You are currently viewing Χαρούλα Βερίγου: Τα χέρια της και μια ραπτομηχανή

Χαρούλα Βερίγου: Τα χέρια της και μια ραπτομηχανή

   «Είναι μεγάλο έξοδο μια ραπτομηχανή κι αν δεν μάθεις γρήγορα, να ξέρεις θα την πουλήσω κι εσύ θα πας παραδουλεύτρα όπου βρεθεί» έτσι είχε προειδοποιήσει η Ανεζίνα, την ανιψιά μα και ψυχοκόρη της, την Ισμήνη, μα μπορεί και να μην την εννοούσε εκείνη την κουβέντα. Έπειτα, άνοιξε το παραδοσάκουλο που είχε κρεμασμένο μ’ ένα μπλάβο κορδόνι στο λαιμό μέσα από το μεσοφόρι της και μέτρησε τους παράδες στον έμπορο που είχε έρθει από τη Χώρα.

Η Ισμήνη, είχε τρία χρόνια που πήγαινε στο μοδιστράδικο της Ολυμπίας για να μάθει την τέχνη κι όταν φορούσε τη δαχτυλήθρα, θαρρείς φυλάκιζε εκεί, έγνοιες και καημούς και το μόνο που ζητούσε η καρδιά της ήταν να μη φύγουν τα χρόνια, να μη σβήσουν τα όνειρα. Η αγάπη, αυτή η πιο ευγενική φιλοδοξία, αυτή ήταν ο σκοπός της ζωής της.

Η Ολυμπία, καλοντυμένη αλλά μαυροφορεμένη, έρμη και μοναχή την είχε αφήσει ο πόλεμος της Μικράς Ασίας. Νιόπαντρη όταν έγινε το κακό και κάπως μεγαλοκοπέλα για την εποχή αφού κόντευε τα τριάντα, μα σίγουρα νιόπαντρη -εκείνος ο «Μαύρος Αύγουστος» του 1922, αυτός έκανε αβάσταχτο τον ύπνο και εφιάλτη τον ξύπνιο της. Άνοιξε το φτωχικό της -δυο δωματιάκια όλο κι όλο το σπίτι της- και για να ξεχνάει τα φαρμάκια που την είχε μεταλάβει η ζωή, μάζευε τις κοπέλες –όχι μόνο από τη Νεάπολη αλλά και από τα γύρω χωριά και τις μάθαινε τέχνη. Με την κλωστή και τη βελόνα έλεγες κάπως ξεχνιόταν, σαν ο πόνος να γινόταν στείρος και βάραινε λιγότερο, μόνο που όταν σήκωνε τα μάτια και κοίταζε στον καθρέφτη προλάβαινε μια γκριμάτσα οίκτου προς τον ίδιο της τον εαυτό κι αυτό δεν άλλαζε.

Παρέμενε σιωπηλή κι αν κάποια από τις υποψήφιες μοδιστρούλες προσπαθούσε ν’ ανοίξει κουβέντα για εκείνο τον ξεριζωμό και τα σπίτια που ξεκληρίστηκαν, για να την σταματήσει τσιμπιόταν με τη βελόνα, άθελά της  τάχα μου, -τα δάχτυλα ψιλό σουρωτήρι από τα τρυπήματα- «αχ, αχ, μ’ αυτές τις κουβέντες, τρύπησα το δάχτυλο μου, κοπέλες φέρτε το γυαλικό με το οινόπνευμα» έλεγε με θολωμένα μάτια, μα αδάκρυτη πια. Το καταλάβαινες όμως πως το μέσα της μοιρολόι δεν είχε σταματήσει.

Κοπέλα στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο το 1913 ορφάνεψε από πατέρα -στη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά είχε σκοτωθεί. Θυμόταν τον παππού της να λέει με περηφάνια πως, ο γιός του, είχε πέσει ηρωικώς μαχόμενος, πιστός στο σάλπισμα «εμπρός διά της λόγχης». Θυμόταν και τη μάνα της, με μαυροκυκλιασμένα τα μάτια και στεγνή από ζωή να λυγίζει «ανάθεμα τον αίτιο, ανάθεμα» έλεγε μέχρι που ο χαμός και ο φόβος τής άνοιξαν διάπλατα την πόρτα στην τρέλα, μπήκε και δεν βγήκε ποτέ, λίγο κράτησε, ίσαμε που πέθανε όμως, σκιαγμένη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και όλο δάγκωνε τη γλώσσα της για να μην ξεστομίσει, τί αλήθεια; δεν ήξερε.

