You are currently viewing Χαρούλα Βερίγου: Δια πυρός και σιδήρου

Χαρούλα Βερίγου: Δια πυρός και σιδήρου

Δια πυρός και σιδήρου

 

Ο ήλιος, ταγμένος στην ίδια θητεία είχε προβάλλει κατακόκκινος από τις απέναντι ακτές. Το είδωλο του γλιστρούσε μαλακά στη θάλασσα, ώρα που οι σκιές γίνονται εύκολη λεία στο φως. Ένα ιστιοπλοϊκό χόρευε ταγκό συλλαβίζοντας αλαφρά μυστικά και κύματα. Τα ανακρούσματα από τα χάλκινα της φιλαρμονικής Καποδίστριας είχαν προμαντέψει όσα η Μοίρα καθισμένη σταυροπόδι στα μπεντένια του Παλαιού Φρουρίου έγραφε στο ημερολόγιο της Ερμιόνης με τίτλο: «Δια πυρός και σιδήρου». Από χαρτί κι από αλισάχνη πλασμένα τα όνειρα…

Εκείνος ο Απρίλης, είχε βρει την πόλη της Κέρκυρας με ξεκούρδιστη την αστική αγνότητα. «Φουσκοδεντριές» έλεγαν πονηρά οι ψαράδες στην Κόντρα Φόσα. Κοίταζαν τις μπουμπουκιασμένες κουτσουπιές, από κάτω προς τα πάνω κι όσο ξεψαρίζοντας τα δίχτυα μάζευαν τους μπακαλιάρους -τρόπαια καλοπέρασης της φτωχολογιάς τότε- όλο και κάποιο πείραγμα ξεστόμιζαν ο ένας στον άλλο. Γλαροπούλια και περιστέρια μάσαγαν τη γλώσσα τους αφήνοντας ερωτικά καλέσματα κι ένας πιτσιρικάς μπουμπούνιζε μια χάλκινη κανάτα για να τα τρομάξει.

Στην εβραϊκή συνοικία, οι νόνες άπλωναν τις χτεσινές αναμνήσεις μαζί με τις μπουγάδες στο σκοινί, από φανέστρα σε φανέστρα. Μαζί με τις στάλες του νερού, θα ’λεγες πως έσταζαν και οι πληγές ολόκληρης  της παλιάς πόλης.  Η σιόρα Κατίνα –χρόνια κοντινός άνθρωπος της οικογένειας- με θέα τα ερειπωμένα κτίρια από τους βομβαρδισμούς των Ιταλών τα Χριστούγεννα του 1940 και ύστερα και των Γερμανών το 1943, μπουχτισμένη από κακοτυχίες και θανατικά, μπορεί να άπλωνε σαράντα τόσα χρόνια και τις ήττες της εκεί μαζί με τ’ ασπρόρουχα, περίμενε όμως με ανυπομονησία και πολλή χαρά να γεννήσει η γειτονοπούλα της.

«Να μυρίσει ζωή και φωνές το καντούνι, γιατί μάτια, οι αθώες παιδικές ψυχές, θα είναι πάντα οι αγγελιαφόροι της ελπίδας, της δικής μας ελπίδας…», έλεγε στη φιλενάδα της, την Μαρίκα, όταν πίνοντας το λικεράκι τους κοίταζαν τα αγαπημένα πρόσωπα να χαμογελούν ακόμα μέσα από τις κορνίζες. Έβρισκαν έτσι αφορμή να θυμηθούν όλα εκείνα που οι καιροί που διάβαιναν θαρρείς έριχναν πάνω τους σπόρους λησμονιάς. Ο δυσδιάκριτος σφυγμός από τις περασμένες θλίψεις οδηγούσε τη σκέψη σε άλλα σωτήρια μονοπάτια προσδοκίας, λίγο πιο φωτεινά αφού εκεί άναβαν φαναράκια τα όνειρα.

Καμιά φορά, έφερνε την παλιά βαλίτσα, αυτή της παιδικής της φίλης, της Ραχήλ. Μια μικρή, καφετί χρώμα με εξωτερικά μεγάλα γαζιά που ήταν κι αυτή γεμάτη αναμνήσεις, γιατί και παράπονα. Θυμόταν την ημέρα που την είχαν βρει, ανάμεσα στις φτέρες και τα πεσμένα φύλλα κάτω από την κερλετέρια που αγκάλιαζε με τα κλαδιά της τον τοίχο του σπιτιού. Θυμόταν, πόσα παιχνίδια δεν είχαν κάνει στον ίσκιο της, άλλοτε κάτω από εκείνη την ανθισμένη χρυσή βροχή των λουλουδιών χορεύοντας και οι τρεις μαζί, και άλλοτε στολίζοντας τα μαλλιά τους με τους καρπούς της, κάτι μικρά μαγικά φαναράκια. Αναμνήσεις που πονούν, που διαρκούν μια ολόκληρη ζωή για όσους βίωσαν το τραύμα του πολέμου ως παιδιά. Γι’ αυτό, διατηρούσαν, τις ασήμαντες για κάποιους άλλους, λεπτομέρειες, για να συντηρούν την αλήθεια, γι’ αυτό, όταν την άνοιγαν τη βαλίτσα, μύριζαν ακόμη ανθισμένη κερλετέρια τα λιγοστά ενθύμια εκείνης της ξεκληρισμένης οικογένειας.

Η Μαρίκα μάλιστα, τρέχοντας με το δάχτυλο το περίγραμμα που όριζε η κλωστή στο γαζί, συνήθιζε να μνημονεύει ονόματα. Πρώτο της Ραχήλ αφού ήταν και δική της φιλενάδα. Από την τραυματική φρίκη αυτής της ανάμνησης δεν μπορούσαν να λείπουν όσα η συνείδηση τής υπαγόρευε ακόμη κι αν είχε ακουστά μόνο τα ονόματα ή τα επίθετα: «Μωσέ, Ρεβέκκα, Δαβίδ, Χακίμ, Λεβή, Ιωνάς, Φέρρος, Σαλβατόρε, Ροζίνα, Αβράμης, Ελιασάφ, Σεμαγιά, Τεδέσκος, Σάμυ, Βελέλης, Ρουμπίνα…» και χτένιζε η αλισάχνη τα βλέφαρα και περνούσε ο καιρός. Ο πόνος χαραγμένος στην ψυχή, θαρρείς παρών για να δηλώνει πως υπήρχαν ακόμη, εκεί κόντρα στη λήθη, ο πόνος βουβός να θυμίζει πως οι σχέσεις των ανθρώπων καμιά φορά γίνονται τόσο σκληρές που τρομάζουν. Το ήξεραν καλά πως όσο έτρεφαν τη μνήμη θα έβρισκαν πάντα αγκάθια να ματώνουν τα δάχτυλα, μα το φιλότιμο δεν τις άφηνε να ξεχάσουν. Στα ονόματα, τώρα, είχαν προσθέσει και αυτό της «τραγουδίστριας της Νίκης», της Σοφίας Βέμπο μιας και είχε πεθάνει τον Μάρτη που μόλις είχε περάσει.

Λίγο πιο μακριά, στο νοσοκομείο, με τη διαχρονική χαρά που φέρνει ο ερχομός της καινούργιας ζωής, είχε ακουστεί το πρώτο της κλάμα της Ερμιόνης. Ανάμεσα στα γέλια των συγγενών, τη συγκίνηση του πατέρα της και τη γλυκιά παραπόνεση των πόνων της γέννας: «θα λάμπει, παρόλες τις καταιγίδες που θα περάσει, θα λάμπει» ήταν σίγουρη η μάνα της πως αυτό κάποιος της το είχε ψιθυρίσει. Μέσα στην αέναη κίνηση της σκέψης που ταξιδεύει και μαζεύει υλικά για όνειρα, τής γαργάλισε τα φουσκωμένα ρουθούνια κανακεύοντας τα χεράκια και το κεφάλι της. Μια ρούσα φλόγα τής φάνηκε πως έφεγγε ή έσβηνε στα χείλη της. Σαν να τρεμόσβηνε υποθηκεύοντας σε μάκρος χρόνου ζωή και σχέδια, προέτρεξε ο νους μακριά πολύ. Ίσως πάλι, να έφταιγε ο αέρας που είχε εισβάλει ξαφνικά από το παράθυρο φέρνοντας μαζί του μια παράξενα εξωπραγματική ανησυχία στο δωμάτιο.

