You are currently viewing Χλόη Κουτσουμπέλη: Μαρία Κουγιουμτζή, FOREVER, εκδόσεις Καστανιώτη, 2023

Χλόη Κουτσουμπέλη: Μαρία Κουγιουμτζή, FOREVER, εκδόσεις Καστανιώτη, 2023

Ο παράξενος και θαυμαστός κόσμος της Μαρίας Κουγιουμτζή

 

 

Στον κόσμο της Μαρίας Κουγιουμτζή οι χαρακτήρες ερωτεύονται το λουλούδι και όχι το νέκταρ, αφού η συγγραφέας στοχεύει κατευθείαν στον πυρήνα.

Ο κοκκινωπός χυμός του αισθησιακού καρπουζιού είναι το αίμα των αθώων που ποτίζει το χώμα.

Μαύρα πουλιά αρπάζουν φαλακρά κορίτσια.

Ακρωτηριασμένοι άνδρες με γάντζο αντί για χέρι και βαμμένα τα νύχια των ποδιών ασκούν θανάσιμη έλξη και σαγήνη.

Στον κόσμο της Μαρίας Κουγιουμτζή υπάρχει το ανοίκειο. Η αλήθεια διασαλεύεται, υπάρχουν σωσίες που κυκλοφορούν τόσο πειστικά ώστε ποτέ κάποιος δεν ξέρει αν συνομιλεί με τον πρωτότυπο ή με το επιφανειακό κακέκτυπο.

Ιστορίες παράξενες όπου δεσπόζει το μεταφυσικό, το παράλογο, το εξωπραγματικό, ιστορίες μαγικού ρεαλισμού που όμως έχουν όλες πολύ έντονο το στοιχείο της ψυχογραφίας. Οι χαρακτήρες της Μαρίας Κουγιουμτζή ξεφεύγουν από τα όρια του φυσιολογικού, του κανονικού, του μέτριου, του ρεαλιστικού. Είναι πάντα οριακοί, ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο, ανάμεσα στους δαίμονες και στους αγγέλους. Ερωτικά θανάσιμοι. Το δίπολο έρωτας θάνατος επαναλαμβάνεται συνέχεια.

Από τη μία ο έρωτας αισθησιακός και καυτός. Ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα «στα λουτρά με τη μαμά και οι δεινόσαυροι απέξω»

«Οι άσπρες σαπουνάδες πάνω στο  μελαψό, φωτεινό της δέρμα  σαν πρόωρο χιόνι καθισμένο στους λόφους του στήθους της, το έβλεπα να λειώνει από την γλώσσα του  νεαρού φύλακα των λουτρών, να ρέει στα πόδια της, όπου εκείνος ολόγυμνος χωνόταν ανάμεσά τους ενώ τα μαύρα μαλλιά της μητέρας σκέπαζαν τις νεανικές του πλάτες.»

Και από την άλλη ο Θάνατος ηθικός και σωματικός σε μία Κόλαση ενός παγωμένου Κήπου όπως αναφέρεται στο διήγημα η Θυσία:

«Ακούω το ουρλιαχτό του λύκου προς το φεγγάρι που δεν μπορώ να δω. Τα σύνορα της μέρας με την νύχτα έχουν χαθεί. Κι εκεί ανάμεσα στο ουρλιαχτό του λύκου και την κομμένη ουρά του ανθρώπου, το πρόσωπο του Αβραάμ υψώνεται σαν φεγγάρι ολόγιομο και χάνεται ψηλά.»

Και στο διήγημά της Αφύπνιση:

«Ήταν η σύγκρουση των δύο αγγέλων. Του ουράνιου και του εκπεσόντα. Του εωσφόρου που φώτιζε τα σκοτάδια του κορμιού. Που καταβρόχθιζε το σώμα-μήλο. Κι άνοιγε τον απέραντο κόσμο της ζωής και του θανάτου.»

