Η πολυδιάστατη τρυφερότητα του Νικολάου Κουτσοδόντη
Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα από τη συλλογή
.
τι σου λεω όταν ξυπνάς κατσούφης
Όχι με τις φιλοδοξίες ενός καναρινιού
δίπλα στο γαλάζιο μικροαστικό ψυγείο
αλλά μικροί πολύ μικροί
στη ζεστή ιστορία του κρεβατιού μας
όπου κοιμάσαι
εξουθενωμένος σαν βυζαντινή εικόνα
απ’ τα θυμιάματα σε μια πλωτή εκκλησία.
Μέσα στην πρωινή σιωπή του δωματίου
είσαι ολόκληρος
κουλουριασμένος στο γκρι, μια φέτα
από ψωμί γιασεμιού
κι όπως η κουβέρτα έμεινε ώρες στάσιμη
υγρός μουσκεμένος σαν από συννεφένια βενζιναντλία
και οι πνοές σου σμάρια μικρών πουλιών
σε τσιμεντένια γούρνα.
Έρχομαι τότε ήσυχα στο αυτί σου
με τα χείλη μου να το πλάσω
τις γροθιές σου να κάνω μια γλαστρούλα
ηρεμίας πλάι στο στόμα
ανακατεμένης με υπνόσκονη
που σε κάνει έτσι αστείο.
Η τρυφερότητα είναι διάχυτη σ’ αυτή τη συλλογή. Ένας χαρακτηριστικός στίχος που μου έκανε εντύπωση: «αυτάκι κόκκινη πιπερίτσα.»
Δεν είναι όμως μία τρυφερότητα σαν χνουδωτό πάνινο αρκουδάκι, δεν είναι μία τρυφερότητα μελό, δεν είναι μία τρυφερότητα ουδέτερη, είναι μία τρυφερότητα επαναστατική, αγωνιστική, συντροφική, κοινωνική, πολιτική, διακειμενική, μία τρυφερότητα που απλώνεται και διαχέεται και κατακτά τον αναγνώστη της γιατί ακριβώς είναι πολύ παραπάνω από μία τρυφερότητα και κάποτε πρέπει να διευρύνουμε τις λέξεις για να χωρούν όλες οι αποχρώσεις.
Ο ορισμός της τρυφερότητας από τη Νομπελίτσα Όλγα Τοκάρτσουκ περιέχεται στην αρχική παράγραφο που εισάγει την ποιητική συλλογή. Γράφει μεταξύ άλλων.
«Η τρυφερότητα είναι ένας τρόπος να κοιτάζουμε που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ζωντανός, ζων, διασυνδεδεμένος, συνεργατικός και εξαρτώμενος από τον εαυτό του.»
Εξομολογητικός ο Κουτσοδόντης σ’ αυτή τη συλλογή; Εκθέτει έναν έρωτα, μία απόγνωση, έναν πόθο, μία λαγνεία, έναν κόσμο προσωπικό περίκλειστο; Όχι ο Κουτσοδόντης φτιάχνει κόσμους ανοιχτούς και ελεύθερους, ο καθένας και η κάθε μία έχουν πρόσβαση σ’ αυτούς. Η συλλογή αυτή έχει να κάνει με ένα ταξίδι, προσπαθεί να αποτυπώσει την αλλαγή, την διαρκή κίνηση του κόσμου και των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν είναι ιδιοκτησίες, δίνουν εκεί που ελεύθερα αγαπούν.
Γράφει στο ποίημα ΚΛΟΥΒΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ:
«Με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον/δεν μας είναι ορατοί/οι πάσσαλοι που έχουνε μπήξει στα εσωτερικά χωράφια μας/αυτή τη γη τη χωρισμένη σε ιδιοκτησίες.»
Η συλλογή θέλει να μιλήσει για την πολιτική, μισεί τα αφεντικά και τους Δυνατούς με πάθος, η συλλογή είναι ανυποχώρητα Βαλκανική και μυρίζει παντού Θεσσαλονίκη, η συλλογή μιλά για την επιβίωση ακόμα κι όταν η καρδιά έχει ματώσει.
Ο ποιητής καταφέρνει να θολώσει τα όρια μεταξύ αυτοβιογραφίας και ετερογραφίας, έχει προσδώσει στο ποιητικό υποκείμενο αυτοβιογραφικά στοιχεία, όμως υπάρχουν στη συλλογή σαφή στοιχεία ταξικής κοινωνικής διαπάλης.
«Ο ποιητής εκτίθεται γιατί ζει σ’ ένα γυάλινο σπίτι, γεγονός που αποτελεί από μόνο του επαναστατική αρετή» είναι τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν που προτάσσει ο Κουτσοδόντης στο πρώτο ποίημα της συλλογής.