Καθώς μεγάλωνε συνέχισε να την παρατηρεί με μια παραπάνω έγνοια. Την έβρισκε πάντα  ίδια με την πρώτη φορά εκείνη τη ρούσα φλόγα κι επειδή φοβόταν –το ’χουν αυτό οι μανάδες, φυλάνε και προστατεύουν τη ζωή των παιδιών τους με απίστευτη φροντίδα και με κάθε τρόπο- πήγαινε τακτικά στο μοναστήρι. Τάματα, άρτοι, καντήλια, προσευχές, όλα για να ξορκίσει το κακό κι όταν κοίταζε από κοντά την εικόνα της Παναγίας των Δρόμων, ορκιζόταν πως την ίδια ρούσα φλόγα έβλεπε και στα δικά της χείλη. Τότε, ζύγιαζε με τα βαρίδια της ψυχής στην παλάντζα του κόσμου, από τη μια οι έγνοιες κι από την άλλη το κοριτσάκι της. Στο κοριτσάκι έγερνε η ζυγαριά κι ήταν σίγουρη πως τίποτα δεν την κρατούσε σε εγρήγορση τόσο πολύ, όσο αυτός ο αόριστος, ο αβέβαιος κίνδυνος για τη ζωή του, αυτός που έπαιζε κρυφτούλι με την αγωνία της.

Και δεν είχε δοκιμαστεί λίγο η Ερμιόνη από την παιδική της ηλικία. Είχε κλείσει τριών μηνών όταν είχαν πάει βόλτα στο χωριό, να δουν τους συγγενείς. Τους είχαν βρει να ξελογγιάζουν με την κόσα στο κτήμα. Χαρές και πανηγύρια μόλις είδαν το μωρό. Το ταχτάρισαν, έπαιξαν με τα χεράκια του, ευχήθηκαν καλή ανατροφή κι έπειτα, η θεία, σύζυγος του αδερφού του πατέρα της, έστρωσε μια πικέ κουβέρτα πάνω στις φτέρες που είχαν μαζέψει σε σωρό και το απίθωσε απαλά. Το είχε πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά της, «άστο να κοιμηθεί, μην τού το χαλάσουμε, μωρό είναι, ο ύπνος τρέφει τα μωρά, όσο να πάρεις το λάδι, το κρασί και τις πατάτες από την αποθήκη θα ’χει ξυπνήσει και θα φύγουμε όλοι μαζί, να δυο βήματα είναι καημένη» καθησύχασε τη συννυφάδα της και μετά: «θα μείνει ο Μιλτιάδης να το προσέχει, μεγάλος είναι –έτσι Μίλτo; Το νου σου!» λες και τον φοβέριζε.

Ο Μίλτος στα δεκαπέντε βιαζόταν να μεγαλώσει. Μόλις είχε αρχίσει να φαίνεται ένα μαύρο χνούδι στα χείλη, να βαθαίνει η φωνή του αλλά, πολύ συχνά ένιωθε να λεπταίνει και να σπάει, να έχει παράξενα σκαμπανεβάσματα στον τόνο και στη χροιά πράγμα που τον έκανε να ντρέπεται. Έτσι, εκείνη την ημέρα, το «ναι» που είχε απαντήσει, έγινε η αφορμή να βάλει σε εφαρμογή τις συμβουλές της παρέας του. Αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν ήταν κοντά για να τον δει, ξάπλωσε ανάσκελα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, δίπλα στο μωρό. Έπειτα, ψαχούλεψε την τσέπη, έβγαλε ένα τσιγάρο, το έφερε κάτω από τα ρουθούνια, το μύρισε, φτερνίστηκε, μετά χαμογέλασε σαν με ικανοποίηση, έβγαλε και το κουτί με τα σπίρτα, το άναψε. Το «αυτό δεν είναι για  εσένα, είσαι μικρός ψυχή μου» που είχε πει ο παππούς την προηγούμενη φορά που τον είχε κάνει τσακωτό, το είχε παραβλέψει, βιαζόταν ν’ αποκτήσει αντρική φωνή. Τραβώντας δυο ρουφιές, δάκρυσαν και γουρλώσανε τα μάτια του. Λίγο που πνίγηκε στο βήχα και περισσότερο που άκουσε τη φωνή του πατέρα του, πέταξε το αναμμένο τσιγάρο στις φτέρες, κι έτρεξε στη συκιά παριστάνοντας πως έτρωγε σύκα. Δεν χρειάστηκε πολύ για να λαμπαδιάσουν τα ξερά φρύγανα…

«Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Ερμιόνη πέρασε δια πυρός. Δεκαεπτά Ιουλίου έδειχνε το ημερολόγιο» το σχολίαζε η μητέρα της κάθε φορά που πήγαινε άρτους στην εκκλησία, τάμα στην αγία Μαρίνα στο Κανόνι. Από μέσα της, σκεφτόταν ότι μικρές ατυχίες συμβαίνουν σε όλα τα παιδιά, κάθε μέρα, κάθε ώρα κάτι γίνεται «ας είναι, φτάνει να ξεπερνιούνται γρήγορα» έκανε το σταυρό της.

Και έμελλε να δευτερώσει αυτό το «δια πυρός». Την κρατούσε η νονά της, η Φιόρη, τρεις φορές τη βδομάδα όταν οι γονείς της πήγαιναν και σε δεύτερη δουλειά. Είχε βάλει κρύο εκείνο το απόγευμα. Σίγουρη πως θα ήταν καλύτερα για το παιδί να έχει λίγη ζέστη έφερε τα κάρβουνα και την πυρήνα και άναψε το μαγκάλι στη μέση της κουζίνας. Έπινε τον καφέ της και την καμάρωνε που είχε καταφέρει να κάνει νωρίς τα πρώτα βήματα. Στο σπίτι ήταν και το κοριτσάκι της γειτόνισσας, λίγο μεγαλύτερο από την Ερμιόνη. Πώς τού είχε έρθει να παρατήσουν τα τουβλάκια που έπαιζαν και να σηκωθούν να παίξουν κυνηγητό στα καλά καθούμενα, δεν κατάλαβε, άκουγε το χαρούμενα γέλια και τα παλαμάκια, μα έτσι δε γίνεται τις περισσότερες φορές; Το κακό βρίσκει τρόπο να σε ξεγελάσει. Δεν πρόλαβε, λίγα βήματα προς τα πίσω ήταν αρκετά για να χάσει την ισορροπία της. «Το μαγκάλιιι…» ακούστηκε, μα καμιά φορά δεν φτάνει μια φωνή όσο δυνατή και αν είναι να σώσει μια κατάσταση.

«Έτσι είχε βρεθεί αγκαλιά με τα αναμμένα κάρβουνα…» συμπλήρωνε την ιστορία η σιόρα Κατίνα και τόνιζε: «το δια πυρός, το πέρασε, μακάρι» –μακάρι, δεύτερη φορά για να πιάσει- να μη χρειαστεί και το δια σιδήρου…» και συμφωνούσε η Μαρίκα «ξορκισμένο το κακό».

Αυτά δεν τα θυμόταν η Ερμιόνη, τα γνώριζε από τις εξιστορήσεις. Δεν θα ξεχνούσε όμως ποτέ πως, όταν πήγαινε στο νηπιαγωγείο, η αγαπημένη της ξαδέλφη, είχε αρρωστήσει πολύ, τόσο, που την άλλη χρονιά πέθανε. Και σαν να μην έφτανε αυτό το φορτίο στην ψυχούλα της, έπειτα από δύο χρόνια, ένα αυτοκίνητο συνέθλιψε στην κυριολεξία ένα συμμαθητή της στο δρόμο έξω από το σχολείο. Αυτά τα δύο γεγονότα θα γινόταν ο χειρότερος εφιάλτης της μέχρι τότε…

Τα τραυματικά βιώματα ήρθε να συμπληρώσει η αυτοκτονία του πατέρα της.  Στο παιδικό μυαλό της τρύπωναν πολλά γιατί, έψαχνε να τα εξηγήσει, μα στα μάτια ενός παιδιού τέτοια γεγονότα φαίνονται ανεξήγητα κι ούτε μπορεί να καταλάβει τι είναι η κατάθλιψη. Προτού τελειώσει το δημοτικό ήρθε και ο θάνατος της γιαγιάς, εκείνης με την οποία η σχέση της ήταν πολύ στενή, μα θαρρείς και είχε συνηθίσει πια στην αγριότητα από τις προηγούμενες απώλειες, έμεινε ανέκφραστη τότε. Θυμόταν πως για πολύ καιρό πήγαινε από παράθυρο σε παράθυρο περιμένοντας να τους δει, μα το καντούνι παρέμενε άδειο από τις παρουσίες τους κι όσο έμενε άδειο, τόσο πιο άδεια ένιωθε κι εκείνη μέσα της.