Όταν είχε έρθει η δική της σειρά –της Ολυμπίας- να πάρει μερτικό στα βάσανα και στα μαύρα ρούχα με την απώλεια του Γιωργή, του άντρα της, τής έπεσε ο ουρανός σφοντύλι με τα κακά μαντάτα. «Χάθηκε ένας ήρωας» έτσι τής ανακοίνωσαν, «χάθηκε, με τους τραυματίες, αυτούς που δεν μπορούσαν να βαδίσουν στην οπισθοχώρηση μετά την φονική μάχη του Αλή Βεράν, σ’ εκείνο το λημέρι του Χάρου που τους είχαν σφάξει όλους σαν τ’ αρνιά…»

Ο Γιωργής, δεν ήταν ο μόνος, μα ήταν και αυτός, ένας από τους καλύτερους άντρες, γιατί τελικά το ’χει η Μοίρα γραμμένο, οι καλύτεροι να χάνονται στον πόλεμο…

Ο Γιωργής, ποιος ήξερε εκείνες τις τελευταίες του στιγμές, πόσες εικόνες θα είχαν περάσει από τα μάτια του, πόσες αναμνήσεις από τα αξεδίψαστα ακόμη νιάτα του, ποιος ήξερε αν είχε προλάβει να ψιθυρίσει το όνομά της και με πόσες άλλες σβησμένες λέξεις στα χείλη, τα χείλη του, που θα έμοιαζαν πια πένθιμες βιόλες, πόσα «γιατί άραγε;» να είχαν γίνει ένα με το πηχτό του αίμα στο λαιμό…

«Ανάθεμά τους» έσκιζε τον πρώτο καιρό τα ρούχα της η Ολυμπία, «αυτούς που γνωρίζονται αναμεταξύ τους και βάζουν τους άλλους που δεν έχουν ιδωθεί ποτέ να σκοτώνονται, ανάθεμά τους όλους, που δε ρώτησαν ποτέ μια γυναίκα τι σημαίνει να γεννάς τη ζωή και να σού κλώθουν κάποιοι άλλοι τον θάνατο, άμυαλοι, που θαρρούν πως για να λέγεται κάποιος άντρας πρέπει πρώτα ν’ ακούσει τις σφαίρες να περνούν ξυστά απ’ τα μελίγγια του…».

Έπειτα αφοσιώθηκε στο ράψιμο και στο παιδί που γέννησε –και πόσο τού ’μοιαζε του Γιωργή, ο Γιώργης, τ’ όνομά του τού είχε δώσει από χρέος στη μνήμη του, μα κι αυτό άτυχο, αρρώστησε βαριά, χάθηκε. Κι έτσι, τής είχε μείνει μόνο το ράψιμο πια για παρηγοριά.

Η φήμη ότι μπορούσε και ταίριαζε με τον καλύτερο τρόπο τα φουστάνια στα σώματα όλων των γυναικών, ακόμη και όσων είχαν κάποιες ατέλειες, είχε ξεπεράσει το όρια της Νεάπολης. Δεν ήταν που τής έδινε χαρά αυτή η φήμη, όχι, τής έφτανε όμως που έκανε άλλες γυναίκες να ζουν μ’ αυτή τη μικρή χαρά.

Η Ισμήνη κοντά της, είχε μάθει όχι μόνο να ράβει, μα και να πλέκει και να κεντά, ακόμη και τη λάτρα του σπιτιού εκεί την έμαθε, αφού πριν πιάσει τη βελόνα, σκούπιζε και συγύριζε το μοδιστράδικο, ήταν δεν ήταν εφτά-οκτώ το πολύ τετραγωνικά, πάντα νοικοκυρεμένο και καθαρό. Πριν φύγει κάθε μεσημέρι, φρόντιζε τα λουλούδια στην αλτάνα, μετά τακτοποιούσε στο κουζινάκι κάτω από τη σκάλα, πιατικά, κουταλοπίρουνα και τεντζερέδες, κάποιες φορές μαγείρευε κιόλας και ας μην τής το ζητούσε η Ολυμπία, ήθελε από μόνη της και το ’κανε, τής άρεσαν οι μυρωδιές από τα φαγητά καθώς είναι «οι μόνες που συνδέονται τόσο πολύ με τη ζωή» κάπου το είχε ακούσει αυτό.

