε ακόμη μια φορά εκείνη τη στιγμή, να τής είχε πει «βγάλτο αυτό, δεν σού πάει, σε προτιμώ ακόμα και γυμνή, μα όχι με αυτό!» και να κούρνιαζαν οι λέξεις με την πρώτη λαχτάρα στο στήθος, εκεί που ο άλλοτε ανώνυμος πόθος είχε πλέον ονόματα.
Πόσο ήθελε να είχε ακούσει μια λέξη, ας ήταν ψιθυριστά μα να την άκουγε, ένα «σ’ αγαπώ»! Θυμόταν τη γιαγιά της: «είναι που με μια λέξη καμιά φορά όλα σώζονται, ή με μια λέξη κι όλα χάνονται».
-Σύρτε μέσα, περιμένει ο παππάς- το είχε ακούσει δεύτερη φορά, από κουνιάδα και πεθερά, με ένα στόμα.
Αρκετά χρόνια αργότερα θα συνέχιζαν να την αναφέρουν, την ξενοφερμένη, στις συζητήσεις τους λέγοντας πάντα «αυτή». Θα σχολίαζαν και το ασυνήθιστο στα μέρη τους όνομά της, «Ξένη», κι ας μην το είχαν πει ποτέ. Παράξενοι άνθρωποι αλήθεια, μιλούσαν με μεγαλύτερη περιφρόνηση παρά αγάπη, ακόμη και για μέλη των οικογενειών τους, ιδίως για τις γυναίκες, πόσο μάλλον για «αυτή», που δεν ήταν μόνο νύφη, μα και ξένη, η Ξένη με τα μαύρα σγουρά μαλλιά.
«Κουράγιο, υπομονή και καλή καρδιά, μη σεκλετίζεσαι» την είχε συμβουλέψει παρηγορητικά ο θείος Στέφανος, ο αδερφός του πατέρα της, συμπληρώνοντας πως δεν είχε λόγο να φοβάται όσο θα κρατούσε τις αρχές και τις αρετές με τις οποίες είχε μεγαλώσει. «Θα σ’ αγαπήσουν με τον καιρό».
«Γά – μος», από μέσα της συλλαβιστά κι ανάμεσα στις δύο συλλαβές η άβυσσος να την καταπιεί. Θυμόταν πως ύστερα από αυτή τη σκέψη μπήκε με το δεξί, όπως την είχαν ορμηνέψει σ’ αυτό το θορυβώδες πανηγύρι, όμως στη μέσα ραφή της ψυχής είχε τη βεβαιότητα πως επρόκειτο για μια φάρσα, μια μεγάλη φάρσα στην ασταμάτητη ειρωνεία της ζωής.
Και δεν θα έλεγε πως η ζωή, η ζωή της, από καθήκον είχε μετατραπεί σε βάρος, όχι, μα κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό την πρώτη της άφιξη στη μικρή κωμόπολη, ένιωθε την ίδια ταραχή, τον ίδιο κόμπο να τής στέκεται στο λαιμό. Τα χέρια της έτρεμαν, τα μάτια γέμιζαν αλισάχνη, όπως τότε που κάποια βλέμματα μόνο ήσαν αρκετά για να νιώσει πώς θα ήταν η συμβίωση στο αφιλόξενο νέο οικογενειακό περιβάλλον. Αργότερα στα χρόνια που ακολούθησαν, όταν διέκρινε απειλητικό τον τόνο στις φωνές -κυρίως της πεθεράς- κάτωχρη από φόβο, άλλοτε έκανε πως δεν άκουγε και άλλοτε κρυβόταν πίσω από την καρυδιά του κήπου στο σπιτάκι της αίγας με το σανό ή, στην καλύτερη περίπτωση, στο γειτονικό μισογκρεμισμένο μουσουλμανικό ερείπιο, το γεμάτο ίσκιους και φαντάσματα, όπως την είχαν φοβερίσει.
-Έχει νιάτα, μην την κακολογείς ολοένα, ο πεθερός.
-Και τα νιάτα της «αυτηνής», ελάττωμα είναι…, η πεθερά.
Όταν μπαίνεις σε ένα γάμο, η εκδοχή της ζωής που περιμένεις δεν είναι άλλη από ό,τι σημαίνει αυτό το περίφημο «βίον ανθόσπαρτον» που έγραφαν οι ευχετήριες κάρτες. Και αυτό το είχε ακούσει ούτε λίγο ούτε πολύ διακόσιες τουλάχιστον φορές κι άλλες τόσες το είχε διαβάσει, ανορθόγραφα σε κάποιες, αλλά δεν πείραζε αφού πίστευε πως είτε έτσι είτε αλλιώς οι ευχές πιάνουν, εξ άλλου και ο πρώην σύντροφος και νυν σύζυγος το ίδιο τής είχε υποσχεθεί.
