Ο Henrik Nordbrandt γεννήθηκε σις 21 Μαρτίου του 1945 στην Φρεντερικσμπέργκ. Σπούδασε κινεζικά, τουρκικά και αραβικά στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του εκτός Δανίας και κάτω από τους φωτεινούς ουρανούς της Μεσογείου στην Ελλάδα, στην Τουρκία και Ισπανία. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση με το 1966 με τη συλλογή Ποιήματα και έκτοτε ζει και εργάζεται αποκλειστικά ως συγγραφέας. Απέσπασε τα πιο σημαντικά βραβεία και υποτροφίες της Δανίας και των Βορείων χωρών. Εκτός από ποίηση έχει ασχοληθεί και εκδώσει αστυνομική λογοτεχνία, παιδικά βιβλία, δοκίμια, ημερολόγια, καθώς και ένα βιβλίο τούρκικης μαγειρικής.
Για τον Nordbrandt η Ελλάδα, με την οποία τον δένουν ισχυροί δεσμοί καθώς έχει ζήσει πολλά χρόνια κάτω από το δυνατό ελληνικό φως, είναι μια έκρηξη αρωμάτων, χρωμάτων και ήχων. Ο ίδιος, γράφει: «Η Ελλάδα είναι με λίγα λόγια η χώρα που ενεργοποιεί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τις αισθήσεις. Και όταν οι αισθήσεις ωθούνται στα άκρα, τότε το πνεύμα γίνεται διαυγές. Σε κανένα άλλο μέρος δεν «βλέπει» κανείς [με τέτοια ένταση και σε τόσο βάθος] όπως στο ελληνικό φως».
Ο Νόρντμπραντ θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές της Δανίας. Επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1967, μια συνάντηση που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δουλειά του. Ο ίδιος αναγνωρίζει τις επιρροές που δέχτηκε από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές Κωνσταντίνο Καβάφη και Γιώργο Σεφέρη.
Οι αναφορές –άλλοτε άμεσες και άλλοτε έμμεσες– στην Ελλάδα: την Κρήτη, τη Λέσβο, την Ύδρα, το Καστελόριζο, τα πλοία της γραμμής εκείνα τα χρόνια, τον περίφημο μπαγλαμά, αναπόσπαστη ιστορία της ρεμπέτικης ελληνικής μουσικής, αλλά ακόμα και στην ηρωική μορφή του δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά που βασάνισε και εκτέλεσε το στρατιωτικό καθεστώς τον Μάιο του 1967 ρίχνοντας το πτώμα του στη θάλασσα της Ρόδου, είναι στοιχεία της ποίησης του Νόρμπραντ όπως παρουσιάζεται στην πρόσφατη έκδοση.
Μια υποσημείωση για τον Μανδηλαρά
Οι πρώτες στάλες
ξέβαψαν την γραφή
και Εσείς μου είστε ακόμα άγνωστος
απών
καθώς γράφω
«τα βουνά είναι μακρινά, ο ουρανός κόκκινος,
όπως πριν ξεσπάσει θύελλα
και παρότι δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί,
αισθάνομαι ανήσυχος….».
Μου είστε ακόμη άγνωστος.
Αρχίζει να βρέχει, η καρδιά σας
σταματάει
γιατί σας κόβουν το λαιμό
ή μήπως όπως λένε τα «Αθηναϊκά Νέα»
σε ένα επίσημο ανακοινωθέν
δύο εβδομάδες αργότερα,
πνιγήκατε στο Αιγαίο.
Ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Με το τετράδιο στο χέρι
μπαίνω μέσα. Tα πεύκα είναι
σκοτεινά όπως πριν ξεσπάσει θύελλα
μα δεν μπορώ να εξηγήσω
γιατί είμαι ανήσυχος
δεν μπορώ να το εξηγήσω
επαναλαμβάνω μόνο
ό,τι έχω δει
αν κι είναι βαρετό:
«Τα βουνά είναι μακρινά απόψε
ο ουρανός κόκκινος