«Έχεις καλό χέρι» θαύμαζε η Ολυμπία όταν δοκίμαζε στο εμαγιέ πιατάκι το φαγητό, «μετρημένο, και στ’ αλάτι και στα μπαχάρια».

«Είναι η αγάπη, δεν ξεχνώ πως αυτή είναι το πιο πολύτιμο από τα μπαχάρια που ’χουν τα βαζάκια και δεν κοστίζει» έλεγε η Ισμήνη, «εσένα κυρία Ολυμπία σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ πολύ» και το εννοούσε.

«Κι ούτε πουλιέται, μα ούτε κι αγοράζεται» συμπλήρωνε η Ολυμπία, τής έδινε ευχές «να σε θέλει η ζωή και να μην σε κακοκαρδίσει» κι ένα φιλί στο μέτωπο.

Καλή και προκομένη, είχε ένα πρόσωπο σταρένιο και τόσο λεπτό, η ίδια τόσο τρυφερή έλεγες πως μόλις ανάσαινε. Και τα μάτια της όμορφα, καστανά και μεγάλα σαν αμύγδαλα. Μόνο ένα σημάδι στη ράχη της μύτης –από γεννησιμιού της- χαλούσε κάπως την αρμονία του προσώπου, μα όταν χαμογελούσε όλα άλλαζαν.

Αυτό το χαμόγελο ήταν που έκανε τον Αριστοφάνη με τα δυνατά μπράτσα –στα χωράφια και στο σιδεράδικο του Βλαχάκη δούλευε- τον Αριστοφάνη λοιπόν, με την καλοφτιαγμένη κορμοστασιά, το ντρίλινο παντελόνι και το καρό πουκάμισο, ένα χαμόγελο τον είχε κάνει να την προσέξει. «Πρόσωπο εικονοστάσι και εικόνισμα τα χείλη σου» της είχε πει στο πρώτο ραντεβού. Είχαν αρχίσει να συναντιούνται κρυφά, πάντα προς το δειλινό κι ύστερα από λίγες μόνο μέρες περνούσαν εκείνες τις σύντομες στιγμές στ’ αρμυρίκια ανταλλάσσοντας αγκαλιές και φιλιά. Όταν γύριζε η Ισμήνη στο σπίτι, λαχανιασμένη σαν να μην τής έφτανε ο αέρας, ξαναμμένη τις περισσότερες φορές, άναβε μια λάμπα πετρελαίου, έπαιρνε το καλάθι με τα σύνεργα της ραφτικής, τα άπλωνε πάνω στο τραπέζι και ξανάπιανε δουλειά. Από τα χέρια της πέρασαν, μανταρίστηκαν, μπαλώθηκαν και μεταποιήθηκαν όλα τα ρούχα της Απάνω Γειτονιάς χωρίς ποτέ να ζητήσει χρήματα, -τι να ζητούσε; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όλοι τους, μεροκαματιάρηδες, δεν τους περίσσευαν.

Είχε κάνει μεγάλη πρόοδο στη ραπτομηχανή. Την είχε μπροστά στο ανατολικό παράθυρο που έμπαινε περισσότερο φως. Απ’ έξω στην άκρη της αυλής, λοξά κάπως, μια γαζία σκαρφάλωνε από το διπλανό οικόπεδο, μα δεν τής έκοβε ούτε το φως ούτε και τη θέα. Θα ’λεγε κανείς πως γυρεύοντας να δει τί ήταν αυτό που άκουγε, από  περιέργεια και μόνο, είχε κάνει τον κόπο να φτάσει εκεί πάνω.  Απότιστη κι όμως δεν κρατούσε μούτρα σε κανένα, ποιος ήξερε μέχρι πού θα είχε απλώσει τις ρίζες της στα μυστικά περάσματα του νερού για να ξεδιψά.  Όταν φορτωνόταν λουλούδια άνοιγε η Ισμήνη το ένα φύλλο στο παράθυρο, τη λίγωνε η μυρωδιά, μα τής άρεσε να γαζώνει εκείνες τις μέρες, τις ανθοφορεμένες, ένα παραπάνω που θαύμαζε τα κίτρινα ανθάκια. Και πόσο ωραία ακουγόταν η ραπτομηχανή, «κελαηδά στα χέρια σου, κελαηδά σαν πουλί κι αυτή, εσείς από μέσα και τα πουλιά στη γαζία απ’ έξω» καμάρωνε η Ανεζίνα που όχι μόνο δεν είχαν πάει άδικα οι παράδες της, μα την έβλεπε και χαρούμενη, και «δεν μού ’κοψες το τυχερό εσύ, όχι η ίδια η τύχη δεν με θέλησε και δεν παντρεύτηκα» δικαιολογούσε το γεγονός πως είχε μείνει γεροντοκόρη για το χατίρι της.