Η γραφή ποιητική, βιβλική, δαιμονική, αγγελική, πρωτοποριακή, σύγχρονη, σαγηνευτική. Εμπνευσμένη. Γραφή που προέρχεται βαθιά μέσα από το ασυνείδητο που όμως η Μαρία καταφέρνει με μεγάλη μαεστρία να τιθασεύσει.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Μαρία είναι ζωντανή. Γεννά συνέχεια, πλάθει, μεταπλάθει, οι λέξεις ρέουν και φτιάχνουν ολόκληρους κόσμους, δημιουργούν ένα καλειδοσκόπιο εικόνων και χρωμάτων σε μία γκάμα από την ανείπωτη φρίκη έως την έσχατη τρυφερότητα.

Το σπερματοζωάριο, αναρωτιέται η Κουγιουμτζή, που δένει στη μήτρα έμβρυο, αισθάνεται άραγε ενοχές για όλα τα όλα που έχουν απορριφθεί; Γιατί τη συγγραφέα την ενδιαφέρουν όλα αυτά τα σπερματοζωάρια που τελικά απορρίπτονται, οι άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί, που δεν είναι στην πρώτη γραμμή, που δεν φαίνονται, που δεν πουλούν, που δεν πουλιούνται.

Στο διήγημα «ο γιος μου και το σκυλί του» μιλά παραβολικά για τους ρόλους θύματος και θύτη που καλλιεργούνται σε μία ερωτική σχέση, πώς τελικά πολλές φορές το θύμα αναζητεί τον θύτη του και είναι εξαρτημένο από αυτόν. Ο έρωτας δεν είναι ένα παχουλό ροζ αγγελούδι που χαμογελά σ’ αυτό το βιβλίο, είναι κερασφόρος, δαιμονικός, αποτρόπαιος, βιάζει ψυχή και μυαλό, ρουφάει τις σκέψεις, είναι όμως και πέρασμα, μέσα από το σκοτεινό του τούνελ βγαίνει κανείς στο φως της αυτοανακάλυψης. Στο Άσμα ασμάτων η ψυχή Αγαπημένη ταλαιπωρείται από τους φρουρούς, την χτυπούν και την βιάζουν πριν συναντήσει τον Αγαπημένο. Ο έρωτας για τη Μαρία Κουγιουμτζή είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα, μία δοκιμασία, η οποία όμως στο τέλος γίνεται το αντικλείδι για να ανακαλύψει κάποιος τη ψυχή του όπως περιγράφεται στο διήγημα «Το αντικλείδι». Ή τελείως πλατωνικός όπως στο διήγημα «ο καθηγητής» όπου περιγράφεται με εξαιρετική γλαφυρότητα και ακρίβεια μία σχέση ανέφικτη που κλείνει μέσα της όμως μία φανταστική ή πραγματική διαστροφή που της δίνει ακόμα μεγαλύτερη ευρύτητα και ενδιαφέρον. Γιατί όπως γράφει η Κουγιουμτζή: «μπορεί ακόμα και οι διαστροφές να εκπέμπουν τα ιδανικά».

Ο έρωτας της σάρκας παρουσιάζεται ως καταστροφική δύναμη που αντίκειται σε κάθε φυσικό και ανθρώπινο νόμο, που μέσα του κανείς χάνει κάθε έννοια ταυτότητας ή προσωπικότητας, μία χοάνη που ρουφά και καταπίνει όπως τόσο γλαφυρά παρουσιάζεται στο διήγημα με τίτλο «ερωτικά αντίγραφα».

«Και τότε στράφηκε προς εμένα. Δεν είχα τρόπο να καλυφθώ από την επίθεσή του. Κάτι το ανεξέλεγκτα σωματικό έβγαζε ένα άγριο φως που σκέπαζε τα πάντα όχι χαϊδεύοντάς τα, αλλά παραβιάζοντάς τα. Έπεφτε πάνω στο κορμί μου με μια φλόγα τόσο γήινη που θαρρείς τον ακολουθούσαν όχι μόνο οι αισθήσεις μου αλλά και κάθε τι ζωντανό ή άψυχο μας περιτριγύριζε. Το κρεβάτι μας άνοιγε κι έκλεινε αποσπώντας κομμάτια από το κορμί μου, ενώ ταυτόχρονα γινόταν απέραντη αμμουδιά που καίγονταν από χιλιάδες ήλιους και το ίδιο το μαξιλάρι πελώριο στόμα που με φιλούσε ρουφώντας την αναπνοή μου θέλοντας να με πνίξει. Τα κορμιά μας, ήταν γεμάτα κλειδαριές που νόμιζα απαραβίαστες και που τώρα έχασκαν παραβιασμένες