Λένε πως τα παιδιά ξεπερνούν πιο εύκολα τις απώλειες. Λένε… Η αλήθεια είναι πως κανείς μα κανείς δεν τις ξεπερνά γρήγορα τέτοιες απώλειες. Η ανάγκη της κανονικότητας είναι που υπερισχύει και κάποια στιγμή ξαναπαίρνει την ανηφόρα η ζωή σε μικρούς και μεγάλους. Η σιόρα Κατίνα, για να τής απαλύνει τον πόνο, -απορίας άξιο πού την έβρισκε η ίδια τόση δύναμη- όταν την κρατούσε αγκαλιά και τής έλεγε αληθινές ιστορίες σαν παραμύθια, πιστή στο «οτιδήποτε βλέπεις, μπορεί να γίνει ένα παραμύθι» του Άντερσεν, στο τέλος, έφερνε την κουβέντα στους νεκρούς: «Δεν θα είναι πια κοντά μας ψυχή μου, ποτέ μα ποτέ, δεν θα τους περιμένουμε να γυρίσουν από κάπου, δεν έχουν πάει ταξίδι, αλλά» εκεί έκανε παύση, σηκωνόταν έπινε ένα ποτήρι νερό, έφερνε και στην Ερμιόνη μια βανίλια υποβρύχιο. Συνέχιζε, καμμιά φορά πλέκοντάς της κοτσίδες τα μαλλιά: «Μπορούμε να τους σκεφτόμαστε, να θυμόμαστε όσα ζήσαμε μαζί και να τους αγαπάμε πάντα, να φυλάμε την εικόνα τους στην καρδιά και στη σκέψη μας, να, όπως κάνω εγώ τόσα χρόνια για τους γονείς, τ’ αδέρφια και τη φιλενάδα μου, ακόμη και να τους ονειρευόμαστε» την παρηγορούσε.

Φρόντιζε μάλιστα να φυτεύουν μαζί, στον κήπο, τα αγαπημένα λουλούδια της γιαγιάς, να μαγειρεύουν κάθε Κυριακή το αγαπημένο φαγητό του μπαμπά, «keftikes de patata», να ακούνε στο μαγνητόφωνο τα παιδικά τραγούδια που άκουγε η ξαδέλφη της η Σάλβα, να ξεφυλλίζουν το άλμπουμ με τις σχολικές φωτογραφίες που ήταν και ο Μάρκος, ο συμμαθητής της, σε σκανταλιάρικες ξεκαρδιστικές πόζες και στο τέλος, να βγάζουν όλες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη μικρή παλιά βαλίτσα της Ραχήλ, να τις απλώνουν στο μεγάλο τραπέζι και να λένε φωναχτά μαζί με τα ονόματα εκείνων που δεν είχαν γυρίσει από το Άουσβιτς και τα καινούργια ονόματα που είχαν προστεθεί στον κατάλογο…

Την άκουγε, αμίλητη τις περισσότερες φορές. Η προσπάθεια να επεξεργαστεί τα συναισθήματά της, την έβρισκε να κουρνιάζει σαν σπουργίτι μετά από κάτι ξεσπάσματα θυμού. Ένιωθε πως κάποιες λέξεις έμεναν μετέωρες, σαν να μην είχαν ειπωθεί ή σαν να ήταν εκεί για να αμύνονται. Τής ήταν δύσκολο να καταλάβει πως ανάμεσα στο δίκιο και το άδικο την ενδιάμεση άβυσσο δεν μπορείς να την περπατήσεις δίχως να ματώσουν τα πόδια σου. Αυτή η στάση της σιόρας Κατίνας, ήταν που έκανε την Ερμιόνη να την θεωρεί παντοδύναμη ώστε να καταφεύγει σε κάθε δυσκολία στην αγκαλιά της. Έτσι ένιωθε και η μητέρα της κάπως πιο ήσυχη αφού κάθε μέρα ανέβαινε αγόγγυστα τον ίδιο Γολγοθά.

Είναι που η ίδια η ζωή, από μόνη της, πολλαπλασιάζει τα εμπόδια για να σε χωρίσει από το όνειρο, χωρίς να σε ρωτά…

Είναι που η ίδια η ζωή, καμιά φορά, πρώτα βουτά τα δάχτυλά της στο θειάφι και μετά σε παίρνει από το χέρι…

Είναι που η ίδια η ζωή, κάποιες φορές σου τάζει γράμματα και σού γράφει σημάδια…

Μια άλλη γυναίκα, η Δάφνη, είχε γνωρίσει την σιόρα Κατίνα και τη φίλη της τη Μαρίκα, με τον διορισμό της στην Κέρκυρα, -ένοικος μιας σοφίτας απέναντι από τη Συναγωγή, δεκαετία του ογδόντα. Στην ίδια γειτονιά έβλεπε κάπου-κάπου και την Ερμιόνη. Τη θυμόταν πολύ αχνά, από εκείνα τα τρυφερά, παιδικά της χρόνια, που άπλωνε το χεράκι για να χτυπήσει το μπρούτζινο ρόπτρο της πόρτας της Μαρίκας πατώντας στις μύτες των ποδιών. Έπειτα θυμόταν, πως τις άκουγε να τραγουδάνε μαζί, γιατί: «ακόμη και στην καρδιά της απελπισίας, εκεί που όλα σού φαίνονται σκοτεινά, πάντα υπάρχει ένα τραγούδι για παρηγοριά, ένα τραγούδι που σου δίνει δύναμη να αντιμετωπίσεις αυτό που φοβάσαι, Ερμιόνη μου, οι λέξεις, οι νότες, κάνουν τον πόνο πιο απαλό» την έκλεινε στην αγκαλιά της προστατευτικά γνωρίζοντας τι σημαίνει και πόσο κοστίζει να παλεύεις με τις πιο βαθιές σου αλήθειες.

Με τη μετακόμισή της, τής Δάφνης, εκτός πόλεως, χάθηκε η επαφή. Η ζωή όμως έχει πάντα έτοιμο σχέδιο. Την Ερμιόνη, θα την ξανασυναντούσε ύστερα από σχεδόν δεκαοκτώ χρόνια. Έκτοτε θα έκαναν συχνά παρέα, «έτσι όπως η σιόρα Κατίνα με την Μαρίκα» γελούσαν κάθε φορά.

Θυμόταν, η Δάφνη, πως κατευθυνόταν από το ιστορικό εργοστάσιο ελαιουργίας, στον εσωτερικό δρόμο στο Μαντούκι. Παλιά κτίρια, χορταριασμένες κεραμιδοσκεπές, κεραμιδόγατοι, ανθισμένα στενά μπαλκόνια, σιδερένια τραπεζάκια καφενείου, παλιές καρέκλες. Από τ’ ανοιχτά ραδιόφωνα, παλιά τραγούδια, ωδές στο χτες,  θραύσματα ενός ανεπανάληπτου χρόνου της ζωής όσων είχαν γυρίσει σελίδα, όσων είχαν περάσει πια στο παρελθόν. Οι γλυσίνες σκορπούσαν ευωδιές. Η Ερμιόνη ξεπροβάλλοντας από ένα καντούνι, στην τυχαία συνάντηση, μετά από μια επίμονη, εξεταστική ματιά την χαιρέτησε πρώτη. Εκεί στην άκρη του δρόμου έμαθε πως έπειτα από τις σπουδές της, είχε επιστρέψει από τη Γαλλία για να αναλάβει καθήκοντα συμβούλου σε μεγάλη αλυσίδα ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Την θαύμασε, όχι μόνο για τις σπουδές της –δεν ήταν δα κάτι συνηθισμένο, διπλά τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά και τρεις γλώσσες απταίστως!

Περισσότερο όμως, θαύμασε το γεγονός πως η Ερμιόνη την έκανε να αισθάνεται οικεία. Αυτό το: «αξίζει να μοιράζεσαι ένα καφέ, με εκείνους που ψάχνουν κρυμμένες γωνιές με απέραντη θέα ακόμη και σε μια μικρή ασβεστωμένη αυλή» την είχε εντυπωσιάσει. Δροσερή και γοητευτική, σταρένιο δέρμα, καστανά μαλλιά, κομψή σαν από γαλλικό περιοδικό. Ντροπαλή, είχε σταθεί μπροστά της μ’ ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα.  Στην πρώτη εκείνη μετά από τόσα χρόνια συνάντηση, η Δάφνη, είχε δει πόσο εξαρτημένη από αχρείαστες ελπίδες ήταν μα τότε δεν το είχε σχολιάσει. Τα γκριζοπράσινα μάτια της γεμάτα καλοσύνη και κάτι άλλο. Από μακριά ταξιδιάρικα κι από κοντά θαρρείς σήκωναν το βάρος φθινοπωριάτικου ουρανού πριν την καταιγίδα. Καλά έλεγε η μητέρα της, πως από τότε που την είχε φέρει στον κόσμο, διέκρινε πως κουβαλούσε ένα παράξενο, ένα αινιγματικό φορτίο βαθιά μέσα σ’ αυτά τα μάτια κι ήταν σίγουρη πως θα μπορούσαν να διαβάσουν τα μυστικά της νύχτας και τα αθέατα της μέρας με την ίδια ευκολία. Κι όσο για το αντιστάθμισμα στους δωρεάν χρησμούς όταν έκλειναν τα βλέφαρα, ήταν σχεδόν βέβαιη πως η αλισάχνη θα ’κανε γιορτή.