Σ’ ένα τεφτέρι με συνταγές μαγειρικής, είχε σημειώσει και τις βασικές συμβουλές της Ολυμπίας «για μια καλή μοδίστρα»: «1)Ψαλίδι, κόβεις μόνο υφάσματα, να το ακονίζεις τακτικά στο κουρείο του Χελεψή, στο ακονιστήρι, ξέρει αυτός. 2)Καρφίτσες και βελόνες στην πελότα, όχι στο στόμα και η πελότα καλοφτιαγμένη φορεμένη στο χέρι, σαν βραχιόλι. 3)Μεζούρα και πήχυ  για να τραβάς ίσιες γραμμές όταν σημαδεύεις το ύφασμα και μια κρεμάστρα, θα χρειαστείς πολλές φορές τη ράχη της στα μανίκια και στη λαιμόκοψη για τις καμπύλες. 4)Μοδίστρα χωρίς σαπουνάκι δε γίνεσαι. 5)Κουμπιά, μασούρια, παραμάνες, ρέλια, κορδόνια, τρέσες, δακτυλήθρες, τακτοποιημένα. 6)Βρωμιά και η σκόνη, οι χειρότεροι εχθροί της ραπτομηχανής, να την καθαρίζεις και να τη λαδώνεις, μια περιουσία είναι αυτή, τα χέρια και η ραπτομηχανή, η προίκα σου! 7)Να προσέχεις με τα κάρβουνα στο σίδερο, μην καείς  κι όταν σιδερώνεις, πάντα ένα νοτισμένο πανί ανάμεσα στην πυρωμένη πλάκα και το ρούχο. 8)Και μην ξεχάσεις να ράψεις ένα κάλυμμα, στη ραπτομηχανή σου, αν θέλεις να γεράσετε μαζί…»

Η Ισμήνη, με κάτι άσπρα ρετάλια που είχε μαζέψει από διαφορετικά υφάσματα, είχε ράψει το κάλυμμα, στις άκριες μάλιστα είχε πλέξει με το βελονάκι και μπιμπιλωτή δαντέλα. «Νυφούλα σε στόλισα, νυφούλα» ψιθύριζε και την αγκάλιαζε σαν να ήταν φιλενάδα.

Η Ισμήνη, νέα και άμαθη, πίστευε πολύ σε ό,τι ευγενικό και ωραίο θα μπορούσε να τής χαρίσει η ζωή, γι’ αυτό, τελειωμένη μοδίστρα πια, όταν αρραβωνιάστηκε με τον Αριστοφάνη ούτε που τής είχε περάσει από το μυαλό ότι ο θάνατος κυκλοφορούσε παντού ελεύθερος, θαρρείς και μια βέρα μπορούσε να εξασφαλίσει το διαβατήριο μακροζωίας, ευτυχίας και μακροημέρευσης. Άπλωνε το χέρι της στο φως, κοίταζε την βέρα στον παράμεσο, έλεγες πως για μέρες πολλές αυτή ήταν η μόνη θέα που έβλεπε.

Αμέσως μετά τ’ αρραβωνιάσματα στο καφενείο του Αιμίλιου, τον Γενάρη του 1937, ο Αριστοφάνης, μπάρκαρε στα καράβια με σκοπό να μαζέψει χρήματα, ν’ ανοίξει το σπιτικό του με την Ισμήνη και να κάνουν πολλά παιδιά, «τα έχει ανάγκη η πατρίδα» μαζί το λέγανε.