Η Μαρία Κουγιουμτζή ξεπερνά τα όρια του καθωσπρεπισμού ή της τρέχουσας ηθικής. Δεν την ενδιαφέρει να ηθικολογήσει, να κάνει ένα ευαγγελικό κήρυγμα για το καλό και το κακό. Η Μαρία Κουγιουμτζή συγχωνεύει το καλό και το κακό. Τα πλάσματα της αλλόκοτα, υβριδικά, γεμίζουν εφιαλτικές φολίδες και λέπια, έρπουν και τρελαίνονται, συμμετέχουν σε παράξενες ιεροτελεστίες αλλά και νιώθουν φτερά να φυτρώνουν στους ώμους τους, τα πλάσματά της είναι το πουλί Φορέβερ, είμαστε όλοι εμείς.

Η γραφή της Μαρίας Κουγιουμτζή είναι κοινωνική και καταγγελτική χωρίς ποτέ όμως να καταφεύγει σε μία εύκολη συνθηματολογία. Μιλά παραβολικά και μέσα από εικόνες για ένα δυσοίωνο μέλλον της ανθρωπότητας.

Η Μαρία Κουγιουμτζή ασκεί μία οξύτατη κριτική στους δεινόσαυρους πολιτικούς που καταπατούν και πνίγουν στο αίμα τους λαούς, στην βιοτεχνολογία που έχει χάσει κάθε έννοια ηθικής ενώ ο κόσμος πιλοτάρει στο χάος ολοταχώς καταργώντας κάθε φραγμό, γράφει για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που καταπίνει το άτομο, που το συνθλίβει.

Ο κόσμος μας είναι διττός λέει η Μαρία Κουγιουμτζή. Υπάρχει η πολύχρωμη διαφημιστική αφίσα της ομορφιάς, μία πεταλούδα που βγαίνει από το στόμα του κοριτσιού και από πίσω υπάρχει η αποτρόπαια σκηνή της απαγωγής του που παραλύει τον αφηγητή θεατή. Μήπως η αισθητική παγιδεύει; Μήπως γινόμαστε θύματα της γυαλιστερής επιφάνειας πάνω στην οποία γλιστράμε και μόνο από τις σχισμές μπορούμε να μυρίσουμε το θειάφι που καίει από κάτω;

Τίθενται συνέχεια ερωτήματα, τι σημασία έχει η αισθητική όταν συντελείται ένα αποτρόπαιο γεγονός, ο αφηγητής παρατηρητής στο διήγημα «η αφίσα» μένει αφοπλισμένος μπροστά στην ομορφιά μίας υπέροχης μέρας στο πάρκο αλλά και παράλυτος στη θέα του απαγωγέα που κρατά το κοριτσάκι στα χέρια ως αρπακτικό τη λεία του. Έχει και το αποτρόπαιο την ομορφιά που παραλύει.

Οι σαθροί οικογενειακοί δεσμοί, οι πολύπλοκες και κανιβαλικές ανθρώπινες σχέσεις εξετάζονται διεξοδικά στη συλλογή. Στο διήγημα με τίτλο «Κόρα» μέσα από τους διαλόγους προβάλλουν ανάγλυφα οι χαρακτήρες των δύο αδελφών αλλά και η παραποίηση της πραγματικότητας μέσα από τη προσωπική μυθολογία των ανθρώπων. Στο διήγημα «Μαύρο φως» η ανθρωποφαγική σχέση μητέρας και κόρης και η αποτρόπαια και φριχτή κόλαση της τρέλας παρουσιάζονται με καταπληκτική δύναμη. Το πένθος και τα στάδια του περιγράφονται στο διήγημα «Ο βαπτιστής». Η ψυχολογία ενός εφήβου και η ιεροτελεστία της ψυχικής, πνευματικής και σωματικής του αποπλάνησης παρουσιάζονται με αριστουργηματικό τρόπο στο διήγημα «Αφύπνιση».