«Είναι που η γλώσσα καμιά φορά τρέχει με υπερβολική ταχύτητα και οι άνθρωποι συνηθίζουν να μοιράζουν ευχές και υποσχέσεις, για να δημιουργείς εσύ λανθασμένες προσδοκίες». Έτσι τής είχε πει ο καλός της ψυχίατρος, ο Νικόλας, κάποτε στην Ιδομενέως.
Μεγάλη πια, η Ξένη διασταυρώθηκε ένα απόγευμα στην πλατεία με κάποιους από εκείνους τους ανθρώπους, τους ακαθόριστα γνωστούς, καλεσμένους τότε του γάμου της. Εικάζοντας την ταυτότητά τους κοντοστάθηκε. Σκεφτόταν πώς πέρασαν τόσα χρόνια, λυπόταν κατά βάθος που την προσπερνούσαν κάνοντας πως δεν την ήξεραν, όπως τότε, τότε που ούτε μια «καλημέρα» δεν τής χαλάλιζαν.
Κάθισε στο παγκάκι πίσω από το περίπτερο. Κρύωνε. Έφερε τα χέρια κι αγκάλιασε τους ώμους της. Άκουγε κάθε θόρυβο γύρω της, μα δεν έβλεπε τίποτα και κανέναν, δεν την άφηναν τα δάκρυα να δει. Λέξεις, γεγονότα, μορφές, περιστατικά που την είχαν ρημάξει επανέρχονταν ακάλεστα στη μνήμη. Διεκδικούσαν βασανιστικά ζωτικό χώρο από τον ελάχιστο που τής είχε απομείνει, μα όχι, στους ραγισμένους αρμούς της καρδιάς, ήταν σίγουρη δεν χωρούσαν ούτε ως αναμνήσεις.
Γύρισε στο σπίτι.
Το κλειδί έτριξε στη σκουριασμένη κλειδαριά. Σχεδόν έτρεξε, από τον διάδρομο στο βάθος, στο παλιό τους δωμάτιο. Λαχανιασμένη από ταραχή άναψε το αριστερό λαμπατέρ στο κομοδίνο. Ο καθρέφτης ρούφαγε ό,τι ήταν γύρω, όλα εκτός από τις σκιές, αυτές τις ένιωθε να την τραβούν από τα χέρια, από τα μαλλιά, από τα ρούχα, από τα σπλάχνα. Ανέβηκε με τις μύτες των ποδιών στην άκρη του κρεβατιού, τεντώθηκε ως τη ντουλάπα, κατέβασε τη μικρή, παλιά της βαλίτσα. Φύσηξε τη σκόνη, την άνοιξε. Στον πάτο η πλεχτή κουβέρτα και τα κεντημένα σεντόνια -αυτά που είχε στρώσει στο νυφικό κάποτε κρεββάτι η μάνα της- κι από πάνω μαντήλια, γραβάτες, ημερολόγια, άλμπουμ.
Κάθισε στο πλάι. Ο σιωπηλός εσωτερικός μονόλογος τής είχε δημιουργήσει μια ένταση, μια στεναχώρια -πόσα πια άσχημα συναισθήματα! Διάλεγε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κοίταζε τα πρόσωπα, φέρνοντας στο μυαλό τους ανθρώπους με τους οποίους είχε σχετιστεί στη ζωή της μετά τον γάμο σ’ εκείνο το σπίτι. Αναρωτήθηκε πόσοι ήσαν πραγματικά έντιμοι. Ξεχώρισε κάποιες, ξεθωριασμένες από τον χρόνο, δυσκολεύτηκε με κάποιες άλλες –βλέπεις, πίσω από τις μάσκες δυσδιάκριτα ίχνη ηθικής την μπέρδευαν. Κάποια πρόσωπα όμως δεν χρειάζονταν δεύτερη ανάγνωση, όχι, παλιανθρωπιά, φθόνος, κακία, απληστία, υποκρισία, ψέμα, εγωισμός ήσαν ολοφάνερα.
Πολύ επιβαρυντικό στην ηλικία της να κάνει τέτοιον απολογισμό, να παραδέχεται πως δεν έφταιγε η ζαβή της μοίρα, μα η ίδια, η ίδια είχε μερίδιο ευθύνης, «αυτή», που μετρούσε τη ζωή της στα δυσάρεστα επεισόδια και όχι στις καλές στιγμές που είχε γνωρίσει κι ας ήσαν λιγοστές. Σημαντικό επίσης έκρινε το γεγονός πως, αφού όπως λένε βασικό χαρακτηριστικό της ώριμης ηλικίας είναι η πικρία -και αυτό γιατί με τα χρόνια οι αυταπάτες που ασκούν κάποια γοητεία βγαίνουν από τα στενά παπούτσια και αλωνίζουν ξυπόλητες- ήταν ώρα να πετάξει τις παρωπίδες.