Εκείνη την περίοδο, η Ερμιόνη, κάνοντας πράξη το, αν μας αρέσουν τα πράγματα στα οποία είμαστε καλοί αφιερωνόμαστε με πάθος στην εργασία, ζούσε την αναγνώριση και την αποδοχή σε ένα πολύ ιδιαίτερο εργασιακό περιβάλλον με καλές προοπτικές. Και δεν ήταν λίγες οι φορές, που σφίγγοντάς της κάποιος συνεργάτης εγκάρδια το χέρι έβλεπε το έμμεσο διακριτικό φλερτ, άλλο που έκανε πως δεν καταλάβαινε. Γνωρίζοντας πως μέσα στα γραφεία κάθε ψίθυρος ακούγεται και φτάνει αστραπιαία στα αδιάκριτα αυτιά τρίτων, δεν είχε ενδώσει σε κανένα.

Ο χειμώνας είχε επιστρέψει. Η ομίχλη, υπέροχη και παράξενη έκανε την Κέρκυρα ακόμη πιο μαγική. Παραμονή Χριστουγέννων του 2008, μια πνοή της ψυχής της πόλης, μια ανάσα είχε λοξοδρομήσει από τη Σπιανάδα στα καντούνια καλώντας την Ερμιόνη να κορφολογήσει τον έρωτα. Κοιτάζοντας φανοστάτες, φουρούσια, παράθυρα, περίτεχνα κάγκελα σκόρπιζε φευγαλέες ματιές, από αυτές που λες είναι η  εγγύηση για την ευτυχία και το κλειδί της αιωνιότητας. Μπορούσε να πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο μαζί, όχι μόνο γιατί είχε εξοικειωθεί από παιδί μα και γιατί μέσα της πίστευε στο θαύμα της αγάπης.

Από μια τέτοια ματιά είχε πιαστεί ο Άλκης. Ωραίος, από εκείνους τους άντρες που δεν περνούν απαρατήρητοι, αλλά, έχουν και την έπαρση να νομίζουν πως τα ξέρουν όλα. Ο έρωτας πετούσε στο απέραντο λευκό, το σιωπηλό, το ανυποψίαστο λευκό που παίρνουν τα μπαμπακένια σύννεφα στον ορίζοντα κάποιες φορές πάνω από το Λαζαρέτο.

Είναι κάποιες νύχτες, που νομίζεις πως ο έρωτας, χαϊδεύει πρώτα τα τριαντάφυλλα και μετά τα μάτια σου. Ξεχνάς πως έχει περάσει και από τ’ αγκάθια…

Είναι κάποιες νύχτες, που ξεχνάς ότι η αγάπη μπορεί να είναι φως, τα καντούνια όμως που θα σε φέρουν στο δρόμο της είναι σπαρμένα τις περισσότερες φορές με λουλούδια και δάκρυα…

Είναι κάποιες νύχτες, που όσα πραγματικά διαδραματίζονται ή διακυβεύονται δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν την προσοχή σου, φταίει που η σιωπή μοιάζει ρούχο συνηθισμένο…

Η μεταξύ τους απόσταση τον πρώτο χρόνο γέμιζε με σύντομες φράσεις όπως: «σε σκέφτομαι, μου λείπεις, σε θέλω, σ’ αγαπώ, στ’ ορκίζομαι». Ήταν σίγουρη πως με τον Άλκη θα μπορούσε να ζήσει με τις λιγότερες απογοητεύσεις, πως οι απομυθοποιήσεις δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης στη σχέση τους, πως μαζί του, θα άφηνε πίσω της τα ευάλωτα μονοπάτια και το κυριότερο θα έκαναν μαζί μια όμορφη οικογένεια. Ονειρευόταν και παιδιά, ω ναι. Γεμάτη ελπίδες, -αχρείαστες είπαμε- για όσα θα τής χάριζε απλόχερα ο Άλκης, έτσι νόμιζε, όχι μόνο παραιτήθηκε από την εργασία της, αλλά και τον ακολούθησε στην Αθήνα. Ήταν που σε μια βόλτα στο Λιστόν, τής είχε πει με τόση λατρεία: «Ο τόπος δεν είχε καμιά σημασία, σημασία έχουν τα αισθήματα, θα σού αρέσει η Αθήνα και μετά μην ξεχνάς, έχω τόσες γνωριμίες παντού, θα σου βρω, εγώ θα σου βρω καλύτερη δουλειά…»

Οι κωδωνοκρουσίες από τις καμπάνες της Παναγίας των Ξένων, ανήμερα των Χριστουγέννων, χρησμοδοτούσαν το περιττό του ρίσκου, το μη αναγκαίο τής φυγής της, μα η Ερμιόνη παράφορα ερωτευμένη δεν το άκουσε.

Ούτε τους δαίμονες που περιπολούσαν στο Μποσκέτο είχε αντιληφθεί…

Ούτε στα λόγια της σιόρας Κατίνας είχε δώσει σημασία, που όταν τής τον είχε γνωρίσει, αφού σήκωσε τα μάτια πάνω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά και τον κοίταξε κάπως εξεταστικά -πριν ακουστεί, είχε ξεροκαταπιεί κάμποσες φορές κι ύστερα: «φοράς το καλό σου πρόσωπο Άλκη ή με γελούν τα μάτια μου, μάτια…» δήθεν αδιάφορα. Θυμόταν όμως τα χείλη του, του Άλκη, μια γραμμή είχαν γίνει για να κρατήσουν το ανέκφραστο και το ανεκδήλωτο μαζί.

Αφοσιώθηκε σ’ εκείνον πολύ γρήγορα. Ένιωθε πως είχε ξεντυθεί έγνοιες, αμφιβολίες, πένθη. Κάποια βράδια στο Σούνιο ήταν όντως μαγικά, αλλά, τους κρυφούς κεραυνούς δεν τους είχε μαντέψει, ούτε τα παραπλανητικά χαμόγελα κατάλαβε.

Mα έτσι δεν περνούν οι ώρες, οι μέρες, οι νύχτες όλων των ονειροπόλων; Κάπως έτσι δε συνεχίζουν τα μάτια να γράφουν κύκλους στο άπειρο;

Σιγά-σιγά, βάζοντας τα δικά της όνειρα στο περιθώριο, αρνήθηκε μια υποτροφία του Ιδρύματος Παιδείας και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ένα διδακτορικό στον Καναδά και αργότερα μια καλή θέση στην Ελληνική Πρεσβεία στη Βέρνη. Στις άτονες αμφιβολίες, στις σβησμένες λέξεις που πρόφερε κάπου-κάπου, ο Άλκης είχε να αντιτάξει εκνευρισμένος μόνο τον θυμό του.

«Κακώς, κακώς» τόνιζε στο τηλέφωνο η σιόρα Κατίνα, «στην Ελβετία έπρεπε να πας, είχες χρέος ως Κερκυραία, από σεβασμό, θυμήσου ο κόντε Καποδίστριας ήταν εκείνος που έκανε τους Ελβετούς να γίνουν φιλέλληνες» και συμπλήρωνε η Μαρίκα που δεν είχε πάψει ποτέ ν’ ακούει τους ήχους των βομβαρδισμών: «να πάει, πες της, να πάει, έχει και καταφύγια, προστατεύονται όλοι από τις βόμβες εκεί». Έπειτα από μια σύντομη παύση είχαν κοιταχτεί στα μάτια, είχαν κατεβάσει και το ακουστικό, Κατίνα και Μαρίκα μαζί: «Η ωραία του κυρίου» είπαν κι αμέσως, με κάποια ενοχή: «πώς, μα πώς ξεχάσαμε να τής πούμε για τον Αλβέρτο, τον Αλβέρτο Κοέν…»

Και η Δάφνη, όταν το ’φερε η κουβέντα σε μια επίσκεψη που είχε κάνει στην Αθήνα για λόγους υγείας: «μα γιατί αρνήθηκες μια τέτοια ευκαιρία, γιατί είπες όχι, θα συναντούσες τον σπουδαίο ιστορικό Παύλο Τζερμιά αφού μελετάς ιστορία, θα ερχόσουν σε επαφή και με την Διεθνή Εταιρία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, θα…» έκανε μια παύση, είχε δει την αντίδρασή της «εν τέλει, θα δοκίμαζες τις καλύτερες σοκολάτες…» είχε πει στο τέλος και ευχόταν μέσα της να μην ερχόταν η μέρα που πληγωμένη θα μετάνιωνε η ευάλωτη Ερμιόνη.