Γράφει η Χλόη Κολύρη, στο βιβλίο της «Το φύλο σαν δόλωμα»:
«Ακριβώς από τη συνάντηση της Τέχνης με τις σπουδές φύλου, δημιουργείται και το ιδιαίτερο πεδίο του queer: περίεργο, ανάποδο, προκλητικό, έξω από κάθε νορμοποιητικό ή νομιμοποιητικό πεδίο, κόντρα σε καθετί που είναι απλό, ευχάριστο, καθησυχαστικό και καθημερινό. Είναι στάση ζωής που γίνεται ρεύμα στην τέχνη. […]Δεν μπαίνει σε κατηγοριοποιήσεις, αφού ακριβώς γεννήθηκε για να πολεμήσει κατηγορίες και ταμπέλες».
Η queer λογοτεχνία φέρνει στην επιφάνεια την σκοτεινή, στιγματισμένη, αποσιωπημένη ως τώρα πλευρά του κόσμου μας. Είναι ανατρεπτική, βαθιά πολιτική, επαναστατική, κοινωνική γιατί δεν εκθέτει απλώς το βίωμα, αλλά το κάνει θέση που προβάλει το διαφορετικό και το αναδεικνύει για να συμπεριληφθεί επιτέλους στο κοινωνικό πλαίσιο. Αμφισβητεί την επίπεδη γκρίζα τετράγωνη κανονικότητα- κλουβί που αποκλείει, απομονώνει, φοβάται το ανοίκειο, αμφισβητεί δηλαδή το πιο συντηρητικό κοινωνικό πλαίσιο και τις κυρίαρχες δομές. Ο Δυτικός πολιτισμός φοβάται την αλλαγή και τη μεταμόρφωση, φοβάται τη ρευστότητα και ήταν ως σήμερα προσκολλημένος στο δίπολο άντρα γυναίκα. Ιστορικά σε κάθε εποχή η εξουσία έχει κατασκευάσει το αφήγημά της, αυτό που αποκλείει σώματα και απόψεις διαφορετικά από το κυρίαρχο. Η συλλογή αυτή κατορθώνει να συγκεράσει το queer στοιχείο με έναν λόγο πολιτικό και ταξικό.
Το ταξίδι λοιπόν των δύο εραστών αυτής της συλλογής ξεκινά στη Μόσχα του 1926, ο Μπένγιαμιν φορά μάλλινο σακάκι και διαβάζει κάτω από την κορνίζα του Λένιν.
Θα παρεμβληθούν άλλα τοπία και άλλοι τόποι, άλλος χρόνος και άλλοι άνθρωποι, στην παραλία της Θεσσαλονίκης στις τρεις τα ξημερώματα, στην Αίγινα με κομμένο το ρεύμα στο λιμάνι, στην Άνδρο με τα παλιά σεντούκια της γεμάτα ιστορίες ανθρώπων, στη Λευκωσία με την πίτα που έχει μαύρα σημεία επάνω της, καμένα σαν έδαφος, στο Ζάγκρεμπ σε μια μοναχική κουκέτα τρένου, στη Λουμπλιάνα όπου η γενιά με τις σημαίες και τα παρτιζάνικα τραγούδια και τους κόκκινους δρόμους έχει χαθεί, σκηνικά όλα για να ξετυλίξει μία προσωπική και ταυτόχρονα μία καθόλου προσωπική ανθρώπινη ιστορία που διατρέχει όλη τη συλλογή.
Όλη η συλλογή είναι διανθισμένη από ονόματα και γεγονότα που της δίνουν μία εξαιρετική ποικιλομορφία, είναι ένα απάνθισμα από αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, όπως ο Σολ Μπέλοου, ο Τζέιμς Ρόμπερτ Μπέικερ, ο Ρουσώ, ο Μπαχτίν, ο Μπένγιαμιν, ο Λεύκιος Ζαφειρίου, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, η Μελισσάνθη, ο Τζων Απντάικ, ο Ζεράλντ Νεβέ, ο Παραφέλας, ο Έντβαρντ Κότσμπεκ και άλλοι. Ταυτόχρονα υπάρχει ένας συνεχής διάλογος με εμβληματικές κλασικές ταινίες.
Οι αναφορές του Κουτσοδόντη σε επαναστάτες όπως για παράδειγμα ο Ζαμπόνι που δολοφονήθηκαν άγρια αλλά και σε ολόκληρα κινήματα όπως οι Σπαρτακιστές που οι ηγέτες τους εξοντώθηκαν από τους εθνικιστές στη Γερμανία, εντείνει τον καθολικό, αγωνιστικό και ταξικό χαρακτήρα της συλλογής.
«Μαμά έφερα τελικά κάποιον στο σπίτι./πάει πέρασε τώρα/η αγάπη μας ήταν για σύντομη απόσταση»
Έτσι τελειώνει το ταξίδι αυτής της συλλογής, έτσι τελειώνει η ερωτική ιστορία, όπως όλα τελειώνουν συνέχεια και επαναληπτικά.
Όμως οι τελικοί στίχοι του τελευταίου ποιήματος είναι:
Έφερα τελικά κάποιον σπίτι μαμά
μαμά
απόκτησα πλέον σπίτι
και πάλι φεύγω
Γιατί τελικά το σπίτι του ποιητή είναι η ποίηση και το ταξίδι του πάντα θα συνεχίζεται.