Εντυπωσιακή η σύμπνοια των δύο συγγραφέων κατά τη συγγραφή των βιβλίων τους, εντυπωσιακή η ομοιομορφία και ομοιογένεια του ύφους της γραφής τους, τα βιβλία τους φαίνεται να έχουν γραφτεί από έναν και μόνο συγγραφέα.
Η λέξη Χαλκείο σημαίνει χαλκουργείο, αλλά και χώρος όπου παραποιείται η αλήθεια και διαμορφώνεται μια πειστική αναλήθεια. Το χάλκευμα πάλι είτε είναι ένα μικρό σκεύος από χαλκό, είτε μία κατασκευασμένη ιστορία συκοφαντίας, μία διαστρέβλωση της αλήθειας για να στηθεί μία σκευωρία.
Άρα αυτές οι δίσημες δύο λέξεις στον τίτλο του βιβλίου, «Χαλκεία και Χαλκεύματα» αναφέρονται και στη δραστηριότητα της συντεχνιακής γειτονιάς της Θεσσαλονίκης που υπήρχε γύρω από την Παναγία Χαλκαίων με τα υπέροχα χάλκινα τεχνουργήματα των τεχνιτών της, αλλά και σε όλες τις ιστορίες συνωμοσίας που καλλιεργήθηκαν μέσα στους αιώνες, στις φήμες, στις αναλήθειες, στις γοητευτικές παραιστορίες, στις μυθ-ιστορίες, όπου μύθοι, παραμύθια, φαντασία και πραγματικότητα αναμίχθηκαν γοητευτικά στη χοάνη του χρόνου.
Είκοσι έξι μυθ-ιστορίες αποτελούν το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, τακτοποιημένες με κάποια ιστορική σειρά. Χαρακτηριστικό τους το χιούμορ και η γλαφυρή αφήγηση που κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι ιστορίες ξετυλίγονται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης που εκτείνεται από την πάνω πλατεία Αριστοτέλους και περιλαμβάνει τη Ρωμαϊκή Αγορά με κεντρικό σημείο αναφοράς την Παναγία των Χαλκέων, αλλά και τις παλαιές και σύγχρονες φλέβες και αρτηρίες του κυκλοφορικού συστήματος της πόλης, Εγνατία, Ίωνος Δραγούμη, Κασσάνδρου και Ιασωνίδου.
Aνέκαθεν ο άνθρωπος προσπαθούσε να αφηγηθεί τον χρόνο του, να πολεμήσει την ίδια του την θνητότητα.
Με δύο πράγματα μνημειώνει ο άνθρωπος την παρουσία του σ’ αυτή την γη, με τις λέξεις με τις οποίες αφηγείται και με τις πέτρες και τα διάφορα υλικά με τα οποία κτίζει για να αφήσει το χνάρι της παρουσίας του μέσα στους αιώνες κτίρια, ναούς, αγορές, εκκλησίες, αιμοσταγείς Πύργους βασανιστηρίων ή τάφους, για να θυμηθούμε τις τεράστιες Πυραμίδες.
Είχα δει κάποτε ένα ντοκιμαντέρ που έδειχνε το Παρίσι τη νύχτα με τα υπέροχα μνημεία του, τον Πύργο του Άιφελ, την Αψίδα του Θριάμβου, την Παναγία των Παρισίων, τα πάρκα και τις λεωφόρους, όμως όλα γυμνά και νεκρά χωρίς καθόλου ανθρώπους. Το αποτέλεσμα ήταν εφιαλτικό.
Άρα όλα αυτά τα αρχαία μνημεία, οι εκκλησίες, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναστηθούν ζωντανά σ’ αυτό το βιβλίο, παρά μόνο αν συνδέονταν με τους ανθρώπους της πόλης. Κι αυτό το έξυπνο τέχνασμα εφαρμόζουν οι δύο συγγραφείς. Για να διηγηθούν την ιστορία των μνημείων, επινοούν ανθρώπους του τότε να τα πλαισιώνουν σήμερα, παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται, η ροή του χρόνου ακολουθεί το σχήμα του απείρου, δεν υπάρχει τέλος και αρχή, τα άκρα ενώνονται.
Μυθ-ιστορία λοιπόν. Όχι το ερωτικό ρομάντζο που σήμαινε ο αρχικός φιλολογικός όρος της μυθιστορίας, αλλά ιστορία και μυθοπλασία μαζί.
Ιστορίες που έχουν σκοπό να ζωντανέψουν τα διαδοχικά στρώματα των πόλεων που αποτελούν τελικά την Πόλη με κεφαλαίο Π, τη Θεσσαλονίκη, να αναβιώσουν το παρελθόν, να μνημονεύσουν, να αποτυπώσουν, να ανασκαλέψουν την ιστορική μνήμη της πόλης.
Ξεκινούν λοιπόν οι μυθ-ιστορίες αυτές με την από πριν καταδικασμένη συγκέντρωση πολιτών γύρω από το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου με σκοπό τη διαμαρτυρία για την αποξήλωση των αρχαιοτήτων για να υπενθυμίσουν και την τόσο γοητευτική ιστορία των Μαγεμένων που επίσης ξηλώθηκαν παλιά από την ίδια περιοχή και τώρα κοσμούν μία αίθουσα του Λούβρου.
Διάφορες σκιές πρωταγωνιστούν σ’ αυτές τις ιστορίες.