Καιρός λοιπόν να πάρει αποστάσεις, μα από ποιους; οι περισσότεροι είχαν πεθάνει σκέφτηκε και κάνοντας ένα μορφασμό αηδίας θαρρείς και ο θάνατος τους είχε αγιοποιήσει, πήρε ανάσα βαθιά, ίσαμε την ψυχή. «Ζωή και θάνατος στην εξουσία της γλώσσας» -κάπου το είχε διαβάσει αυτό. Τώρα «φτου ξελεφτερία Ξένη, φτου ξελεφτερία για όλα» είπε θαρρετά κι ήταν αυτές οι δυο λέξεις εκείνες που χρειάζονταν μια ολόκληρη ζωή.
Φθινόπωρο. Κοντά σαράντα μέρες ήταν που στοίβαζε πάχνες κάθε πρωί και παγωνιές το βράδυ. Είχε προσέξει πως η ράχη του βουνού -η Ντούλκα απέναντι- σαν κάποιος θεόρατος γίγαντας που είχε μάτια γυαλί, την παρατηρούσε επίμονα κάθε που πλησίαζε στο παράθυρο με το ραγισμένο τζάμι. Για καλό ή για κακό, δεν ήξερε. Απόψε όμως μόλις έπεσε ο ήλιος ξέσπασε βροχή κι όλο δυνάμωνε, κι ο αέρας θαρρείς ξαφνικά παραμόνευε μέχρι και στην κλειδαρότρυπα και στις χαραμάδες της πόρτας, απόψε, απόψε, απόψε όλα ήσαν αλλιώς. Ένα ουρλιαχτό -ίσως κάποιο αδέσποτο σκυλί στον δρόμο- κι αμέσως ένας κεραυνός δεν άργησε να γίνει η αιτία να σβήσουν τα φώτα. Η νύχτα είχε πάρει να φέγγει αστραπές, οι υδρορροές δεν προλάβαιναν το νερό κι ο αέρας μανιασμένος λύγιζε τα κλαδιά της πορτοκαλιάς προς το παράθυρο.
Σηκώθηκε τυλίχτηκε τη ρόμπα της, γύρεψε τα σπίρτα στο συρτάρι, άναψε ένα κερί. Τώρα, όρθια στάθηκε πάνω από την ανοικτή μικρή, παλιά της βαλίτσα. Κοντανάσαινε. Ένα ανεμοσούρι κρατούσε στα δόντια, έτρεμε σύγκορμη. Φωτίζοντας από κοντά εκείνο το παρελθόν, προτίμησε να πνίξει τα λόγια που ανέβαιναν στα χείλη -έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε κανείς να την καταλάβει- τώρα την είχε ξεπεράσει η εποχή…
«Αποστάσεις, ναι, αποστάσεις από τις αναμνήσεις… Και από τις αναμνήσεις εκείνου του γάμου» -μακριά από τις ψευδαισθήσεις και τις απατηλές εικόνες μιας φανταστικής ευτυχίας που δεν την καταδέχτηκε ποτέ.
Τώρα έχοντας γλιτώσει από τις δήθεν εγγυήσεις της ονειρεμένης συζυγικής ζωής, σε καλύτερη κατάσταση σίγουρα από ό,τι στο πρώτο μισό της ζωής που είχε διανύσει, αγαπούσε τα απλά καθημερινά πράγματα επιδιώκοντας μόνο τα εφικτά. Δεν ήθελε με τίποτα να ρισκάρει να χάσει ό,τι απέμενε, αυτό το λίγο από το δεύτερο μισό της δικής της ζωής.
«Όχι μόνο λόγια, μα και πράξεις, να σε δω Ξένη», από μέσα της. Μούσκεψε ένα κομμάτι ζυμωτό εφτάζυμο ψωμί στο κρασί. Η ψυχή της γέμισε φλόγα…
«Αύριο Ξένη, αύριο», είπε δυνατά πια και δεν ήξερε αν ήταν το κερί που έβαλε τη φωτιά ή αν ήταν η ψυχή της που είχε στάξει τόσο παράπονο πάνω σ’ εκείνες τις παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες.
Ζωή Δικταίου, Κέρκυρα 8 Δεκέμβρη 2024