Το ρίγος της νοσταλγίας
Η συλλογή αυτή θα μπορούσε να είναι η συνέχεια της «Θαμπής πατίνας», της προηγούμενης συλλογής του Γιάννη Τζανετάκη, αφού τα φαντάσματα των ανθρώπων και των πραγμάτων συνεχίζουν να κινούνται σε μια αέναη χορογραφία μέσα της.
Οι τίτλοι των τριών ενοτήτων που απαρτίζουν το «Μετά από μένα»: Με πάνω τους το χνούδι, Άδεια ακρογιαλιά, Δίχως εσένα· το γενικό μότο του βιβλίου: Κανενός η απόγνωση δεν είναι σαν τη δική μου απόγνωση (Louise Glück)· τα επιμέρους μότο των ενοτήτων: Αναμιγνύοντας μνήμη κι επιθυμία (Τ.S. Eliot), Tο σφρίγος της δόξας, μια λάμψη στις φλέβες, καθώς τα πράγματα αναδύονταν και κινούνταν και διαλύονταν (Wallace Stevens), Δεν έχω τίποτ’ άλλο εκτός από τον πικραμένο ήλιο (W.B. Yeats)· η λεπτομέρεια από τον πίνακα «Summer Day» του Νορβηγού ζωγράφου Odd Nerdrum στο εξώφυλλο, που εικονίζει έναν έφηβο λουόμενο σε μια θάλασσα θαρρείς στο ποτέ και στο πουθενά: Όλα έχουν ήδη κεντήσει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία θα κινηθεί το βιβλίο.
Τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο εδώ. Όλα είναι προσεκτικά τοποθετημένα και όλα σημαίνουν. Ο ποιητής μάς ανοίγει την πόρτα σε μια πινακοθήκη αναμνήσεων, με τοπία άλλοτε λουσμένα στο φως και άλλοτε ομιχλώδη και βροχερά. Παντού η σιωπή είναι πιο ηχηρή από τις λέξεις, το πένθος και η θλίψη της απώλειας αντηχούν στα κενά ανάμεσα στους στίχους.
Το εναρκτήριο ποίημα της πρώτης ενότητας (Με πάνω τους το χνούδι) με τίτλο «Άνοιξη θα ’ταν Σάββατο» τα έχει όλα. Την ώρα: βράδυ, την ημέρα: Σάββατο, την εποχή: άνοιξη, τον τόπο: μια πλατεία, το σκηνικό: μια εξέδρα με λαμπιόνια, τους κομπάρσους: μια μπάντα και «ζεύγη, οικογένειες, ένστολοι, πλανόδιοι πωλητές, γκαρσόνια αεικίνητα στα ζαχαροπλαστεία», τον πρωταγωνιστή: έναν γηραιό μαέστρο. Μα αίφνης κάτι σπάει την τελειότητα, ένα απειροελάχιστο απροσδόκητο γεγονός – ένας φασιανός που εμφανίζεται ξαφνικά από έναν θάμνο, όπως ορίζει την ποίηση ο Wallace Stevens: Μες στην απόλυτη σιωπή που διαδέχεται τον βόμβο της γιορτής, καθώς ο μαέστρος υψώνει το χέρι λίγο πριν αρχίσουν να παίζουν οι μουσικοί η μανσέτα στο μανίκι του «άδοξα/ μόλις χωρίς κουμπί» πέφτει στον καρπό του. Κι έτσι αισθάνεται πως θα γίνει ποιητής το μικρό αγόρι που παρακολουθεί έκθαμβο. Με αυτό το περιστατικό, τη ρωγμή πάνω στη φαντασμαγορία των στιγμών, που ανατρέπει τη γυάλινη σφαίρα και τη γεμίζει χιόνι, μας εισάγει στη συλλογή του ο Γιάννης Τζανετάκης.
Στις σελίδες που ακολουθούν συνεχίζει να ξετυλίγεται η παιδική και η νεανική ηλικία του ποιητή, κυρίως στη γενέτειρα πόλη του. Θάλασσες, αμμουδιές, δρόμοι, γειτονιές, οικίες πια ακατοίκητες, είναι τα μέρη όπου εκτυλίσσονται αλλεπάλληλες σκηνές, η μια μετά την άλλη. Ο φακός του Τζανετάκη επικεντρώνεται στη λεπτομέρεια: στο αλάτι που άσπριζε κάποτε μετά απ’ το μπάνιο σε μια γυμνή γυναικεία πλάτη, στο τζάμι του σκρίνιου των γονιών του που είχε καθρεφτίσει τα είδωλά τους στις οικογενειακές γιορτές, σ’ ένα σπυράκι ρύζι που έχει κρυφτεί «ζεστό ακόμα ολόασπρο» κάτω απ’ το πέτο του γαμπριάτικου κοστουμιού του, στον μουσαμά πάνω σε μια κούνια στο τρίκυκλο του παλιατζή μες στη βροχή, που φαντάζει στα μάτια του «στο παιδικό σαν άλλοτε δωμάτιο η κουνουπιέρα»…
Οι αναμνήσεις που αναβιώνουν κάθε φορά είναι τόσο ζωντανές που ο αναγνώστης απλώνει το χέρι για να πιάσει την ποδοσφαιρική μπάλα που αιωρείται στον αέρα, βλέπει ολοκάθαρα το χνούδι που χρύσιζε κάποτε πάνω στα πόδια ενός κοριτσιού στο Αιγαίο, μυρίζει το άρωμα του καφέ Λουμίδη σ’ ένα υγρό ΚΤΕΛ μέσα στο χάραμα, στον νου του εντυπώνεται ο σκούφος της Σίλιας στον χιονιά… Η νοσταλγία σαν μια οικόσιτη χιονολεοπάρδαλη τρίβεται στα πόδια μας έτοιμη να μας κατασπαράξει.