Η Μαρία Κουγιουμτζή είναι ανατόμος. Κάτω από τη σάρκα που υποχωρεί, βάζει στο χειρουργικό κρεβάτι τη ψυχή και κάνει κάθετες και οριζόντιες τομές ώσπου να βρει τον τρομακτικό πυρήνα, το φορέβερ φοβερό και να το αγκαλιάσει τρυφερά με όλη τη σκληρότητα ενός συγγραφέα που βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης.

Στον κόσμο της Μαρίας Κουγιουμτζή το Φοβερό είναι φορέβερ υπόκωφο, ύπουλο, ρέει κάτω από την επιφάνεια, γι’ αυτό είναι πιο τρομακτικό. Είναι αυτό που κουλουριάζεται στη κάθε σελίδα για να μας αφυπνίσει, για να μας προειδοποιήσει, είναι το δικό μας σκοτάδι.

Γράφει η ίδια στο διήγημά της Το βιολί:

«Λοιπόν αυτό μόνο θα σου πω. Είναι φοβερό. Απόλυτα φοβερό. Δεν θα σου πω ποιο! Γιατί το ξέρεις, είναι τόσο φοβερό που δεν λέγεται. Μόλις συνέβη ένιωσα πώς όχι απλώς το σπίτι έπεσε στο κεφάλι μου αλλά ολόκληρη η πόλη, τι λέω η χώρα , ο πλανήτης.  ανοίγοντας την πόρτα θα έβλεπα μόνο ερείπια. Και γω μόνη, ολομόναχη, σαν ένας τρελός σκύλος να γυρίζω μέσα σ’ αυτά. Όμως όχι , αυτό το φοβερό ήταν τόσο σιωπηλό, τόσο άφωνο, που τίποτα δεν ταρακουνήθηκε. Όλα ήταν στη θέση τους. Τα σπίτια, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα που περνούσαν με την ίδια ορμή, ακόμα και τα δέντρα έσειαν τα κλαδιά τους με ησυχία, και τα πουλιά ακουγόταν να φτεροκοπούν ανάμεσα στα φύλλα το ίδιο ανόητα όπως πάντα

Μήπως λοιπόν, αναρωτιέται η Κουγιουμτζή, ξεκινάει μία άλλη εποχή, ένα άλλο είδος κόσμου, ένα άλλο είδος ανθρώπου, «ενός ανθρώπου,» όπως γράφει στο διήγημα Έβε, «που ξεπήδησε σαν ένα δηλητηριώδες φυτό και εξαπλώνεται ταχύτατα,» ενός ανθρώπου σκληρού και αποστασιοποιημένου, που η ανθρωπιά του χάνεται όλο και περισσότερο;

Στο αριστοτεχνικό της διήγημα «της έλλειπε η φαντασία» οι εραστές μεταμορφώνονται διαδικτυακά σε πλάσματα άλλου κόσμου, νέα σφριγηλά θαυμαστά και κάνουν έρωτα με πάθος, τους λείπει όμως «η φαντασία του αισθήματος».

Μήπως αυτός θα είναι ο καινούργιος θαυμαστός μας κόσμος;

Στο διήγημα με τίτλο «Λιτανεία» το Δαντικό σκηνικό παραπέμπει κατευθείαν στη Κόλαση. Οι σαρκοφάγοι άνθρωποι, οι Δυνατοί αυτής της γης  κατασπαράζουν τους Αμνούς, όμως όλη η συσσωρευμένη οργή ξεσπά και οι λαοί ξεσηκώνονται ενάντια στο θηρίο του καπιταλισμού που έχει φέρει την πείνα, την φτώχια, την εκμετάλλευση.

Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζή στο τέλος του διηγήματος:

«Η ιαχή έφτασε ακόμα και στην Αφρική, υψώθηκε σε γροθιά των παιδιών τα δούλα χέρια που έμπειρα έσκαβαν για διαμάντια στα ορυχεία και έραβαν στις βιοτεχνίες, τους τόνους των μπλουτζίν.  Χέρια γεμάτα μαύρο φως κραύγαζαν. Ψόφα θηρίο.»

Μιλά παραβολικά για τον ρατσισμό στο υπέροχο διήγημα της με τίτλο «ο Ατέλειωτος».