Η Ερμιόνη, που όταν άνοιγε το παράθυρο μπέρδευε το βουητό της πόλης νομίζοντας πως όλα μουρμούριζαν επαναλαμβάνοντας εκείνο το πρώτο σ’ αγαπώ που τής είχε ψιθυρίσει στην Κέρκυρα. Έφταιγε που είχε πιστέψει όλες τις γαλιφιές του. Είχαν περάσει έξι μήνες και δεν είχε χτυπήσει καμμιά πόρτα για το χατίρι της ο Άλκης με τις σπουδαίες γνωριμίες. Οι οικονομίες της είχαν σχεδόν εξαντληθεί περιμένοντας να πάει -συστημένη σε κάποιο υπουργείο- τον είχε πιστέψει και σ’ αυτό, ώσπου, σε μια βόλτα στον Πειραιά, βλέποντας στη τζαμαρία μιας ναυτιλιακής εταιρείας την ανακοίνωση για μια θέση εργασίας, μπήκε μέσα θαρρετά και χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε αμέσως. Έτσι θα μπορούσε να συνεχίσει να μοιράζεται τα έξοδα της συγκατοίκησης μαζί του, αυτό μέχρι την ημέρα που προδομένη, μόνη και μετανιωμένη, θα γυρνούσε στ’ αγέλαστα σταυροδρόμια της πρωτεύουσας…

Όσο για τον Άλκη, βάζοντας σε προτεραιότητα την καριέρα και την ανέλιξη του στους κοσμικούς κύκλους, όλο και λιγότερο ενδιαφέρον έδειχνε. «Είναι που όσα ονειρεύεσαι την άνοιξη, σχεδόν απαγορεύονται τον χειμώνα» είχε δικαιολογήσει τη στάση του, τάχα μου πως έφταιγε η εποχή, μα όταν ξανάρθε η άνοιξη η κατάσταση μεταξύ τους είχε γίνει ακόμη χειρότερη. Είχε αναπτύξει την τάση να την κοιτάζει με περιφρόνηση από την κορφή ως τα νύχια, να την διακόπτει απότομα όταν μιλούσε, να τής κόβει το γέλιο όταν χαιρόταν και την ανάσα σαν άπλωνε το χέρι ν’ αγγίξει ουρανό κι όνειρο.

Περνούσαν οι μήνες. Ο Άλκης μεταμορφωνόταν σε κάποιον άλλο. Έβγαζε φθόνο, για τη θέση της στη ναυτιλιακή, για τις παλιές της φιλίες, ιδίως αυτές στο Παρίσι και όταν την άκουγε να μιλάει γαλλικά έβγαζε φλύκταινες. Ακόμα και για την σιόρα Κατίνα, δεν έκρυβε την απέχθεια που τού προκαλούσαν οι διηγήσεις της Ερμιόνης, διηγήσεις από τις ιστορίες της εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας, καμία συγκίνηση «αυτή κι αν έπρεπε να είχαν στείλει στο Άουσβιτς, αυτή…» με οργή οι λέξεις του.

Άσε που γινόταν όλο και πιο χειριστικός, τόσο που κάποια φορά μάλιστα –η Ερμιόνη με ένα αέρινο κίτρινο φόρεμα, μάλλον δεν κρίθηκε αρκετή για να τον συνοδεύσει στη μεγάλη σάλα που θα γινόταν η δεξίωση ενός ομίλου. Την είχε κοιτάξει τόσο σκληρά που παλιοί και νέοι φόβοι ξυπνούσαν ο ένας μετά τον άλλο μέσα της χτυπώντας καμπανάκια. Έπειτα κάλεσε ένα ταξί και τής ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι. «Δεν θα ήθελα να σε φέρουν σε δύσκολη θέση, δεν είναι ευπρεπές αυτό, το, το, τσ…» «τσόλι» ήθελε να πει, το διόρθωσε σε «ένδυμα», και αμέσως κόλλησε και ένα «γλυκιά μου» που δεν κολλούσε πουθενά.

Επιστρέφοντας, το ταξίμετρο μετρούσε τα χιλιόμετρα από τη Γλυφάδα, στη Νέα Σμύρνη και η Ερμιόνη τα χρόνια από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Παιδικά, εφηβικά, νεανικά κι ανάμεσά τους, μαζί με τα ξεθωριασμένα σημειωματάρια και τις αναμνήσεις, τα αδίδαχτα και τα κουρσεμένα κεφάλαια μιας σχέσης που είχαν θέση μόνο στη φαντασία της. Παραδεχόταν με οδύνη, πως κάθε τι είχε νόημα και λόγο ύπαρξης μόνο για εκείνη, αφού στο σύνολό τους, ήταν όλα ασήμαντα για τον Άλκη. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε τόσο γρήγορα, που ο ταξιτζής ανήσυχος είχε σταματήσει στο πρώτο περίπτερο και τής έφερε ένα μπουκαλάκι νερό.

Έκλαιγε με αναφιλητά. Πώς μπορούσε να μην κλαίει όταν έφερνε στο μυαλό της πως πολλές φορές τελευταία, ενώ την αγκάλιαζε είχε έντονη την αίσθηση πως την πρόδιδε. Τα φιλιά του σύντομα, δεν είχαν το ίδιο πάθος, τα χέρια του παγωμένα για χάδια και το χειρότερο, είχε στερέψει από καλοσύνες, φιλοφρονήσεις και ωραία λόγια… Πόσο αδύναμη αποδείχτηκε αλήθεια, για να κατρακυλήσει τόσο γρήγορα στο χείλος της απελπισίας. «Ντροπή σου» μάλωνε τον εαυτό της μα δεν έπιασε τόπο.

Από εκείνο το απόγευμα, της 17ης  Ιουλίου, -τι σύμπτωση, εδώ ξαναρχίζει το δια πυρός σκέφτηκε από μέσα της- και μέχρι που χώρισαν οριστικά, σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε αδιέξοδο υποχωρήσεις συνέχιζε να κάνει μόνο η Ερμιόνη. Για τον Άλκη, η αμοιβαιότητα άγνωστη λέξη. Η Ερμιόνη ήταν εκείνη που είχε συνηθίσει να δίνει τα πάντα, με ελάχιστα ή και καθόλου τις περισσότερες φορές ανταλλάγματα. Και την ξεγελούσε, εύκολα με μια σύντομη βόλτα στην Πλάκα, με ένα καφέ στο Μοναστηράκι ή ένα ποτήρι κρασί στην Καστέλα, μέχρι που «ανειλημμένες υποχρεώσεις…» δεν άφηναν περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Πολύ γρήγορα οι «ανειλημμένες υποχρεώσεις…» απέκτησαν και όνομα, ένα στην αρχή, «Λίλα»,  περισσότερα αργότερα, γυναικεία πάντα, ονόματα που ηχούσαν χαϊδευτικά στα αυτιά του: «Ντενίς, Μίνα, Τζέλα, Σούζαν…», ονόματα μοντέρνα που ήξεραν να αφήνουν ίχνη από ακριβό άρωμα, που σημάδευαν κυρίως τους λευκούς κολλαριστούς γιακάδες της αστραφτερής στολής με κοκκινάδια, που έστελναν μηνύματα, που ξεχνούσαν προσωπικά τους αντικείμενα στο αυτοκίνητο του…

Τής είχε πάρει αρκετό καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσει πως στον λερωμένο από παντού κόσμο του, τον μολυσμένο και σάπιο, δεν ταίριαζε. Πού να βόλευε τα ραγισμένα της όνειρα, πώς να χωρούσε η δική της αλήθεια σε τόσα ψέματα. Συνειδητοποιώντας ότι η προδοσία αφορούσε στον πιο κοντινό της άνθρωπο, έφτασε μέχρι την άκρα μελαγχολία. «Μήπως όμως η προσωπική ιστορία των περισσότερων γυναικών δεν είναι μια σειρά από απογοητεύσεις;» είχε πει η Δάφνη στο τηλέφωνο, τονίζοντας όμως πως «καμιά προδοσία δεν γίνεται να σε βγάζει από τη ζωή που ονειρεύτηκες…».

Μια δρασκελιά η θύμηση από τον πρώτο ενθουσιασμό, μα σίγουρα δεν υπήρχε επιστροφή. Ανάκατα όλα στο μυαλό της, όσα είδε και όσα δεν είδε, όσα θέλησε και δεν ήρθαν, όσα παράβλεπε, ό,τι άκουσε πικρόχολο και λίγο.

