You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου:  Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, Εκδ. Νίκας, 2023.

Χρ. Δ. Αντωνίου: Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, Εκδ. Νίκας, 2023.

Μια καθημερινή νέκυια

 

Είναι φορές, ιδίως κάποιες νύχτες χειμωνιάτικες που βρέχει ακατάπαυστα κι αστράφτει και βροντάει, που στη σκέψη μας έρχονται πρόσωπα που αγαπήσαμε, ζήσαμε μαζί τους ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κι ύστερα χάθηκαν ακολουθώντας την ανθρώπινη μοίρα, τον θάνατο. Και πρώτα απ’ όλα βέβαια οι γονείς μας κι ύστερα οι συγγενείς μας, αδέλφια-ξαδέρφια, αλλά και φίλοι αγαπημένοι που σημάδεψαν μερικοί απ’ αυτούς  τη ζωή μας απ’ τα πρώτα κιόλας παιδικά και εφηβικά μας χρόνια. Ύστερα άλλοι φίλοι της ζωής, συνάδελφοι, συνεργάτες, συνοδοιπόροι. Και η μνήμη μας ασίγαστη επεκτείνεται ακόμη παραπέρα σε συγγραφείς και ποιητές που γνωρίσαμε από κοντά αλλά και σε συγγραφείς που δεν τους γνωρίσαμε ζωντανά αλλά μόνο μέσα από τα βιβλία τους και που είχαν ασφαλώς κάποια αξιόλογη απήχηση μέσα στο λογικό και την ψυχή μας. Αυτές τις φορές που αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες, ένας- ένας ή λίγοι -λίγοι, χτυπούν την πόρτα του «σπιτιού» μας, η χαρά μας είναι μεγάλη αλλά το ίδιο  και η λύπη μας κι ίσως μεγαλύτερη. Χαιρόμαστε, γιατί πιάνουμε κουβέντα μαζί τους, όπως τότε που ζούσαν και λυπούμαστε, γιατί ζουν πλέον στον Άδη, στον σκοτεινό κάτω κόσμο και με την κουβέντα μαζί τους αρχίζει μια Νέκυια, όπως εκείνη στην Ζ’ ραψωδία της Οδύσσειας

Μια τέτοια νέκυια αποτελεί το βιβλίο της συγγραφέως και κριτικού λογοτεχνίας Ανθούλας Δανιήλ που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα από τις καλές εκδόσεις Νίκας. Μια νέκυια που ξεκινάει από την αγάπη της προς τους δικούς της αγαπημένους νεκρούς και από τη νοσταλγία που νιώθει για όλους αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή της κι άφησαν το στίγμα τους έντονο στη δική της ζωή. «Οι πραγματικά», όμως, όπως γράφει, «αγαπημένοι είναι ζωντανοί πάντα, με τον ήχο της φωνής και των βημάτων τους, με την κίνηση του σώματός τους, με το νεύμα των βλεμμάτων τους. Οι οικείοι μας κάθονται μέσα στο σαλόνι, αόρατοι στον καναπέ, και κουβεντιάζουν μαζί μας, στην τραπεζαρία μπροστά σ’ ένα σερβίτσιο που κανείς τους δεν αγγίζει. Άλλοτε τους συναντάμε ξαφνικά σ’ ένα δρόμο που κάποτε περπατούσαμε μαζί, σ’ ένα νησί, σε μια ξερολιθιά, μια μάντρα, σ’ ένα φουρτουνιασμένο πέλαγο που καλπάζει σαν άλογο, σ’ ένα βαθύσκιωτο βουνό, μέσα στα κυπαρίσσια και τ’ ασφοδίλια ή τέλος σε ένα άσπρο μαρμαράκι με φωτάκι λαμπερό. Εκεί σίγουρα». (σ.15)

Με άλλους από αυτούς τη συνδέουν δεσμοί αίματος, με άλλους εκπαιδευτικοί και με άλλους λογοτεχνικοί. Ο διαχωρισμός αυτός σε κατηγορίες δεν δημιουργεί κάποια στεγανά, γιατί σε πολλές περιπτώσεις οι αγαπημένοι της ανήκουν σε περισσότερες από μια κατηγορίες. Αυτό που μετράει είναι η «προσδοκία του Οδυσσέα για τους νεκρούς  μες στ’ ασφοδίλια». Ίσως ακόμη γιατί η συγγραφέας Ανθούλα Δανιήλ, που με τόση συνέπεια υπηρετεί εδώ και πολλά χρόνια την κριτική της λογοτεχνίας, αισθάνεται την ανάγκη, μαζί με τον Σεφέρη, πως «πρέπει να ρωτήσ(ει) τους νεκρούς για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω», ιδίως, όταν η υπευθυνότητά της στην άσκηση κριτικής  για την ποίηση της επιβάλλει μια στάση σεβαστική «χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής».

