You are currently viewing Χλόη Κουτσουμπέλη: Για την ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου με τίτλο Sequentiae, εκδόσεις Gutenberg, 2021

Χλόη Κουτσουμπέλη: Για την ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου με τίτλο Sequentiae, εκδόσεις Gutenberg, 2021

Ήδη από την περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα από τον Όμηρο στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας έχουμε την αλληλεπίδραση ποίησης και εικαστικών τεχνών, την μετάφραση και αποτύπωση της εικόνας σε λέξεις και σπουδαία ποιήματα έχουν γραφτεί μέσα στους αιώνες με τον  τρόπο που ονομάζουμε έκφραση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε το ποίημα του John Keats «Ωδή σε μία ελληνική υδρία» αλλά και το ποίημα του Γ.Χ.Ώντεν «Museaux des Beaux Arts» που συνομιλεί με τους πίνακες του ζωγράφου Peter Bruegel.

Η ποιήτρια σε αυτή της την ποιητική συλλογή θα συνομιλήσει πολύ βαθιά και ουσιαστικά με τον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου με τίτλο «Η Κοίμησις της Θεοτόκου». Η ποιητική αυτή σύνθεση θα διατρέξει τους αιώνες για να αφηγηθεί με λυρικό τρόπο την ιστορία του πίνακα και να διαντιδράσει με αυτόν.

Η συλλογή είναι γραμμένη στην διάρκεια της πανδημίας, κάτω από την απειλητική σκιά του θανάτου, και ο λατινικός τίτλος sequentiae σημαίνει ακολουθίες. Ακολουθία στη χριστιανική λατρεία ονομάζεται κάθε σειρά-σύστημα αναγνωσμάτων, ευχών και ύμνων που διαβάζονται ή ψάλλονται με καθορισμένη αλληλουχία σε ειδικές περιπτώσεις. Η ποιητική αφήγηση της Σακελίου έχει λόγο βγαλμένο από την παράδοση αλλά και από τη βυζαντινή υμνογραφία και μας εισάγει σε μία ιδιαίτερα κατανυκτική και ευλαβική ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχεί η έννοια του ιερού και της μυσταγωγίας. Πέντε ποιητικές ακολουθίες οι τέσσερις με στροφικά σύνολα σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου ενώ η τρίτη με στροφές σε σχήμα τετραγώνου αποτελούν τη δομή της αφήγησης. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ποιητικό αυτό βιβλίο σαν ένα ορατόριο με πέντε σόλο φωνές, και οι πέντε περσόνες ποιητικά υποκείμενα έχουν έρθει σε επαφή με την εικόνα.

Κατά τον Θεοτοκόπουλο, η ψυχή της Παναγίας δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς αλλά μεταφέρθηκε στα χέρια του ίδιου του γιου της, του Ιησού. Πρόκειται για ένα πρώιμο έργο του ζωγράφου. Ο Χριστός έχει γύρει πάνω από το σώμα της Παρθένου και κρατάει την ψυχή της σαν φασκιωμένο μωρό στο χέρι. Οι μαθητές στέκονται δεξιά και αριστερά κι άλλοι έρχονται ακόμα από ψηλά, μέσα σε σύννεφα. Η Παναγία στο πάνω μέρος του πίνακα κάθεται σε πλήρη δόξα.

Στην πρώτη ακολουθία, καθώς ο ζωγράφος περιγράφει τα στάδια της δημιουργίας με στίχους εκπληκτικής ομορφιάς, όπως

«Αἴφνης ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί,/γεμίζει ἡ νύχτα χρυσάφι»

ο αναγνώστης μυείται σταδιακά και στο μυστήριο της θείας έμπνευσης, χάρης και εκτέλεσης κάθε έργου τέχνης. Θα μπορούσε να αναφέρεται αλληγορικά και συμβολικά και στον τρόπο που αιχμαλωτίζεται αρχικά η ιδέα και στην συνέχεια υλοποιείται και ζωντανεύει ένα ποίημα ή ένα διήγημα πάνω στο χαρτί.

H θρησκευτικότητα συγχωνεύεται με την ιερή θηλυκότητα της Μητέρας Θεάς, της προσωποποίησης της Συγχώρεσης και της μητρικής αγκαλιάς. Ο θάνατος είναι διπλός, του Γιου και της Μητέρας, οι άντρες της συντεχνίας του Λουκά με το ανδρικό βλέμμα ολόγυρα εποπτεύουν απαθείς. Μόνο η Μαρία Μαγδαληνή που εκπροσωπεί τη Θηλυκή Εκκλησία συμμετέχει και αυτής τα δάκρυα σκεπάζονται κάτω από το μπλε χρώμα του λαζουρίτη.

