Charles Beaudelaire
Το κρασί του δολοφόνου (απόσπασμα )
H γυναίκα μου νεκρή∙ είμαι λεύτερος!
Μπορώ να πιω όσο τραβάει η ψυχή μου.
Όταν στο σπίτι γύριζα απένταρος,
Απ’ τις φωνές της κόλαση η ζωή μου.
Την έριξα σε πηγαδιού το βάθος
Κι απάνω της του φρόχειλου — μα το Θεό!—
Τις πλάκες όλες πέταξα με πάθος.
Να την ξεχάσω θέλω τώρα αν μπορώ.
Ήτανε πράγματι ωραία στη μορφή,
Αν και φαινόταν κουρασμένη! Κι εγώ
Που την αγάπαγα πολύ, να το γιατί
Της είπα: Φύγε απ’ τον κόσμο αυτόν εδώ…
Να με, λοιπόν, ελεύθερος και μόνος !
Θα είμ’ απόψε τύφλα στο μεθύσι.
Και τότε, δίχως φόβο , δίχως τύψη,
Θα ξαπλωθώ στο χώμα ο δολοφόνος
Να κοιμηθώ σαν το σκυλί στη φύση.
Paul Verlain
Ο δρόμος μου
Οι θόρυβοι των καμπαρέ, του δρόμου η λαγνεία∙
Πλατάνια που φυλλορροούν στο μολυσμένο αγέρα∙
Λεωφορεία που βογκούν στους τέσσερις τροχούς τους
Και μες στους δρόμους τρέχουνε σαρώνοντας τα πάντα,
Ενώ τα μάτια τους φριχτά, στης νύχτας τα σκοτάδια,
Τα πράσινα και κόκκινα, αργά τα γυροφέρνουν.
Εργάτες, που πηγαίνουνε στου κόμματος τη λέσχη,
Την αναμμένη πίπα τους καπνίζοντας περνάνε
Κάτω απ’ τη μύτη βλοσυρών της πόλης αστυνόμων∙
Τοίχοι που τρέχουνε νερό με χάρβαλα τις στέγες,
Ξεκοιλιασμένες άσφαλτοι, λιθόστρωτα, λακκούβες
Και ρείθρα που τ’ απόνερα ξερνούν στους υπονόμους.
Αυτός είναι ο δρόμος μου και ο παράδεισός μου !