Με συγκίνηση και αγάπη, που ενισχύει την ούτως ή άλλως  αμεσότητα της γραφής της, η Ανθούλα Δανιήλ με κάθε της δοκίμιο στήνει ένα επιτύμβιο ανάγλυφο για κάθε αγαπημένο της πρόσωπο. Κι όπως οι αρχαίες αττικές αναθηματικές στήλες ήταν διακοσμημένες με σχήματα ή τη μορφή του νεκρού ή ακόμη με παραστάσεις σχετικές με τη ζωή του, έτσι και τα επιτύμβια αυτά κείμενα περιέχουν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του κάθε αγαπημένου της νεκρού ή κάποια συγκινητικά περιστατικά και σκηνές που συνδέθηκαν με το όνομά του. Για παράδειγμα, για τον συνάδελφό της τον Θόδωρο Ρ. γράφει: «Ο Θόδωρος, ο ψηλός και λεβεντόκορμος, μελαχρινός με μαύρο μουστάκι, με τα κοστούμια του τα μοντέρνα και τα πολυτελή του πουκάμισα. Ο γνήσιος χορευταράς, με ένα βαθύ καημό κρυμμένο στα φυλλοκάρδια του. Νόμιζες ότι ήθελε να πετάξει, αλλά βαριές αλυσίδες τον κρατούσαν δεμένο στη γη, φύτρωναν όμως φτερά στους ώμους του, όταν χόρευε κι έπινε. Το τραγούδι που του έδινε φτερά ήταν το «Βουνό»:

Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό

Ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου και η πενιά……

Κι αφού η συγγραφέας σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα του Θόδωρου φτάνει στην έκθεση του συγκινητικής είδησης του ξαφνικού θανάτου του: «Του έστειλα ένα μήνυμα. «Μας ξέχασες;» Απάντησε: «Συμβαίνει κάτι. Μην ανησυχείς. Θα σε πάρω μόλις μπορέσω». Λίγες μέρες μετά, 21-12-18, με πήρε. Είδα το όνομά του στο κινητό μου κι εγώ αμέσως: «Θόδωρε τι κάνεις; Ανησύχησα. Από την άλλη άκρη άκουσα: «Η Γιώτα είμαι, ο μπαμπάς πέθανε…». Μου κόπηκε η ανάσα. «Μα», ψέλλιζα την ακατανόητη απορία μου, « προχτες μου έστειλε μήνυμα…». «Εγώ σου το έστειλα, καθ’ υπαγόρευσή του», μου είπε η τραγική κόρη του (σ. 33-35).

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μια φωτογραφία του γενναιόδωρου θείου της Χρήστου καβάλα στη μοτοσικλέτα του, όταν ήταν νέος, «…με ξανθοκάστανο κατσαρό μαλλί, άσπρο πουκάμισο που όταν έτρεχε φούσκωνε αέρα, κεντρικό ιστίο στη Σάντα Μαρία, την καραβέλα που είχε σαλπάρει για να ανακαλύψει την Αμερική του, σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο.Με το ένα πόδι στο έδαφος και το άλλο στο πεντάλ(…) έτοιμος να ορμήσει για το πεπρωμένο του». Η όψη του, η λάμψη των ματιών του, η καλοσύνη του και η γενναιοδωρία τον έκαναν να φαίνεται στα μάτια της ανιψιάς του σαν «πυρωμένος άγγελος» (σ. 138).

Η Ανθούλα Δανιήλ στήνει μέσα στο βιβλίο της των 150 σελίδων επιτύμβια μνημεία για είκοσι δύο «αξέχαστους φίλους» (τα δώδεκα απ’ αυτά για συγγραφείς και ποιητές) και λίγα ακόμη για αγαπημένους συγγενείς της.  Με ζωντανό και άμεσο λόγο, με βαθυστόχαστες σκέψεις για τη ζωή και το θάνατο, με παραπομπές σε ποιητές, συγγραφείς και φιλοσόφους, με δημοκρατική διάθεση και πάνω απ’ όλα με βαθιά νοσταλγία δημιουργεί μια συγκινητική νέκυια με αγάπη, ευθύνη και ευγνωμοσύνη που νιώθει για τους αγαπημένους της ανθρώπους. Όλοι αυτοί βρίσκονται μέσα της, στον προσωπικό της Κεραμεικό.

Δεν είναι όμως ένα βιβλίο πένθιμο, αλλά ένα βιβλίο αγάπης, γιατί η ζωή συνεχίζεται με τις δυο μικρούλες Ηλιαχτίδες που παίζουν στο γκαζόν του κήπου τον τροχό του Χρόνου που ανεβοκατεβαίνει αενάως, άνω και κάτω οδός μία και ωϋτή.

 

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.