Εκείνη, κάνοντας τη νύχτα μέρα δε σήκωνε κεφάλι, όλο έραβε, τώρα που είχε και τις δικές της πελάτισσες, κάτι έβαζε κι αυτή στην άκρη. Με τη σιγουριά πως δεν θ’ αργούσε η στιγμή που θα άνοιγε την αγκαλιά της και θα έκλεινε τη ζωή στα χέρια της, συμπλήρωνε στα όνειρα, φιλιά, φωνές, τραγούδια, γέλια και κλάματα παιδιών, στρωμένα τραπέζια, βόλτες στο φεγγαρόφωτο, σιγανοψιχαλίσματα στα μάτια, όλα από ευτυχία.

Τον Νοέμβρη του 1939, σ’ ένα ταξίδι από τη Μασσαλία στη Βενετία, μέτρησε το κομπόδεμα που είχε μαζέψει, το λογάριασε με ευχαρίστηση –καλά τα είχε καταφέρει με τις διπλοβάρδιες. «Ετοιμάσου για τα πρώτα έξοδα Αριστοφάνη, ξηλώσου για το κορίτσι σου, και τι κορίτσι!» μονολόγησε, έβαλε κάποια χρήματα στην απομέσα τσέπη του παλτού και τρεις μέρες μετά, παρέα με ένα λοστρόμο που ήξερε καλύτερα την ξένη πολιτεία γύρεψαν το κατάλληλο μαγαζί.

Στη Βενετία, είχε αγοράσει δύο μέτρα διπλόφαρδο μεταξωτό βελούδο σιζελέ, ενάμιση μέτρο σιφόν και ένα μέτρο ντεβορέ, όλα λευκά με γαλλική φινέτσα, όλα σε μια μικρή κοκκινωπή βαλίτσα, όλα προορισμένα για το νυφικό της Ισμήνης, όλα, μαζί με οκτώ κουμπιά φιλντισένια και μια ασημένια καρφίτσα.

Στην ερώτηση του λοστρόμου: «Και τι προίκα παίρνεις ρε σύ;»

«Τα χέρια της και μια ραπτομηχανή», απάντησε κι ήταν σαν να ’λεγε ένα σακί χρυσές λίρες…

Στη σκέψη πως θα περνούσαν μαζί τα Χριστούγεννα, αφού το βαπόρι θα έδενε στο Ηράκλειο για λίγες μέρες, δεν τον χωρούσαν τα ρούχα του από χαρά. Φανταζόταν την έκπληξή της όταν θα άνοιγε τη μικρή κοκκινωπή βαλίτσα με τα ακριβά υφάσματα –τής άξιζαν και με το παραπάνω- για να ράψει η ίδια όπως ήθελε το νυφικό της, ωραιότερο από όλα όσα ήξερε. Λογάριαζε τον γάμο τους την επόμενη χρονιά.

Και ναι, ήταν όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα, από αυτά που οι ερωτευμένοι νομίζουν πως διαβάζουν στο φως του φεγγαριού τα μυστικά των άστρων, πως κάτω από τα βλέφαρά τους μπορούν να κρύψουν το φυλακτό της αγάπης σ’ ένα βλέμμα, πως τα θαύματα το σκάνε από τον παράδεισο για να ζήσουν τα μυστήρια στην καρδιά τους, πως αφού υπάρχει μια θέση να σταθούν πλάι-πλάι στη γη, θα είναι για πάντα μαζί…

Από τα πολλά που έχουν ειπωθεί για τα όνειρα, κόντευαν να μην πιστεύουν πως είχαν την τύχη να ζουν τόσο δυνατές συγκινήσεις και ήταν εντελώς αδύνατον να υποψιαστούν έστω, πότε και πώς θα τέλειωνε το όνειρο και θα άρχιζε η πραγματικότητα. Πίστευαν αυτά που ήθελαν να ακούσουν.

Και ναι, είχε νιώσει μεγάλη έκπληξη η Ισμήνη όταν άνοιξε τη μικρή βαλίτσα και αντίκρυσε τα λεπτά υφάσματα. Ανάμεσα στο χιονισμένο τοπίο και τον συννεφιασμένο ουρανό, εκεί έξω, στην αυλή του σπιτιού κάτω από τη γαζία, κλαίγοντας από χαρά κι ήταν γλυκά τα δάκρυά της στα μάτια τα ψιχαλιστά, γλυκά κι όχι όπως άλλες φορές που κρεμόταν η αλισάχνη στα βλέφαρα…

Κυλούσαν οι στιγμές, οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, περνούσε ο καιρός. Η Ισμήνη, πρώτα έβαζε τη φωτογραφία του Αριστοφάνη στο παράθυρο και μετά έπιανε δουλειά στη ραπτομηχανή.  Έτσι ένιωθε πως την συντρόφευε, πως ήταν εκεί και την περίμενε με αγωνία να τελειώσει το νυφικό.