Φθινόπωρο και κάτι, με βρεγμένα παπούτσια, χαμένη μες το πλήθος, ανεβοκατέβαινε στην προκυμαία. Μόλις είχε διαπιστώσει την εγκυμοσύνη της. Στα απολεσθέντα επεισόδια της ζωής, συμπλήρωσε και τα χρόνια που έζησε και δεν έζησε με τον Άλκη. Στο νέο αδιέξοδο σκόνταφτε η ίδια της η ψυχή όσο κι αν είχε απλωμένα φτερά. Όλες οι λάθος στιγμές ήταν γραμμένες  εκεί, απειλητικές και τόσο άδικες.

Θυμήθηκε, πως όταν τής είχε ζητήσει γάμο, το δαχτυλίδι, δεν ντράπηκε να τής πει πως το είχε πάρει με τα κουπόνια από τα ψώνια, αυτά που η ίδια πλήρωνε στο super market. Μάλιστα, αυτός ο τύπος με το πολυτελές σπορ αυτοκίνητο και τα πανάκριβα ρούχα, αυτός ο τόσο φιλόδοξος με το εξοχικό στην Ερέτρια, αυτός, ο Άλκης, δεν μπορούσε να διαθέσει περισσότερα για την Ερμιόνη. Δεν χρειάστηκε να του μιλήσει για την εγκυμοσύνη της. Η ίδια η φύση φρόντισε να διακοπεί με μια ακατάσχετη αιμορραγία ένα τριήμερο που έλειπε εκείνος σε «επαγγελματικό ταξίδι».

Ύστερα από αυτό, ταλαιπωρημένη σωματικά και ψυχικά είχε επιστρέψει στο πατρικό της, στο νησί, με ένα μήνα άδεια. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη για την παραίτησή της. Κόμπο-κόμπο η αναπνοή της καθώς κοβόταν κάθε τόσο από την ένταση όταν διηγήθηκε στη σιόρα Κατίνα τα τελευταία επεισόδια. Και κούρνιασε ξανά σαν πουλάκι στην αγκαλιά της. Και βάθαινε η σιωπή. Και ακινητούσε ο χρόνος. Και έκλαιγε η Μαρίκα λέγοντας: «ο έρωτας που σε ράγισε, η ζωή που σπέρνει καρφιά στη στράτα σου, να ξέρεις, έχουν την ίδια αγιοσύνη που έχει και η χαρά, ο πόνος είναι που σε αλλάζει, ο πόνος θα σε μάθει να κοιτάζεις τις πληγές σου και να μην τις ντρέπεσαι…»

Ο χωρισμός με τον Άλκη, την είχε ποτίσει ολόκληρη. Mύριζε παντού η απουσία, η προδοσία, ιδιαίτερα στον ανθισμένο χειμωνανθό του κήπου όταν άκουγε τον Γιάννη Χαρούλη να τραγουδάει σε στίχους της Ελένης Φωτάκη και μουσική Γιώργου Καζαντζή: «Γδύσου κι από τα μάτια μου/Πάρε νερό και πλύσου/Ο χωρισμός θυμήσου/Είναι χειμωνανθός». Χαραμισμένα όλα ζητούσαν διέξοδο, η σκληρή πραγματικότητα να την ακολουθεί σαν ανείπωτο ψέμα κάθε λεπτό, σε κάθε βήμα και να πενθεί μέσα της αμίλητη.

Αθώρητη η Μοίρα σάλπιζε κι άλλες θύελλες, μα ούτε αυτό το άκουσε. Περίμενε πως οι γιορτινές μέρες που έρχονταν θα έσβηναν μαγικά κάθε κακή θύμηση. Παραμονή Χριστουγέννων, το νερό έσταζε από τα κεραμίδια πάνω στα κλαδιά της τσιντόνιας. Κοίταζε από το παράθυρο μετρώντας τις βαριές σταλαγματιές με ρεμβαστική απάθεια. Το φεγγάρι αμέτοχο μακριά, στο ενετικό κάστρο του λιμανιού, εκεί που ριγούσε ο άνεμος συλλαβίζοντας μοναξιά και απόγνωση.

Ένας λυγμός που είχε κάπως αργήσει πρόλαβε να συρθεί κρυφά στα καντούνια  πριν την εκπνοή του παλιού χρόνου.

Η σιόρα Κατίνα, καθισμένη στο στενό μπαλκονάκι έτριβε με ροδόνερο το μουδιασμένο άσαρκο δεξιό χέρι της. Μια σταλαγματιά κι έπειτα κι άλλη μια τη βρήκαν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Ακράνοιξε τα χείλη να πει κάτι, ένα σφίξιμο στο στήθος, ένιωσε να πνίγεται από αγωνία. Μια αστραπή που αναβόσβησε την έκανε να σφαλίσει τα βλέφαρα. Αφουγκράστηκε το σώμα, την αδύναμη καρδιά της, μια στιγμή μόνο, άκαμπτη έμεινε, το ένιωσε, τεντωμένη σαν χορδή, μάλλον γνώριζε πως στο επόμενο λεπτό θα άδειαζε από καθετί που την κρατούσε ζωντανή. Την βρήκε η Μαρίκα την άλλη μέρα, παγωμένη μα χαμογελαστή. Μια πεταλούδα με τσαλακωμένα φτερά περπατούσε ανάμεσα στο διαμαντένιο δαχτυλίδι της Ραχήλ, που δεν είχε βγάλει ποτέ από το χέρι της και τα ροζιασμένα δάχτυλα…

Όλη η γειτονιά συζητούσε πως η σιόρα Κατίνα πίστευε ότι εκείνο το διαμάντι έχανε την λάμψη του όταν το άγγιζε χέρι προδότη.  Η αλήθεια είναι πως είχε προσπαθήσει να πείσει τότε, τον Άλκη, να το κοιτάξει κρατώντας το στο φως, μα δεν τα κατάφερε.

Πάντως, όσο κι αν πίστευε ότι αυτό, το μικρό διαμάντι, ξόρκιζε το κακό, ήξερε καλά πως δεν είχε καταφέρει να σώσει τη Ραχήλ από τους Ναζί.

Έλεγαν, πως για μερόνυχτα μια παράξενη λάμψη ακινητούσε στο μπαλκόνι της πριν κλειδωθεί για πάντα στο φως.

«Είναι κάποιες νύχτες, που σε παραμονεύει γαμψό ένα μαύρο νύχι στο σκοτάδι, μα εσύ δεν το ξέρεις, συνεχίζεις να ελπίζεις πως αύριο θα είναι όλα αλλιώς. Είναι κάποιες νύχτες, που διψούν για ουρλιαχτά, που οι αστραπές περνούν σαν λεπίδι και θερίζουν ψυχές. Να προσέχεις…» έλεγε η Δάφνη όταν συναντήθηκαν πίνοντας καφέ στου Ζήσιμου αμέσως μετά την κηδεία. Τής είχε εξομολογηθεί μάλιστα, πως πριν κάμποσα χρόνια μια τέτοια νύχτα ήταν που κόντεψε να την πάρει μαζί της, την Δάφνη. «Ναι» και συνεχίζοντας ως να αναφερόταν σε κάποια άλλη, «την Δάφνη που έλεγε πως όταν βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τη δύσκολη στιγμή, όταν μας δίδει χειραψία ο θάνατος, οφείλουμε –περισσότερο από ποτέ- στον εαυτό μας, να επιμένουμε με πείσμα στη ζωή, να γαντζωνόμαστε από το ελάχιστο της χαράς στο πολύ της θέλησης,  να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να βιώνουμε, έστω και σε λίγες στιγμές την υπέρβαση, αλλά, την είχε κάνει τη βλακεία της η κυρία Δάφνη, μάλιστα, μια απόπειρα να τερματίσει τη ζωή της, τότε που διαβάζοντας ένα ανοιχτό γράμμα, έμαθε σε λίγα μόνο λεπτά, πόσο κοστίζει η προδοσία μιας ολόκληρης ζωής…»

Είναι κάποιες νύχτες, που ανάμεσα στις ταραγμένες σκέψεις και τα αναμμένα φωτάκια σβήνουν οι λέξεις, όπως έρωτας, εμπιστοσύνη, τιμή, ανθρωπιά, όνειρα…

Είναι κάποιες νύχτες, που σε κυνηγούν οι βοριάδες, που ενώ παραδέχεσαι πως η αγάπη δεν συχνάζει στο τοπίο της ζωής σου, αθόρυβα επιμένεις να συγυρίζεις αναμνήσεις, να ποτίζεις πόθους, ν’ ανοίγεις το παράθυρο για να υποδεχτείς τη γιορτή και τελικά να ανταλλάσσεις χειραψία με τον χαλασμό…