Στη δεύτερη ενότητα η Άδεια ακρογιαλιά του τίτλου της παραπέμπει στην απόλυτη ερημιά, στη μοναξιά, στην αποξένωση. Τα θαύματα έχουν τελειώσει, το κύμα της νιότης έχει χάσει τον αφρό του, οι παραθεριστές του θέρους έχουν φύγει και πλέον δεν απομένουν στην άμμο παρά τα ίχνη από τα πέλματά τους, οι παλιές ευφρόσυνες φωτογραφίες έχουν πάρει φως, οι πεθαμένοι φίλοι ρεμβάζουν καπνίζοντας μια νύχτα «απ’ το βουνό που αγάπησαν» και τα αχνά φώτα εκεί ψηλά μοιάζουν, πικρά, στα μάτια του ποιητή με τις καύτρες των τσιγάρων τους όταν ακόμα ζούσαν. Πια αντηχεί παντού το nevermore, το μαύρο κοράκι του Πόε που φτερουγίζει απεγνωσμένα μες στις σελίδες.
Το ποιητικό υποκείμενο ψάχνει να υπάρξει όχι μόνο μέσα από τις δικές του αναμνήσεις, αλλά και μέσα από τις αναμνήσεις των άλλων, θέλει να αφήσει κάποιο ίχνος τού περάσματός του στη γη καθώς το πλημμυρίζει η αίσθηση της ματαιότητας. Τι θα μείνει από μένα μετά από μένα; αναρωτιέται. Και είναι αυτό η αγωνία και το ερώτημα κάθε θνητού, και δεν υπάρχει κανένας Οιδίποδας για να λύσει το μυστήριο. Η Αιώνια Σφίγγα κάθεται για πάντα στο βάθρο της και μας καταπίνει.
Στο ποίημα με τίτλο «Κάτω απ’ τον Υμηττό» γράφει ο Τζανετάκης:
Χθες μου γλυκύ/ τώρα πικρό// μου τρέμει το εφήμερο/ κάτω απ’ τον Υμηττό// λαμπάδα αναστάσιμη/ πριν δύσει το φιτίλι// η φλόγα της που ψεύδεται/ μες στ’ «Αληθώς» του Απρίλη
Στην τρίτη ενότητα (Δίχως εσένα) συσσωρεύεται όλο το συγκινησιακό φορτίο της συλλογής. Σπαρακτικά συγκλονιστικά ποιήματα που ταράζουν τον αναγνώστη και αναδεύουν δικά του πένθη και απώλειες. Όμως το άξιο παρατήρησης είναι ότι ο Γιάννης Τζανετάκης, έμπειρος και εξαιρετικά ικανός δημιουργός, αποφεύγει όλες τις παγίδες του μελοδράματος. Ενώ είναι εμφανές ότι τα ποιήματα γράφτηκαν με αφορμή τον θάνατο της αγαπημένης του αδελφής, ενώ κατακλύζονται από τρυφερότητα και αγάπη, η λιτότητα της έκφρασης, η συμπύκνωση, η απαλλαγή τους ακόμα και από έναν περιττό φθόγγο, καταφέρνουν να διαπεράσουν και να σκηνώσουν στην ψυχή μας, επιτυγχάνοντας όχι το εύκολο δάκρυ αλλά την άκρα συγκίνηση – χαρακτηριστικό της ποιοτικής τέχνης. Όπως, ενδεικτικά, στο ποίημα «Το όνομά σου»:
Το όνομά σου κάποτε// που ’γραφες και ξανάγραφες/ –πότ’ έτσι πότε αλλιώς–// μικρούλα στο σχολειό// σήμερα/ τελεσίδικο// στην πέτρα οριστικό
Αν η νοσταλγία ήταν ένας χρυσόδετος τόμος σε κάποια παλιά δρύινη βιβλιοθήκη, οι στίχοι του Γιάννη Τζανετάκη σίγουρα θα γέμιζαν πολλές από τις σελίδες της.