Καλοκαίρι του 1940, η Ευρώπη στη δίνη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ελλάδα προετοιμάζονταν για τον πόλεμο μα η Ισμήνη δεν το ήξερε, η Ισμήνη είχε το νου της στα λευκά βελούδα…

Με τον τορπιλισμό του «εύδρομου καταδρομικού ΕΛΛΗ» -όπως έγραφαν οι εφημερίδες- ανήμερα της Παναγίας, η αντίστροφη μέτρηση πλησίαζε. Οι ειρηνικές μέρες της Ελλάδας ήταν κιόλας παρελθόν, μα και πάλι, η Ισμήνη νόμιζε πως θα ξόρκιζε το κακό με το να μην βγάζει από το νου της τα λευκά βελούδα, τόσο κόπο είχε κάνει, συνέχιζε να ονειρεύεται κι ας είχε αρχίσει να γράφεται μαζί με την ιστορία της Ελλάδας και η δική της πικρή δοκιμασία.

Η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, μπορεί να μην την βρήκε εντελώς ανυποψίαστη, την βρήκε όμως να επιμένει να ονειρεύεται, μάλιστα, με την πελότα στο χέρι και τη μεζούρα στο λαιμό κάτω από την ολάνθιστη γαζία. Είχε τελειώσει το ράψιμο του νυφικού, τώρα  κεντούσε με λεπτή κίτρινη κλωστή μικροσκοπικά άνθη όπως αυτά που αγαπούσε, που έβλεπε και μύριζε.

Οι Έλληνες ναυτικοί, ανάμεσά τους και ο Αριστοφάνης, πληροφορήθηκαν την κήρυξη του πολέμου από το έκτακτο δελτίο της Ελληνικής εκπομπής του BBC.

Ο Αριστοφάνης, στις επόμενες μέρες -το πλοίο που εργαζόταν  ήταν ένα από αυτά που είχε επιτάξει το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού- παρουσιάστηκε στο 14ο Σύνταγμα Πεζικού Χανίων της Πέμπτης Μεραρχίας Κρητών.

Ο Αριστοφάνης, έφτασε στο Αμύνταιο τέλος του Νοέμβρη. Ήταν ένας από εκείνους που όταν δεν πολεμούσαν κουβάλαγαν πυρομαχικά στην Τρεμπεσίνα, ένας από τους 18.662 οπλίτες της Πέμπτης Μεραρχίας Κρητών και ένας από τους 115 αγνοούμενους.

«Και ποια εποχή δεν βρίσκει τρόπο να δείξει το σκληρό της πρόσωπο, όχι που θα γλύτωνε η Ισμήνη», μοιρολογούσε η Ολυμπία τραβώντας τα μαλλιά της να τα ξεριζώσει.

-Μη φοβάσαι κόρη μου, μη φοβάσαι, την παρηγορούσε η Ανεζίνα που την είχε βρει κάτωχρη κι ας το ’νιωσε πως τα βουβά της μάτια μιλούσαν κιόλας τη γλώσσα του θανάτου.

Ασάλευτη είχε μείνει η Ισμήνη να την κοιτάζει και από τα δάχτυλά της, τα κατατρυπημένα –σ’ αυτά είχε ξεσπάσει- έπεφταν μικρές σταγονίτσες αίμα πάνω στο λευκό βελούδο…

Αν την κοίταζες στα μάτια, θα ’βλεπες μέσα στο πονεμένο, το γεμάτο απελπισία βλέμμα της, να αντανακλούν τα βλέμματα όλων εκείνων που έγραφε η Μοίρα πως θα χάνονταν στο Ελληνοαλβανικό μέτωπο, ανάμεσά τους και αυτό, το βαθύ καθαρό βλέμμα του Αριστοφάνη, του Αριστοφάνη που δεν είχε προλάβει ούτε να την αποχαιρετήσει, είχε προλάβει όμως και τής είχε στείλει κάποια γράμματα από το μέτωπο…

Πέρασαν τόσα χρόνια, η Ολυμπία κόντευε να κλείσει τα εκατό, σε προχωρημένη άνοια κι ακόμα σε κάποιες στιγμές αναλαμπών βασάνιζε αλύπητα τη μνήμη της: «Μα πού τον πρωτογνώρισα; Πώς τον έλεγαν; Πώς χάθηκε; Γιατί δεν ήξερε τίποτα παραπάνω ο στρατός; Γιατί δεν βρέθηκε ποτέ; Ζωή κι αυτή, να περιμένεις μια ζωή, να χάνεις τη ζωή, ανάθεμά τους…» την άκουγε η Ανεζίνα, στο ίδρυμα -είχε κι αυτή τα δικά της παραληρήματα- μετά βυθιζόταν ξανά στη λήθη.