Καθόταν κοντά στο καλοριφέρ, η Ερμιόνη. Προσπαθούσε να ξαλαφρώσει από κακές σκέψεις. Φορούσε το καμηλό παλτό και το σκούφο της, ένα πλεκτό κίτρινο, τον αγαπημένο της. Είχε ξεπαγιάσει, μα δεν ήταν από το κρύο. Στρεφόταν μέσα της. Διαβασμένες και αδιάβαστες σκέψεις ένα κουβάρι. Ανήσυχη, να μην βολεύεται στην πολυθρόνα, να ταράζεται, να δακρύζει, να γίνεται ένα με το πάτωμα. Για να δώσει τροφή σε πιο καθαρούς λογισμούς άνοιξε ένα βιβλίο. Γέρνοντας σαν τσακισμένη αμυγδαλιά, είχε την αίσθηση πως κάπου αλλού συνέβαινε κάτι ακόμα και πως αυτό το κάτι βιαζόταν πολύ να την συναντήσει…

Εκείνα τα Χριστούγεννα την βρήκαν εξαντλημένη και από τον πυρετό, χλωμή σαν το κερί επιταφίου. Το βράδυ είχε περιπλανηθεί στους γύρω δρόμους, μετά στην πλατεία ελπίζοντας γενικά και αόριστα, σε τί; Δεν ήξερε. Θαρρείς για να συμπληρωθεί το αφόρητο μέσα της σκοτείνιασε ο ουρανός. Μια δυνατή μπόρα την μούσκεψε μέχρι το κόκκαλο. Τα γιορτινά λαμπιόνια θάμπωσαν μεμιάς όταν διάβασε το αγγελτήριο θανάτου ενός φίλου της, του Περικλή και τρεις μέρες αργότερα θα σκοτείνιαζαν εντελώς όταν θα συλλάβιζε στη γνωμάτευση του γιατρού, τα ευρήματα μιας αξονικής που είχε κάνει η ίδια, με προτροπή του Περικλή, λίγες μέρες πριν.

«Του αδύναμου τού παίρνει περισσότερο χρόνο, με μια προσπάθεια αμφισβήτησης της αλήθειας, αρχίζει αυτή η άσκηση καλή μου. Αύριο να θυμάσαι πως δεν είναι ανάγκη να προσποιείσαι τη χαρούμενη όταν μέσα σου θα είσαι ράκος και τα συναισθήματά σου, να τα αφήνεις να εκδηλώνονται, περαστική θα είναι η περιπέτεια μα να τής δώσεις χώρο και χρόνο να περάσει» επέμεινε η Δάφνη που γνώριζε από προσωπική εμπειρία τι σημαίνει αυτό το, «δηλαδή έχω καρκίνο γιατρέ; σίγουρα».

Και κλήθηκε η Ερμιόνη να ετοιμαστεί για τη δική της μάχη. «Είμαι ήδη νεκρή, νεκρή» είχε ουρλιάξει κάποια στιγμή και βούλιαξε το πρόσωπό της μέσα στο νοτισμένο από την υγρασία παλτό.

Η επόμενη μέρα την βρήκε να περιπλανιέται στο πάρκο. Ανάμεσα στα γυμνά από φύλλα δέντρα στη Γαρίτσα έσερνε τα βήματά της αργά, βασανιστικά λες και την οδηγούσαν σε κρεματόριο. Από την ανατροπή που την είχε χτυπήσει σαν κεραμίδα στο κεφάλι, οργισμένη τα ’βαζε με τον εαυτό της. Δεν χώραγαν στο μυαλό, ούτε τα παλιά, μα ούτε και τα καινούργια. Πλαντούσε, μέσα της ο θρήνος λαβωμένου πουλιού καλούσε βοήθεια, ένα κάλεσμα πνιχτό, αδύναμο. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει μέχρι την ώρα που την βρήκε η μητέρα της στο παγκάκι με το βλέμμα χαμένο, αδειανό. Εκεί ήρθαν και οι πρώτες ενοχές κι ας μην έφταιγε. Σκέφτηκε την ταλαιπωρία που θα την έβαζε, τη ζωή της που θα άλλαζε άλλη μια φορά ριζικά θαρρείς και δεν έφταναν τόσες άλλες δοκιμασίες που είχε γνωρίσει  βασανισμένη ήταν κι αυτή.

Αγκαλιάστηκαν. Ο λυγμός έφτανε ως στην άκρη του λαιμού, γινόταν κόμπος διπλός, τις έπνιγε και τις δύο. Είχε λυγίσει και η μητέρα της, εκείνο το «παιδί μου» ήταν αρκετό για να βεβαιωθεί. «Πίστευα ότι είσαι άτρωτη, ότι εσύ δεν θα λυγίσεις ποτέ, πώς θα το αντέξεις μαμά» οι λέξεις σπασμένες, με δυσκολία, ανάμεσα σε μύξες και δάκρυα.

Αυτή η κατάσταση είχε συνεχιστεί για καιρό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για όποια δραστηριότητα την γέμιζε πρωτύτερα με χαρά. Μέσα της πάλευαν πολλές φωνές, τόσες πολλές, που δεν κατάφερνε να συγκεντρωθεί σε κάτι όσο οι επαναλαμβανόμενες σκέψεις του θανάτου επισκίαζαν όλα τα άλλα. Ευτυχώς που κάποια στιγμή υπάκουσε στο «θα κάνεις ό,τι σού προτείνω και θα πάμε καλά, Ερμιόνη μου» του καθηγητή που την είχε αναλάβει στο νοσοκομείο.

Στο εξαιρετικά κρίσιμο διάστημα που ακολούθησε όσο κράτησε η θεραπεία της, προσπάθησε πολύ μετά την αρχική άρνηση της πραγματικότητας να βάλει σε τάξη τις ανήμερες φωνές, να εξουσιάσει αμφιβολίες και φόβο. Ο σωματικός πόνος μπορούσε να διατυπωθεί σε λόγο, ο ψυχικός όμως, πώς; Η περιπέτεια τής έθετε περιορισμούς που δεν μπορούσε να αντέξει. Πολλές φορές συμπυκνωμένη η απόγνωση κυρίευε όλες τις αισθήσεις της, κάποιες μάλιστα, αδιάντροπα ένιωθε να σηκώνεται το χώμα και να την σκεπάζει ζωντανή.

Δεν ήταν όμως και λίγες εκείνες, που η ανθισμένη κερλετέρια της Οβριακής ή ένα γιασεμί, την έφερναν πίσω, την έκαναν να ονειρεύεται ψιθυρίσματα, παιδικές φωνές, χαρούμενα χρώματα, ταξίδια. Κι όταν αραιά και πού, κατέβαινε μέχρι τα Μουράγια, τότε ξανάβρισκε τον κρυφό εαυτό της κι ας μην ήταν όπως παλιά, τότε κλωτσούσε τους συμβιβασμούς αφήνοντας να μεστώσει στην καρδιά της κάτι που δεν ήξερε να προσδιορίσει, ήξερε όμως πως θα το περίμενε, αύριο…

Έπειτα από δύο χρόνια, έχοντας κερδίσει ξεκάθαρα μια μεγάλη μάχη: «Στάσου Ερμιόνη, ξόφλησες και με αυτό, τα κατάφερες, πλήρωσες τον λογαριασμό, ήρθε η ώρα να καθίσεις και να ρεμβάσεις, τώρα που το μαϊστράλι γητεύει πληγές και το φεγγάρι σε καλωσορίζει από την αρχή, τώρα σε μεθά το δικό σου γέλιο…» για μέρες στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη ανοίγοντας κουβέντα με τον εαυτό της. Είχε βγει πιο μοναχική από το χτες, μα δεν την πείραζε. Είχε αλλάξει οπτική και θέαση.

Ζύγιασε τους ώμους, τέντωσε τα χέρια, μετά αγκάλιασε το σώμα της σίγουρη πως ένα άλλο αύριο χάραζε. Φορούσε πράσινο φουστάνι στο χρώμα του σμαραγδιού. Τής πήγαινε πολύ. Τώρα που είχε ξανά τα μαλλιά της τα χτένισε πιο φιλάρεσκα. Πέρασε τα χείλη της με κόκκινο κραγιόν, άπλωσε λίγο στα μάγουλα, ηθελημένα κοίταξε το δέντρο που σχημάτιζαν οι φλέβες στη βάση του λαιμού, θυμήθηκε τον καθετήρα Hickman, μια θλιβερή ανάμνηση πια. Μόρφασε σηκώνοντας το αριστερό φρύδι, είχε ξεκαθαρίσει πια και με τον χρόνο, τον άγονο χρόνο που την είχε στην ομηρία του.

Ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια συμπλήρωσε την εικόνα της. Κοιτούσε ξανά και ξανά τον εαυτό της στον καθρέφτη μα δεν μπορούσε να μείνει στην εικόνα της. Την προσοχή της τραβούσαν διάφορα αντικείμενα θαρρείς τα ’βλεπε για πρώτη φορά και μαζί τους κάποιες πολύχρωμες λάμψεις. Η απορία της, λύθηκε όταν πρόσεξε το στολισμένο δέντρο στο απέναντι σπίτι. Είχαν περάσει αρκετές μέρες από τότε που μια σκέψη έμενε πεισματικά σφηνωμένη στο μυαλό: «να φύγω, να φύγω, να πάω κάπου που δεν έχει Χριστούγεννα…», μήπως το ίδιο δεν έκανε τόσα χρόνια η Δάφνη; θυμήθηκε λίγες μέρες πριν, τής είχε ανακοινώσει μεταξύ σοβαρού και αστείου: «αυτή τη φορά θα πάω στο φαράγγι του Χα» κι εκείνη που δεν είχε ακουστά για το φαράγγι, γέλασε λέγοντας: «Χα, χα-χα, θέλω να γελάσω κι εγώ να ’ρθω μαζί σου»

Πήρε την τσάντα της, έριξε πάνω της το καινούργιο κόκκινο παλτό στους ώμους, κατέβηκε γρήγορα την ξύλινη εσωτερική σκάλα, στην είσοδο αγκάλιασε και φίλησε τη μητέρα της, βγήκε στο δρόμο, ανακατεύτηκε με τον κόσμο, ίδρωσαν οι παλάμες της, λαχάνιασε μα συνέχισε να κινείται γρήγορα.

-Καλησπέρα, θέλω να πάω κάπου που δεν έχει Χριστούγεννα, αυτό είπε μόλις άνοιξε την πόρτα μπαίνοντας στο πρώτο τουριστικό γραφείο της λεωφόρου Αλεξάνδρας.

-Πού και πότε; είχε ρωτήσει ο υπάλληλος.

-Δεν με νοιάζει το πού, αύριο όμως ή και τώρα αν είναι δυνατόν, αμφιταλαντεύτηκε για να καταλήξει: «το συντομότερο δυνατόν».

-Αύριο το απόγευμα, η ακίνδυνη πλευρά των εορτών, στο Μαρόκο, που δεν έχει Χριστούγεννα, τής έκλεισε το μάτι.

Εκείνο το βράδυ, προπαραμονή Χριστουγέννων είχε κοιμηθεί μονορούφι δέκα ολόκληρες ώρες. Το πρωί μέχρι να πάρει ένα γρήγορο πρωινό έφερε στο μυαλό της τα πιο ανούσια πράγματα. Μετά έφτιαξε τη μικρή, παλιά της βαλίτσα με την βεβαιότητα πως μ’ αυτή θα δραπέτευε για να ζήσει στο δικό της, αβίαστο και πραγματικό κόσμο…

Πρώτη φορά μετά από χρόνια, ένιωθε θαυμάσια, σίγουρη πως η ζωή είναι δώρο και όχι δάνειο που έπρεπε να εξοφλήσει. Πρώτη φορά, εκτιμούσε την πολυτέλεια της ικανοποίησης σε άλλο επίπεδο, πέρα από τα απαραίτητα που είχε συνηθίσει τον εαυτό της.

Πρώτη φορά, τολμηρή, ορμητική και απόλυτα ανεξάρτητη.

Πρώτη φορά, τόσο πλούσια από εμπειρίες και γνώση εξουσίαζε θέλω και μπορώ.

Πρώτη φορά, παραδέχτηκε ότι δεν ήταν πια αυτή που ήταν, το ένιωθε μέσα της, δεν μπορούσε να την κατευθύνει ο φόβος γιατί πολύ απλά, στο προσκλητήριο ζωής, τώρα φώναζε «παρούσα» και αυτό με θόρυβο, συμμετέχοντας ενεργά στην εύθυμη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει το γκρουπ των επιβατών για Μαρόκο, στο αεροπλάνο.

Κάθε μέρα έκρυβε και μια έκπληξη. Όταν επισκέφτηκαν την έρημο της Σαχάρας, ο ξεναγός, μεταξύ άλλων είχε αναφερθεί στον αραβικό μύθο που ήθελε τη γη να ήταν κάποτε ένας απέραντος κήπος. Μάλιστα, «un grand jardin» με πουλιά και νερά, με ήμερα ζώα, με τριανταφυλλιές, φοινικιές και γιασεμιά. «Πότε όμως;» ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση: «Φυσικά, την εποχή που οι άνθρωποι ήταν ειλικρινείς, μέχρι, που κάποιος είπε το πρώτο ψέμα!

«Μα τον Αλλάχ» διέκοψε κάποιος γελώντας «c’ est incroyable». Η Ερμιόνη, ήξερε τη συνέχεια του μύθου -κάπου σε ένα από τα διαφημιστικά φυλλάδια το είχε διαβάσει- ότι δηλαδή ο Αλλάχ λυπήθηκε, τους είχε μαζέψει λέει όλους και τους προειδοποίησε, πως κάθε φορά που θα άκουγε ένα ψέμα, έστω και μικρό, θα πετούσε ένα κόκκο άμμου, ένα μόνο και επειδή τους είχε φανεί αστεία η απειλή -τι θα μπορούσε να κάνει ένας κόκκος σε τόσο μεγάλο κήπο, δεν πτοήθηκαν, οπότε ψέμα στο ψέμα δημιουργήθηκε η έρημος.

Παραμονή πρωτοχρονιάς, όλα τα ψέματα που είχε πιστέψει είχαν γίνει κόκκοι άμμου στην έρημο, στο Μαρόκο. Τώρα, μόνο η δίψα για ζωή, περισσότερη και καλύτερη.

Λένε πως οι οάσεις υπάρχουν για να μας θυμίζουν τους ονειροπόλους, εκείνους που επιμένουν να συντάσσονται με την αλήθεια. Οι οάσεις, όσο λιγοστεύει το νερό, γίνονται το ίδιο εύθραυστες με την αλήθεια. Σε ένα τόσο επιβλητικό και παράξενο τοπίο όπου η ζέστη θολώνει τα μάτια η καρδιά μπορεί να χτυπήσει αλλιώς. Παραμονή πρωτοχρονιάς, στην όαση Ταφιλέτ, ώρα που η φύση ζωγράφιζε πορφυρές πινελιές πάνω στην ώχρα φωτίζοντας απόκοσμα τις φοινικιές, ένας άντρας με εκφραστικά μαύρα μάτια επιμελώς κρυμμένα πίσω από τη μαντήλα, τής είχε στείλει ένα αληθινό βλέμμα.

Παραμονή πρωτοχρονιάς, κόντρα στους μέχρι τότε συμβιβασμούς, είχε χορτάσει το βλέμμα φως και χρώματα θαυμάζοντας το εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα από τους ανεμοδαρμένους αμμόλοφους της Merzouga.

«Να ερωτεύεσαι» ψιθύριζε, με τους ήχους της μουσικής ακόμη να ερεθίζουν την ακοή της,  έτοιμη να μπει στο λαβύρινθο της Φεζ Ελ Μπαλί, όταν κάποιος την τράβηξε κοντά του πιάνοντάς την από το χέρι: «Pas besoin de fouiller dans le passé, ni de faire des plans pour le futur, l’ essentiel est de vivre le présent. Tomber amoureux est grande valeur!» τής ψιθύρισε σε άπταιστα γαλλικά.

Η ανάσα του, πράσινο τσάι και φρέσκια μέντα.

Ναι, «δεν χρειάζεται να ψάχνουμε στο παρελθόν, ούτε να σχεδιάζουμε για το μέλλον, το μόνο που χρειάζεται είναι να ζήσουμε το παρόν» επανέλαβε από μέσα της αφήνοντας τις συλλαβές να φτάσουν στην ψυχή.

Στη ρέμβη της πολυχρωμίας με τη σαγηνευτική ομορφιά η έννοια του προσανατολισμού είχε χάσει το νόημά της, μα δεν την πείραζε. Κάποιος την κρατούσε τρυφερά από το χέρι.

Σ’ ένα μέρος αλλιώτικο, ανάμεσα σε πραμάτειες λογής-λογής, μπαχαρικά, κεραμικά, μαντίλες, αρώματα,  ήταν σίγουρη πως ο αντίλαλος από τα δαιδαλώδη στενά, με τη δική της φωνή επέστρεφε:

«Αγάπα, για να μπορείς να ζήσεις Ερμιόνη!»

 

https://www.youtube.com/watch?v=5DHrVNVi2dA

 

Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 30 Γενάρη 2025

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.