Πρόσωπα γνωστά που υπήρξαν στην πραγματικότητα, όπως ο Κάσσανδρος, ο Λέων, ο Αμπούτ Λουμπούτ που έβαψε κόκκινη την πόλη με τις αιμοσταγείς του φρικαλεότητες, ο αποκαλούμενος «Κόκκινος» Αβραάμ Μπεναρόγια, πρωτοπόρος αριστερός δημοσιογράφος της εποχής του, ο πολεοδόμος Ερνέστος Εμπράρ, ο Μάξ Μέρτεν ο χασάπης της Θεσσαλονίκης υπεύθυνος για τον εξανδραποδισμό 46.041 Εβραίων και άλλοι συναντώνται με πρόσωπα επινοημένα όπως ο Αρίστος, ένας αφανής πρόσφυγας που στελέχωσε τη νέα πόλη που δημιούργησε ο Κάσσανδρος σε μία έκταση γεμάτη κοτρώνες με θάλασσα από τη μια μεριά, βουνό από την άλλη και έλη και βάλτο στα δυτικά ή ο Χρήστος ο ακάματος νεωκόρος στην Παναγία Χαλκέων, o Μανούσος Φάσσης λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μανώλη Αναγνωστάκη, ο αφελής Ευτύχιος ήρωας παραμυθιού που νόμιζε ότι οι Σαρακηνοί πειρατές που επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη θα μοίραζαν δώρα ή o κυρ Δημητράκης που γνώριζε όλους τους μικρούς επαγγελματίες που είχαν τότε τα μαγαζάκια τους γύρω από το Καραβάν Σεράι, τους πεταλωτές, τους συντηρητές κάρων, τους πωλητές με τα δερμάτινα γκέμια.
Πολλές φορές τα επινοημένα πρόσωπα προβάλλουν πιο ζωντανά από τα υπαρκτά, η φαντασία υπερβαίνει την πραγματικότητα.
Η ηλεκτροκίνηση του τραμ, η επιδημία της χολέρας στη φτωχική εβραϊκή συνοικία, η πυρκαγιά του 1917, το ξεπάστρεμα των Εβραίων, οι σεισμοί που συγκλόνισαν την πόλη και πολλά άλλα γεγονότα-σταθμοί γίνονται το αντικείμενο μίας συναρπαστικής αφήγησης που διατρέχει τους αιώνες.
Τα καραβάνια των προσφύγων και των μεταναστών, λεν οι συγγραφείς, συνεχίζουν να περιπλανιούνται στην πόλη, είτε Καραβάν Σαράι λέγεται το κατάλυμά τους είτε Φιλοξενείο Προσφύγων και Μεταναστών.
Σε όλες τις ιστορίες υπάρχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο αφηγητής είναι εξομολογητικός, με κάποιο τρόπο πάντα μετέχει στην ιστορία που αφηγείται. Η αφήγηση διανθίζεται από απόψεις, προτιμήσεις, ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση των αφηγητών, αλλά και από προσωπικές τους εμπειρίες όπως οι συναντήσεις με πεθαμένα πρόσωπα που ξεκολλούν από το οικογενειακό τους άλμπουμ για να ενσωματωθούν στις σελίδες του βιβλίου, όπως ο παππούς, πρόεδρος των γανωματών στη Θεσσαλονίκη του 1911, η μάνα και η θεία που βγαίνουν από τα Λουτρά Παράδεισος, ή η εντυπωσιακή πολίτισσα γειτόνισσα κυρία Πόπη που ψήνει καφέ σε μπακιρένιο ιμπρίκι με την οποία κάποια στιγμή οι σχέσεις με τη μητέρα θα διακοπούν απότομα.
Αυτά τα θραύσματα των προσωπικών εμπειριών που παρεμβάλλονται εμβόλιμα, όπως το φως που μπήκε ξαφνικά από τη σπασμένη καμινάδα στο κρύο και σκοτεινό σπίτι των συγγραφέων για να επιβεβαιώσει για μία ακόμα φορά ότι το φως μπαίνει από την πληγή, δίνουν μία συγκινητική και ανθρώπινη χροιά στο βιβλίο.
Υπήρχε συναγωγή εβραϊκή ή ναός του ήφαιστου και του Κάβειρου στον τόπο που κτίστηκε η Παναγία Χαλκέων; Γιατί κτίστηκε εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου μέσα στον Πύργο του Αίματος; Ποια είναι τα μυστικά των αρχαίων ερειπίων και των παμπάλαιων ιερών τόπων, τι κρύβουν τα ντουβάρια και οι σιωπηλές πέτρες, πού και πως χτυπούσε η καρδιά όλων των επιστρώσεων αυτής της πόλης με την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία; Πώς σιγά σιγά «η γειτονιά των χαλκέων μετατράπηκε σε γειτονιά ελάχιστων χαλκοπρατών;»
Γι’ όλα αυτά κι άλλα πολλά υπάρχουν φήμες, εικασίες, μυθ-ιστορίες. Αυτή η γοητευτική, σκληρή πόλη κρύβει μέσα στις υπόγειές στοές της και στις κατακόμβες της πάρα πολλά ακόμα μυστικά.
Όμως αν αυτή η Πόλη είναι μία πληγή, από τη πληγή αυτή ξεπηδά το φως της. Και οι συγγραφείς αναπλάθουν και δίνουν ζωή τόσο στην Παλιά Θεσσαλονίκη όσο και στη Σύγχρονη, τόσο στο σκοτάδι όσο και στο φως που ξεχύνεται μέσα από τις ρωγμές της ιστορίας της.