Κοντά τους και η Ισμήνη, είχε μεγαλώσει, μα δεν έλεγε να γεράσει. Τα μαλλιά της γκρίζα μαζεμένα σε κότσο, αδύνατη πολύ, μα και την ραπτομηχανή, με τέτοια περιποίηση θαρρείς δεν την ζύγωνε ο χρόνος, ούτε σκουριά ούτε ζημιά.

Όνειρα και εφιάλτες μαζί πάνε αυτά, αχώριστα. Σημερνό όνειρο, αυριανός καημός, έτσι είναι η ζωή του ανθρώπου, απρόβλεπτη, πάντα σε προλαβαίνει εκεί που δεν το περιμένεις.

Η ίδια η ζωή ήταν που είχε ρημάξει και την Ισμήνη, λες και την είχε στραπατσάρει ένας δυνατός άνεμος που πέρασε και άφησε μόνο σημάδια, βαθιά, από αυτά που γράφονται στην ψυχή.

Ζωές, αυτές που για λίγο έσμιξαν στο φως πριν το κλείσουν αιώνια μέσα τους μ’ ένα φιλί και τις σφαλίσει κι αυτό, το ίδιο αιώνια, γι’ αυτό φέγγουν ποτάμια δάκρυα στον ουρανό…

Ζωές, που δεν υποψιάζεται κανείς πόσο άγρια γίνονται σκιές κι ύστερα σ’ ακολουθούν θλιβερές και ξένες μέχρι να σβήσεις και να σβήσουν κι αυτές μαζί σου…

Ζωές, που πέρασαν χωρίς να θέλουν τον Αχέροντα, για να στάζουν ακόμη και τα παραθυρόφυλλα πόνο…

Ζωές, που χάθηκαν στην άνοιξη του ανθού για να μείνει άκαρπη η αγάπη, να σκοντάφτουν με σπασμένα φτερά εκεί που ρεμβάζει η χίμαιρα…

Ράβε- ξήλωνε, ένα αφόρετο νυφικό, που είχε δύο μέτρα διπλόφαρδο μεταξωτό βελούδο σιζελέ στο φόρεμα κεντημένο με κίτρινα ανθάκια σαν αυτά της γαζίας, ενάμιση μέτρο σιφόν στο πέπλο και ένα μέτρο ντεβορέ στην εσάρπα, όλα κάποτε λευκά με γαλλική φινέτσα, τώρα θαμπά, όλα σε μια μικρή κοκκινωπή βαλίτσα, τα είχε ρημάξει και αυτά ο καιρός, έτσι πέρασε η ζωή της, «η ίδια η ζωή τελικά πάντα μ’ απόφευγε κι όταν πίστεψα πως λίγο ήταν να την πιάσω, αυτή γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια μου» , έλεγε με παράπονο στην ανθισμένη γαζία…

Πρωτοχρονιά του 1982. Τα Λασιθιώτικα βουνά φορτωμένα χιόνια. Ο αέρας κατέβαινε παγωμένος, μαζί του ένας ήχος παράταιρος άλλαζε ήχους, συλλαβές, αισθήματα κάνοντας τους περαστικούς να τρέχουν σαν κουρδισμένοι. Μια αλαφροΐσκιωτη περπατούσε στα σοκάκια της Νεάπολης ηλεκτρισμένη από φιλήματα και υποσχέσεις, χωρίς να ξέρει πως η ανέλπιστη χαρά μπορεί να γίνει γρήγορα βάρος περιττό. Με την άγνοια του μέλλοντος ευτύχιζε την ερχόμενη καλή τύχη, εξ’ άλλου έτσι τής είχαν ευχηθεί -της Χαρούλας- στο όμορφο αρχοντόσπιτο της οικογένειας Λαμπράκη, όταν γιορτάζοντας την έλευση του καινούργιου χρόνου την παραμονή, ανάμεσα σε γέλια, φιλοφρονήσεις και εξομολογήσεις, είχε παραδεχτεί πως ναι, με χαρά θα μπορούσε να γίνει Νεαπολίτισσα…