Η ακολουθία αυτή τελειώνει με την ολοκλήρωση του πίνακα και την παράδοσή του σε έναν Ψαριανό έμπορα για να τη μεταφέρει στην Ελλάδα. Ο έμπορας ζήτησε μια τούφα από τα μαλλιά του ζωγράφου, να την πλάσει με αγιοκέρι και να την κολλήσει πίσω από την εικόνα.

Η επόμενη ακολουθία αναφέρεται στην Καταστροφή των Ψαρρών, τον Ιούνιο του 1824. Εδώ αφηγήτρια είναι μία νεαρή κοπέλα, η κόρη ενός προύχοντα, που ανάμεσα στη φωτιά και στον όλεθρο, πατώντας σε πτώματα σκοτωμένων, επιβαίνει σε μία βάρκα μαζί με έναν άγνωστο μοναχό και διασώζει τον πίνακα με την Παναγία, που γι’ αυτήν αποτελεί την άλλη με κεφαλαίο Ά, την Άλλη με την οποία ταυτίζεται, τη γυναίκα μητέρα, τη μητέρα της.

Συνταρακτική η σκηνή που η κοπέλα ξεσκεπάζει την εικόνα που έχει διασωθεί:

«Τὴν

ξεσκέπασα κι ἔλαμψε

τὸ στεφάνι στὸ πρόσωπό Της,

γιατὶ Ἐκείνη ἀναπαύεται. Τὰ

χέρια Της σταυρωμένα. Οἱ μαθητὲς

κινοῦνται πέρα δῶθε ἀμήχανα. Κάποιος

Τὴ λιβανίζει. Μοιάζει ὅλο καὶ πιὸ ἀπόμακρη.

Τὸ μωρὸ φασκιωμένο.»

Στην τρίτη ακολουθία βρισκόμαστε στο 1983 όπου η εικόνα έχει μεταφερθεί στο μουσείο και διαβάζουμε στο τέλος τις σκέψεις του συντηρητή:

«Μοῦ τὴν παρέδωσαν νὰ τὴν συντηρήσω

τὴν 8η Απριλίου τοῦ 1983. Συνέταξα μιὰ

τυπικὴ ἀναφορὰ μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἔργου

ποὺ παρέλαβα καὶ κάτω ἀριστερὰ σὲ οὐδέτερο τόνο θ’ ἀφήσω λίγο χῶρο νὰ φανεῖ

τὸ ὡραῖο ξύλο καὶ δύο μαῦρα σὰν μάτια

τετράγωνα ἀκαθάριστα, νὰ δείξω

δηλαδὴ τὴν δική μου καὶ τοῦ χρόνου τὴν

ὑπο γραφή.»

Στην τέταρτη ακολουθία ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Μαστορόπουλος ξέρει πως η εικόνα κάτι κρύβει: Ο συντηρητής Σταύρος Μπαλτογιάννης την καθάριζε επί δυόμισι χρόνια πόντο πόντο για να την απαλλάξει από την πατίνα του χρόνου. Στις 5 Οκτωβρίου 1986 με το πλοίο ΝΑΪΑΣ η εικόνα επιστρέφει πανηγυρικά στη Σύρο.

Και τέλος στην πέμπτη ακολουθία έχουμε φθάσει στον Μάρτιο του 2014. Στη χειραποσκευή η εικόνα πάλλεται. Το Μπόινγκ πετάει στους ουρανούς. Η εικόνα ταξιδεύει στο Τολέδο, στο Ίδρυμα El Greco 2014, για τα 400 χρόνια από την/ αποδημία του/ ΔΕΙΞΑΝΤΟΣ. Έτσι θα εξαγνιστούν όπως γράφει η Σακελλίου «όλοι οι θάνατοι του κόσμου των πραγμάτων». Η ακολουθία θα κλείσει με το ποιητικό υποκείμενο στην Παναγίτσα του Πόρου, στις 24 Αυγούστου,

«Ἀπὸ τότε ἔψαχνα νὰ βρῶ σὲ κάθε εἰκόνα τῆς

Κοίμησης τῆς Θεοτόκου τὰ βέβηλα χέρια καὶ

τί

ἀντικαθιστοῦσε

τὴν ἀπουσία τους.»

Ο πόνος του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, η ιερότητα της τέχνης, η αποκάλυψη του μυστηρίου της, η μύηση στην τελετουργία της κάνει το ταξίδι αυτού του πίνακα όπως μας το αποδίδει η Λιάνα Σακελλίου μία συγκλονιστική ποιητική αφήγηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.