«Όλοι μας και περισσότερο ο Λώρενς, βιώνουμε τον έντιμο πόνο του εξαπατημένου ρατσιστή. Παραμένει το ερώτημα γιατί από κει και πέρα τα παιδιά μας που γεννούσαν οι λευκές γυναίκες μας ήταν όλα  μαύρα;

Εκτός αυτού ο ένας όρχις μας είχε συρρικνωθεί όσο μια ρόγα σταφυλιού. Και τώρα αρχίζει και ο άλλος».

Όλα είναι ρευστά σ’ αυτόν τον περίεργο σαγηνευτικό κόσμο της Μαρίας Κουγιουμτζή. Πού σταματά το όνειρο και πού ξεκινά η πραγματικότητα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, αυτό που επιθυμούμε και αυτό που φοβόμαστε, πόσο συχνά όλα αυτά εμπλέκονται και έτσι συνέχεια ανακατασκευάζουμε το μυθιστόρημα της ζωής μας; Πόσο οι πράξεις μας καθοδηγούνται από εκείνο το μίγμα ρευστού υλικού που αναδεύεται μέσα στο ασυνείδητό μας;  Η ανεμική γυναίκα της Μαρίας Κουγιουμτζή θα βιώσει πραγματικά μία σκηνή συνεύρεσης με τον γυμνό άνδρα που υπάρχει φυλακισμένος πίσω από την κλειστή πόρτα του φαρμακοποιού; Ή τα έχει όλα φανταστεί;

Και η Άννα με τα κόκκινα μαλλιά που είχε απωθήσει την ανάμνηση του βιασμού της από τον περίεργο συμμαθητή της μήπως θέλει να μας θυμίσει πόσο ξένα είναι κάποια κομμάτια του εαυτού μας που τα θάβουμε μέσα μας για να ζωντανέψουν απειλητικά;

Στο εκπληκτικό διήγημα Κέτε φαίνεται πολύ ξεκάθαρα αυτή η διασάλευση των φυσικών νόμων, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα, το διάφανο πέπλο που χωρίζει τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Η Κουγιουμτζή καταφέρνει μαγικά να μας απαλλάξει από όλες μας τις βεβαιότητες, γιατί ως γνήσια αρχιτέκτων δημιουργεί τον Άλλο Κόσμο, τον αιθέριο και τον άυλο με τόσο μεγάλη πειστικότητα και αληθοφάνεια ώστε μας πείθει για την ακλόνητη ύπαρξή του.

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής με τίτλο «το πακέτο»  όπου ένας πανέμορφος νεαρός ακολουθεί μία γριά γυναίκα με ένα μυστηριώδες πακέτο στα χέρια, αποτελεί την κορωνίδα αυτής της θαυμάσιας συλλογής. Αυτό που περιέχει το πακέτο και η ταυτότητα του φωτεινού νεαρού αποκαλύπτονται στην τελική φράση και απογειώνουν όχι μόνο το διήγημα αλλά και ολόκληρη τη συλλογή.

Από το διήγημα τα Ψάρια:

Ο Φορέβερ αισθάνεται τα βυθισμένα φτερά να τρυπούν την σάρκα του προσπαθώντας να βγουν. Η μνήμη τους καθώς επανέρχεται πνίγεται στο αίμα. Ο Φορέβερ ξεψυχά σπαρταρώντας όπως ψάρι που ξεβράστηκε στην ξηρά.

Είμαστε όλοι υβριδικά πλάσματα, λέει η Μαρία Κουγιουμτζή. Λαχταράμε τον ουρανό και κάθε τόσο νιώθουμε μια ανατριχίλα στους ώμους, λέπια οι ελπίδες, οι φόβοι και οι πόθοι μας σκεπάζουν το κορμί μας και μας αναγκάζουν να κολυμπάμε, ώσπου στο τέλος πνιγόμαστε στο ίδιο μας το σκοτάδι.

Μα και αυτή η συλλογή διηγημάτων κάθε τόσο βυθίζεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, αυτό το διαχρονικό, εφιαλτικό και φοβερό φορέβερ πάντα, και όμως στιγμές στιγμές από τις σελίδες ξεπροβάλουν βελούδινες φτερούγες γεμάτες φως που είναι η τρυφερότητα και κατανόηση με την οποία τελικά αντιμετωπίζει η Μαρία Κουγιουμτζή την ανθρώπινη φύση.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.