Ακολουθώντας μια παράξενα λεπτή ευωδιά ήταν σίγουρη πως θα έβγαινε στην Απάνω Γειτονιά. Ερημικά τής φάνηκε πως σώπαιναν όλα. Που και που μια χιονονιφάδα λάφυρο του βοριά, έπεφτε στα γυαλιά της, πρώτα τα θάμπωνε, μετά έλιωνε ακόμη και χωρίς την ανάσα της. Και συνέχισε να περπατάει στο καλντερίμι, θαρρείς εκείνο το πρωτόγνωρο άρωμα ήταν που τής απηύθυνε κάλεσμα ακριβό. Δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει, ήθελε πολύ να ξαναδεί την Ισμήνη από κοντά. Είχε χίλια πράγματα να πει κι άλλα τόσα να ρωτήσει. Ύστερα από μισή ώρα διαδρομής ήταν που αντίκρυσε τη γαζία, ολάνθιστη κι ας ήταν στην καρδιά του χειμώνα. «Εδώ είμαστε», μονολόγησε. Το τσουχτερό κρύο την έκανε να σηκώσει το γιακά στο κόκκινο παλτό της.

Πλησίασε κάπως διστακτικά. Δεν πίστευε στα μάτια της. Έμεινε ακίνητη, χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να μπορεί να πει κάτι. Η ραπτομηχανή κάτω από τη γαζία. Η κοκκινωπή βαλίτσα πάνω στο πέτρινο πεζούλι. Στο καλάθι με τα ραφτικά μια γάτα. Η Ισμήνη ολομόναχη, με λυγισμένο το σώμα, καθισμένη στην καρέκλα. Τα χέρια της αφημένα σαν μαραμένοι κρίνοι πάνω στο αφόρετο βελούδινο νυφικό με τα κεντημένα κίτρινα λουλούδια. Στο στήθος η ενθύμηση «αγάπησα, πένθησα, πονώ…». Τα τεφρά μαλλιά λυτά στους ώμους. Το βλέμμα κρυστάλλινο είχε γράψει κιόλας παλιά ονόματα και άλλους ουρανούς…

Για να συνέλθει από το ξάφνιασμα -η Χαρούλα- χρειάστηκε ένας πυροβολισμός. Κάποιοι γιόρταζαν τον καινούργιο χρόνο στην ταράτσα του απέναντι σπιτιού με αυτό τον τρόπο…

Ξέρεις, οι άνθρωποι φεύγουν, καμιά φορά την ημέρα της Πρωτοχρονιάς…

Κι έστελνε η γαζία σε κάθε φύσημα του ανέμου λίγα-λίγα τα χρυσοκίτρινα άνθη της και την έραινε την Ισμήνη –τελευταίο αντίο.

Λένε πως, όταν στο Λασίθι  πέφτει η ομίχλη, ένα βελούδινο απαλό πέπλο καλύπτει  τη Σκάφη του Μεραμπέλου, από τις Λίμνες μέχρι το Βραχάσι και είναι, λένε, πιο όμορφη και γλυκιά τούτη η ζαχαρένια ομίχλη γιατί την έχουν κεντήσει μικρές κιτρινόχρυσες μπάλες, για να σού φέγγουν, να μη χαθείς…

Λένε πως, αν πάρεις βαθιά ανάσα θα νιώσεις να σε λιγώνει το άρωμα της γαζίας…

Άλλοι πάλι, λένε πως δεν είναι ομίχλη αλλά το αφόρετο νυφικό της Ισμήνης και πως μέσα του, φωλιασμένες  εκείνες οι παλιές σκιές κοντοστέκονται και σου γνέφουν, αινιγματικά, εσέ- να, του  προσκυνητή στον ολόγεμο γκρεμό της αγάπης στον Αναύλοχο, που σε στέργει η Όστρια και το απάνω φεγγάρι στο μεϊντάνι της Σελένας…

 

 

 

 

Ζωή Δικταίου, Κέρκυρα 23 Δεκέμβρη 2024

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.